Του Λεωνίδα Βατικιώτη
Στις 31 Ιουλίου 2016 οι Γιατροί του Κόσμου άνοιξαν κι επίσημα τις πόρτες μιας ακόμη δομής παροχής υγείας στον Πειραιά εστιασμένης σχεδόν αποκλειστικά στις μητέρες και τα παιδιά. Στην ευρύτερη περιοχή του Πειραιά και συγκεκριμένα στο Πέραμα ήδη οι Γιατροί του Κόσμου λειτουργούν ένα πολυιατρείο που αποδείχτηκε σωτήριο τα χρόνια της κρίσης. «Στόχος της καινούργιας μας προσπάθειας είναι να παράσχουμε ελεύθερη πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη για τις γυναίκες και τα βρέφη. Αυτό το δικαίωμα, όσο κι αν φαίνεται προφανές, δυστυχώς δεν είναι. Η κρίση έχει δημιουργήσει ανυπέρβλητα εμπόδια στην παροχή των υπηρεσιών υγείας που χρειάζονται οι μητέρες και στην απρόσκοπτη ανάπτυξη των παιδιών. Αυτά τα προβλήματα ερχόμαστε να αντιμετωπίσουμε», μας δήλωσε ο Νικήτας Κανάκης πρόεδρος των Γιατρών του Κόσμου.
Τα τεράστια κενά που έχει δημιουργήσει η οικονομική κρίση στη μητρική και βρεφική υγεία 6 χρόνια μετά την βύθιση της Ελλάδας στη δίνη των μνημονίων τα αποκαλύπτουν τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, που δείχνουν αύξηση του αριθμού των ελλιποβαρών νεογνών. Συγκεκριμένα μεταξύ 2008 και 2011 αυξήθηκαν κατά 16%, δημιουργώντας σοβαρούς κινδύνους για την κανονική σωματική τους ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια. Το πρόβλημα επομένως δεν είναι μόνο ότι μειώθηκαν οι γεννήσεις, όπως δείχνει το γεγονός ότι το 2014 καταγράφηκαν στην Ελλάδα 79.975 γεννήσεις από Ελληνίδες και 12.173 από αλλοδαπές, όταν το 2013 είχαν καταγραφεί 80.940 και 13.194, αντίστοιχα. Ούτε ότι αυξήθηκαν οι γεννήσεις εκτός γάμου από 6.337 το 2013 σε 7.165 το 2014, με το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον να βοά ότι δεν είμαστε μάρτυρες μιας ελευθεριακής στροφής μεταξύ των νέων ζευγαριών που απορρίπτει το γάμο ως μορφή κοινωνικής καταπίεσης, αλλά πρόκειται για επιλογή ανάγκης από τη στιγμή που ο γάμος συνεπάγεται κι ένα σοβαρό οικονομικό κόστος. Μπορούμε επομένως να υποστηρίξουμε ότι το περιβάλλον ανατροφής των νέων παιδιών γίνεται πιο ασταθές και ρευστό σε σχέση με μόλις λίγα χρόνια πριν. Το πρόβλημα επιπλέον, μαζί με όλα τα άλλα, είναι ότι και τα παιδιά που γεννιούνται επειδή είναι ελλιποβαρή έχουν αυξημένες πιθανότητες να εμφανίσουν χρόνια νοσήματα, όπως καρδιαγγειακά νοσήματα, διαβήτη τύπου Β, οστεοπόρωση, ακόμη και διάφορες μορφές καρκίνου κ.α.
Αύξηση παιδικής θνησιμότητας
Επιπλέον, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιεύει η ΕΛΣΤΑΤ, και τα οποία επικαλείται η Τράπεζα της Ελλάδας σε μια ειδική μελέτη για τις επιπτώσεις της κρίσης στη δημόσια υγεία που περιλαμβάνεται στην έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική που δόθηκε στη δημοσιότητα στις 15 Ιουνίου 2016 (εδώ το πλήρες κείμενο) ανακόπηκε η μακροχρόνια τάση μείωσης της παιδικής θνησιμότητας (θάνατοι βρεφών έως 1 έτους ανά 1.000 γεννήσεις ζώντων). Πιο συγκεκριμένα, η παιδική θνησιμότητα αυξήθηκε από 2,65 το 2008 σε 3,75 το 2014. Η εξέλιξη αυτή, σύμφωνα με την κεντρική τράπεζα, οφείλεται τόσο στην αύξηση των θανάτων βρεφών όσο και στην υποχώρηση των γεννήσεων.
Ωστόσο, η κρίση της υγείας δε θίγει μόνο τα νεογνά και τις μητέρες. Όλες οι πληθυσμιακές ομάδες πλήρωσαν κι εξακολουθούν να πληρώνουν βαρύ τίμημα από την κάθετη πτώση των δαπανών στην υγεία. Ενδεικτικά να αναφερθεί πως μόνο η κρατική ενίσχυση των δημοσίων νοσοκομείων για το 2016 είναι 1,16 δισ. ευρώ μειωμένη κατά 60% από τα επίπεδα του 2009, όπως τόνισε πρόσφατα η Ομοσπονδία Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδας (ΟΕΝΓΕ). Στην ίδια επίσης ανακοίνωση τονίζεται ότι ο ΕΟΠΥΥ αρνείται να καταβάλλει στα νοσοκομεία 600 – 700 εκ. ευρώ, οξύνοντας τα χρηματοδοτικά τους προβλήματα.
Αποτέλεσμα των περικοπών των δαπανών υγείας είναι η υποβάθμιση της κατάστασης της υγείας του πληθυσμού. «Αν και απαιτούνται αρκετά χρόνια ώστε να αποκαλυφθούν οι πλήρεις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην υγεία του πληθυσμού, στην Ελλάδα αρκετοί δείκτες έχουν αρχίσει να επιδεινώνονται», αναφέρει η έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας. Και συνεχίζει: «Πρόσφατες μελέτες υποστηρίζουν ότι τα πρώτα χρόνια της οικονομικής κρίσης μειώθηκε το ποσοστό του πληθυσμού που δηλώνει “καλή” ή “πολύ καλή” αυτοαξιολογούμενη υγεία από 71% το 2006 σε 68,8% το 2011… Ωστόσο στην ίδια έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ καταγράφεται σημαντική αύξηση (κατά 24,2%) στον πληθυσμό ηλικίας 15 ετών και άνω που δηλώνει ότι πάσχει από κάποιο χρόνιο πρόβλημα υγείας ή χρόνια πάθηση (τα περιστατικά χρόνιας νοσηρότητας αυξήθηκαν από 39,7% το 2009 σε 49,3% το 2014)».
Επιδείνωση ψυχικής υγείας
Η επιδείνωση των κοινωνικών συνθηκών, με την αύξηση της ανεργίας, της φτώχειας και του ανταγωνισμού, επιδρά αρνητικά και στην ψυχική υγεία του πληθυσμού. «Δραματική αύξηση παρουσιάζει το ποσοστό του πληθυσμού με συμπτώματα μείζονος κατάθλιψης κατά την περίοδο της κρίσης. Το εύρημα επιβεβαιώνεται από επιδημιολογικές έρευνες, σύμφωνα με τις οποίες καταγράφεται ραγδαία αύξηση της μείζονος κατάθλιψης από 3,3% το 2008 σε 6,8% το 2009, 8,2% το 2011 και 12,3% το 2013. Όπως αποτυπώνεται στα στοιχεία της έρευνας υγείας της ΕΛΣΤΑΤ, το 2014 το 4,7% του πληθυσμού ηλικίας 15 ετών και άνω δήλωσε ότι έχει κατάθλιψη έναντι 2,6% το 2009».
Στην έρευνα της Τράπεζα της Ελλάδας φαίνεται πεντακάθαρα ότι οι μειώσεις των δαπανών στην υγεία (κατά 6,8 δισ. ευρώ ή 43,6% το 2014 σε σχέση με το 2010) στη φαρμακευτική περίθαλψη (που περιορίστηκε κατά 54,2% και διαμορφώθηκε σε 2,6 δισ. ευρώ για το 2014) και στις υπηρεσίες περίθαλψης (νοσοκομεία, γιατρούς και αποκατάσταση, που περιορίστηκε κατά 40,9% σε 5,2 δισ. ευρώ για την εν λόγω περίοδο) δεν ήταν μια μάχη κατά της διαφθοράς και των κυκλωμάτων, όπως την πλασάρουν οι κυβερνήσεις προσπαθώντας μνα βρουν συμμάχους. Ήταν μια μάχη κατά των φτωχών! Προς επίρρωση η εξής αναφορά: «Όπως προκύπτει από την έρευνα υγείας της ΕΛΣΤΑΤ (2015) για το 2014 χρειάστηκε να λάβει ιατρονοσηλευτική φροντίδα και καθυστέρησε να τη λάβει ή δεν την έλαβε καθόλου α) το 13,1% του πληθυσμού (15+) λόγω μεγάλης λίστας αναμονής β) το 6,1% του πληθυσμού λόγω μεγάλης απόστασης ή προβλημάτων στην μεταφορά και γ) το 9,4% του πληθυσμού λόγω έλλειψης ειδικοτήτων ιατρών και επαγγελματιών υγείας».
Σε άλλο σημείο της μελέτης οι ερευνητές της Τράπεζας Ελλάδας αναφέρουν ότι «έχει αυξηθεί το ποσοστό του πληθυσμού (ειδικά των ηλικιωμένων) που δηλώνουν αδυναμία ικανοποίησης των ιατρικών και φαρμακευτικών αναγκών λόγω οικονομικών προβλημάτων. Για παράδειγμα 1 στα 6 άτομα χαμηλού εισοδήματος το 2013 δήλωναν αδυναμία ικανοποίησης των ιατρικών τους αναγκών λόγω οικονομικών προβλημάτων. Από την έρευνα υγείας για το 2014 της ΕΛΣΤΑΤ (2015) προκύπτει ότι χρειάστηκε και δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να λάβει: α) ιατρική φροντίδα ή θεραπεία το 13,9% του πληθυσμού ηλικίας 15+, β) οδοντιατρική φροντίδα ή θεραπεία το 15,4% του πληθυσμού 15+, γ) υπηρεσίες φροντίδας ψυχικής υγείας το 4,3% του πληθυσμού 15+ και δ) τα φάρμακα που του είχε συστήσει ο γιατρός το 11,2% του πληθυσμού 15+». Φαίνεται επομένως ότι η πολυδιαφημισμένη ελεύθερη πρόσβαση των 2 περίπου εκ. ανασφάλιστων στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια περίθαλψη, όπως ξεκίνησε να ισχύει από το 2014 δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
Οι ερευνητές του κεντρικού πιστωτικού ιδρύματος υπογραμμίζουν τις αρνητικές συνέπειες που έχει η επιδείνωση της υγείας του πληθυσμού όχι μόνο στο μέλλον, όταν το σύστημα υγείας θα πρέπει να πληρώνει για την απουσία προληπτικής ιατρικής, αλλά και τώρα, στην παραγωγικότητα της εργασίας. «Η ανοδική τάση στη χρόνια νοσηρότητα του πληθυσμού δύναται να επιδράσει αυξητικά στις μελλοντικές δαπάνες υγείας και να επιβαρύνει τα ασφαλιστικά ταμεία ενώ ενδέχεται να οδηγήσει σε υποχώρηση της παραγωγικότητας της εργασίας»!
Η υποβάθμιση της δημόσιας υγείας θα συνεχιστεί το επόμενο διάστημα και θα λάβει μάλιστα πιο αποκρουστικές μορφές κι αυτό θα συμβεί όχι μόνο λόγω των γενικών πολιτικών λιτότητας, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τον «κόφτη» δημοσίων δαπανών. Η υποβάθμιση της δημόσιας υγείας «φωτογραφίζεται» πεντακάθαρα και στις προβλέψεις του Μνημονίου Τσίπρα που υπογράφτηκε τον Αύγουστο του 2015. Τα μέτρα εξοικονόμησης που περιγράφονται, μέσω για παράδειγμα της διαχείρισης των τιμών των φαρμακευτικών προϊόντων ή της βελτίωσης της διαχείρισης των νοσοκομείων ή της συγκεντρωτικής διαχείρισης της ζήτησης φαρμακευτικών προϊόντων, ξέρουμε – από εμπειρία πλέον – ότι όσο κι αν φαίνονται ουδέτερα για τον ασθενή, θα θίξουν ευθέως το επίπεδο της παρεχόμενης υγείας στους πολίτες.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Επίκαιρα στις 2 Αυγούστου 2016.
Στις 31 Ιουλίου 2016 οι Γιατροί του Κόσμου άνοιξαν κι επίσημα τις πόρτες μιας ακόμη δομής παροχής υγείας στον Πειραιά εστιασμένης σχεδόν αποκλειστικά στις μητέρες και τα παιδιά. Στην ευρύτερη περιοχή του Πειραιά και συγκεκριμένα στο Πέραμα ήδη οι Γιατροί του Κόσμου λειτουργούν ένα πολυιατρείο που αποδείχτηκε σωτήριο τα χρόνια της κρίσης. «Στόχος της καινούργιας μας προσπάθειας είναι να παράσχουμε ελεύθερη πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη για τις γυναίκες και τα βρέφη. Αυτό το δικαίωμα, όσο κι αν φαίνεται προφανές, δυστυχώς δεν είναι. Η κρίση έχει δημιουργήσει ανυπέρβλητα εμπόδια στην παροχή των υπηρεσιών υγείας που χρειάζονται οι μητέρες και στην απρόσκοπτη ανάπτυξη των παιδιών. Αυτά τα προβλήματα ερχόμαστε να αντιμετωπίσουμε», μας δήλωσε ο Νικήτας Κανάκης πρόεδρος των Γιατρών του Κόσμου.
Τα τεράστια κενά που έχει δημιουργήσει η οικονομική κρίση στη μητρική και βρεφική υγεία 6 χρόνια μετά την βύθιση της Ελλάδας στη δίνη των μνημονίων τα αποκαλύπτουν τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, που δείχνουν αύξηση του αριθμού των ελλιποβαρών νεογνών. Συγκεκριμένα μεταξύ 2008 και 2011 αυξήθηκαν κατά 16%, δημιουργώντας σοβαρούς κινδύνους για την κανονική σωματική τους ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια. Το πρόβλημα επομένως δεν είναι μόνο ότι μειώθηκαν οι γεννήσεις, όπως δείχνει το γεγονός ότι το 2014 καταγράφηκαν στην Ελλάδα 79.975 γεννήσεις από Ελληνίδες και 12.173 από αλλοδαπές, όταν το 2013 είχαν καταγραφεί 80.940 και 13.194, αντίστοιχα. Ούτε ότι αυξήθηκαν οι γεννήσεις εκτός γάμου από 6.337 το 2013 σε 7.165 το 2014, με το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον να βοά ότι δεν είμαστε μάρτυρες μιας ελευθεριακής στροφής μεταξύ των νέων ζευγαριών που απορρίπτει το γάμο ως μορφή κοινωνικής καταπίεσης, αλλά πρόκειται για επιλογή ανάγκης από τη στιγμή που ο γάμος συνεπάγεται κι ένα σοβαρό οικονομικό κόστος. Μπορούμε επομένως να υποστηρίξουμε ότι το περιβάλλον ανατροφής των νέων παιδιών γίνεται πιο ασταθές και ρευστό σε σχέση με μόλις λίγα χρόνια πριν. Το πρόβλημα επιπλέον, μαζί με όλα τα άλλα, είναι ότι και τα παιδιά που γεννιούνται επειδή είναι ελλιποβαρή έχουν αυξημένες πιθανότητες να εμφανίσουν χρόνια νοσήματα, όπως καρδιαγγειακά νοσήματα, διαβήτη τύπου Β, οστεοπόρωση, ακόμη και διάφορες μορφές καρκίνου κ.α.
Αύξηση παιδικής θνησιμότητας
Επιπλέον, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιεύει η ΕΛΣΤΑΤ, και τα οποία επικαλείται η Τράπεζα της Ελλάδας σε μια ειδική μελέτη για τις επιπτώσεις της κρίσης στη δημόσια υγεία που περιλαμβάνεται στην έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική που δόθηκε στη δημοσιότητα στις 15 Ιουνίου 2016 (εδώ το πλήρες κείμενο) ανακόπηκε η μακροχρόνια τάση μείωσης της παιδικής θνησιμότητας (θάνατοι βρεφών έως 1 έτους ανά 1.000 γεννήσεις ζώντων). Πιο συγκεκριμένα, η παιδική θνησιμότητα αυξήθηκε από 2,65 το 2008 σε 3,75 το 2014. Η εξέλιξη αυτή, σύμφωνα με την κεντρική τράπεζα, οφείλεται τόσο στην αύξηση των θανάτων βρεφών όσο και στην υποχώρηση των γεννήσεων.
Ωστόσο, η κρίση της υγείας δε θίγει μόνο τα νεογνά και τις μητέρες. Όλες οι πληθυσμιακές ομάδες πλήρωσαν κι εξακολουθούν να πληρώνουν βαρύ τίμημα από την κάθετη πτώση των δαπανών στην υγεία. Ενδεικτικά να αναφερθεί πως μόνο η κρατική ενίσχυση των δημοσίων νοσοκομείων για το 2016 είναι 1,16 δισ. ευρώ μειωμένη κατά 60% από τα επίπεδα του 2009, όπως τόνισε πρόσφατα η Ομοσπονδία Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδας (ΟΕΝΓΕ). Στην ίδια επίσης ανακοίνωση τονίζεται ότι ο ΕΟΠΥΥ αρνείται να καταβάλλει στα νοσοκομεία 600 – 700 εκ. ευρώ, οξύνοντας τα χρηματοδοτικά τους προβλήματα.
Αποτέλεσμα των περικοπών των δαπανών υγείας είναι η υποβάθμιση της κατάστασης της υγείας του πληθυσμού. «Αν και απαιτούνται αρκετά χρόνια ώστε να αποκαλυφθούν οι πλήρεις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην υγεία του πληθυσμού, στην Ελλάδα αρκετοί δείκτες έχουν αρχίσει να επιδεινώνονται», αναφέρει η έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας. Και συνεχίζει: «Πρόσφατες μελέτες υποστηρίζουν ότι τα πρώτα χρόνια της οικονομικής κρίσης μειώθηκε το ποσοστό του πληθυσμού που δηλώνει “καλή” ή “πολύ καλή” αυτοαξιολογούμενη υγεία από 71% το 2006 σε 68,8% το 2011… Ωστόσο στην ίδια έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ καταγράφεται σημαντική αύξηση (κατά 24,2%) στον πληθυσμό ηλικίας 15 ετών και άνω που δηλώνει ότι πάσχει από κάποιο χρόνιο πρόβλημα υγείας ή χρόνια πάθηση (τα περιστατικά χρόνιας νοσηρότητας αυξήθηκαν από 39,7% το 2009 σε 49,3% το 2014)».
Επιδείνωση ψυχικής υγείας
Η επιδείνωση των κοινωνικών συνθηκών, με την αύξηση της ανεργίας, της φτώχειας και του ανταγωνισμού, επιδρά αρνητικά και στην ψυχική υγεία του πληθυσμού. «Δραματική αύξηση παρουσιάζει το ποσοστό του πληθυσμού με συμπτώματα μείζονος κατάθλιψης κατά την περίοδο της κρίσης. Το εύρημα επιβεβαιώνεται από επιδημιολογικές έρευνες, σύμφωνα με τις οποίες καταγράφεται ραγδαία αύξηση της μείζονος κατάθλιψης από 3,3% το 2008 σε 6,8% το 2009, 8,2% το 2011 και 12,3% το 2013. Όπως αποτυπώνεται στα στοιχεία της έρευνας υγείας της ΕΛΣΤΑΤ, το 2014 το 4,7% του πληθυσμού ηλικίας 15 ετών και άνω δήλωσε ότι έχει κατάθλιψη έναντι 2,6% το 2009».
Στην έρευνα της Τράπεζα της Ελλάδας φαίνεται πεντακάθαρα ότι οι μειώσεις των δαπανών στην υγεία (κατά 6,8 δισ. ευρώ ή 43,6% το 2014 σε σχέση με το 2010) στη φαρμακευτική περίθαλψη (που περιορίστηκε κατά 54,2% και διαμορφώθηκε σε 2,6 δισ. ευρώ για το 2014) και στις υπηρεσίες περίθαλψης (νοσοκομεία, γιατρούς και αποκατάσταση, που περιορίστηκε κατά 40,9% σε 5,2 δισ. ευρώ για την εν λόγω περίοδο) δεν ήταν μια μάχη κατά της διαφθοράς και των κυκλωμάτων, όπως την πλασάρουν οι κυβερνήσεις προσπαθώντας μνα βρουν συμμάχους. Ήταν μια μάχη κατά των φτωχών! Προς επίρρωση η εξής αναφορά: «Όπως προκύπτει από την έρευνα υγείας της ΕΛΣΤΑΤ (2015) για το 2014 χρειάστηκε να λάβει ιατρονοσηλευτική φροντίδα και καθυστέρησε να τη λάβει ή δεν την έλαβε καθόλου α) το 13,1% του πληθυσμού (15+) λόγω μεγάλης λίστας αναμονής β) το 6,1% του πληθυσμού λόγω μεγάλης απόστασης ή προβλημάτων στην μεταφορά και γ) το 9,4% του πληθυσμού λόγω έλλειψης ειδικοτήτων ιατρών και επαγγελματιών υγείας».
Σε άλλο σημείο της μελέτης οι ερευνητές της Τράπεζας Ελλάδας αναφέρουν ότι «έχει αυξηθεί το ποσοστό του πληθυσμού (ειδικά των ηλικιωμένων) που δηλώνουν αδυναμία ικανοποίησης των ιατρικών και φαρμακευτικών αναγκών λόγω οικονομικών προβλημάτων. Για παράδειγμα 1 στα 6 άτομα χαμηλού εισοδήματος το 2013 δήλωναν αδυναμία ικανοποίησης των ιατρικών τους αναγκών λόγω οικονομικών προβλημάτων. Από την έρευνα υγείας για το 2014 της ΕΛΣΤΑΤ (2015) προκύπτει ότι χρειάστηκε και δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να λάβει: α) ιατρική φροντίδα ή θεραπεία το 13,9% του πληθυσμού ηλικίας 15+, β) οδοντιατρική φροντίδα ή θεραπεία το 15,4% του πληθυσμού 15+, γ) υπηρεσίες φροντίδας ψυχικής υγείας το 4,3% του πληθυσμού 15+ και δ) τα φάρμακα που του είχε συστήσει ο γιατρός το 11,2% του πληθυσμού 15+». Φαίνεται επομένως ότι η πολυδιαφημισμένη ελεύθερη πρόσβαση των 2 περίπου εκ. ανασφάλιστων στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια περίθαλψη, όπως ξεκίνησε να ισχύει από το 2014 δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
Οι ερευνητές του κεντρικού πιστωτικού ιδρύματος υπογραμμίζουν τις αρνητικές συνέπειες που έχει η επιδείνωση της υγείας του πληθυσμού όχι μόνο στο μέλλον, όταν το σύστημα υγείας θα πρέπει να πληρώνει για την απουσία προληπτικής ιατρικής, αλλά και τώρα, στην παραγωγικότητα της εργασίας. «Η ανοδική τάση στη χρόνια νοσηρότητα του πληθυσμού δύναται να επιδράσει αυξητικά στις μελλοντικές δαπάνες υγείας και να επιβαρύνει τα ασφαλιστικά ταμεία ενώ ενδέχεται να οδηγήσει σε υποχώρηση της παραγωγικότητας της εργασίας»!
Η υποβάθμιση της δημόσιας υγείας θα συνεχιστεί το επόμενο διάστημα και θα λάβει μάλιστα πιο αποκρουστικές μορφές κι αυτό θα συμβεί όχι μόνο λόγω των γενικών πολιτικών λιτότητας, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τον «κόφτη» δημοσίων δαπανών. Η υποβάθμιση της δημόσιας υγείας «φωτογραφίζεται» πεντακάθαρα και στις προβλέψεις του Μνημονίου Τσίπρα που υπογράφτηκε τον Αύγουστο του 2015. Τα μέτρα εξοικονόμησης που περιγράφονται, μέσω για παράδειγμα της διαχείρισης των τιμών των φαρμακευτικών προϊόντων ή της βελτίωσης της διαχείρισης των νοσοκομείων ή της συγκεντρωτικής διαχείρισης της ζήτησης φαρμακευτικών προϊόντων, ξέρουμε – από εμπειρία πλέον – ότι όσο κι αν φαίνονται ουδέτερα για τον ασθενή, θα θίξουν ευθέως το επίπεδο της παρεχόμενης υγείας στους πολίτες.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Επίκαιρα στις 2 Αυγούστου 2016.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου