Δημοσίευμα από τον νέο κόσμο neoskosmos.com της ομογένειας της Αυστραλίας. Γράφει ο ΣΩΤΗΡΗΣ ΧΑΤΖΗΜΑΝΩΛΗΣ
Τις τελευταίες εβδομάδες έχω δεχθεί μεγάλη πίεση. Ως πολίτης, ως μέλος της ομογένειας και ως εργαζόμενος σε μέσο ενημέρωσης.
Ως πολίτης, γιατί, όπως όλοι μας, ζω και εγώ με την οικογένειά μου με τον φόβο του κορονοϊού και την αβεβαιότητα όχι μόνο του σήμερα αλλά και του αύριο.
Ως ομογενής, γιατί θρηνώ και εγώ για τις δεκάδες ηλικιωμένων μας που έπεσαν θύματα της πανδημίας και βρήκαν φρικτό θάνατο ολομόναχοι χωρίς να έχουν ούτε ένα δικό τους, αγαπημένο πρόσωπο κοντά τους.
Και ως εργαζόμενος στον «Νέο Κόσμο» -έχοντας μάλιστα και την ευθύνη έκδοσης της εφημερίδας- δέχομαι πιέσεις από όλους που -απόλυτα δικαιολογημένα- διακατέχονται από οργή και θέλουν κάπου να ξεσπάσουν.
Είναι οι συγγενείς αυτών που έχασαν αγαπημένα τους πρόσωπα ή αυτών που νοσούν.
Είναι οι επιχειρηματίες που έκλεισαν τις επιχειρήσεις τους και απειλούνται με οικονομικό αφανισμό.
Είναι οι εργαζόμενοι που ξαφνικά βρέθηκαν άνεργοι.
Είναι οι νεοφερμένοι μας που βρέθηκαν χωρίς εργασία και χωρίς εισόδημα και αντιμετωπίζουν το φάσμα της πείνας.
Είναι τα παιδιά που δεν μπορούν να δουν τους ηλικιωμένους γονείς τους.
Είναι οι γιαγιάδες και οι παππούδες που δεν μπορούν να δουν τα εγγόνια τους.
Είμαστε όλοι μας, που βρισκόμαστε κλειδωμένοι στα σπίτια μας, που βλέπουμε το εισόδημά μας να εξανεμίζεται, που βρισκόμαστε στο στάδιο της απελπισίας και της κατάθλιψης και έχουμε κάθε λόγο και να ανησυχούμε και να είμαστε οργισμένοι.
Όταν αρχίσαμε να γράφουμε για την πανδημία στον «Νέο Κόσμο» και τα θύματά της υπήρχαν κάποιοι που το αμφισβητούσαν.
«Ξέρετε εσείς κανέναν νεκρό;» μας ρωτούσαν αναγνώστες στο Facebook.
Μετά μας ζητούσαν ονόματα.
Πόσο θα ήθελα να είχαν δίκιο…
Δυστυχώς, τις τελευταίες μέρες είχαμε πολλούς νεκρούς και στην παροικία μας. Δώσαμε και ονόματα, δημοσιεύσαμε και φωτογραφίες, είχαμε και συγκλονιστικές καταθέσεις των παιδιών τους.
Πάλι δεν πείστηκαν.
«Γέροι είναι θα πέθαιναν» μας έγραφαν και μας ρωτούσαν πόσοι πεθαίνουν από γρίπη ή άλλες ασθένειες. Τα γράφουμε και αυτά. Απλώς δεν τα διαβάζουν γιατί επιμένουν ότι δεν υπάρχει πανδημία και είναι «εφεύρεση» κάποιων για να μας ελέγχουν.
Το θέμα μας, όμως, δεν είναι αυτοί που δεν πιστεύουν. Οι οποίοι, ακόμα και αν δεν πιστεύουν στις διάφορες συνωμοσίες, όφειλαν να πειθαρχήσουν για μερικές εβδομάδες, να ακολουθήσουν τις οδηγίες μήπως και συγκρατηθεί ο ιός που μας απειλεί όλους. Και την υγεία και την οικονομία μας.
Όμως για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα η Βικτώρια δεν φταίνε αυτοί ή, πιο σίγουρα, δεν φταίνε μόνο αυτοί που δεν τηρούν τα μέτρα.
Φταίνε, κυρίως, οι Αρχές.
Προσωπικά πιστεύω ότι, όντως, ζούμε πρωτόγνωρες καταστάσεις και ότι η στρατηγική αντιμετώπισης της πανδημίας εκ των πραγμάτων σχεδιάζεται στο πόδι.
Αναπόφευκτα, λοιπόν, θα γίνονταν και λάθη. Και έγιναν πολλά από πλευράς πολιτειακής κυβέρνησης.
Η κοινή γνώμη, που σε ένα μεγάλο βαθμό, διακατέχεται από θυμό και οργή, έχω την αίσθηση ότι «θα έβαζε πλάτη» και θα έδειχνε κατανόηση. Ακόμα και στα λάθη της κυβέρνησης.
Εξοργίζεται, όμως, ακόμα περισσότερο όταν διαπιστώνει ότι η κυβέρνηση Andrews, ουσιαστικά, αρνείται τον έλεγχο ή να δώσει πειστικές απαντήσεις για το πώς φτάσαμε σ’ αυτή την τραγική κατάσταση.
Όταν άλλοι έχασαν τους δικούς τους, άλλοι τις δουλειές τους και τις επιχειρήσεις τους και όταν ξαφνικά έχει επιβληθεί ένα αστυνομικό κράτος που λίγο διαφέρει από δικτατορία, έστω «για το καλό μας», οφείλει η κυβέρνηση να λειτουργεί με συνθήκες διαφάνειας να εξηγεί το κάθε τι στον λαό για να στηρίζει αυτός τις επιλογές της.
Στο σημείο αυτό διακρίνουμε μια προσπάθεια (από διαφορετικές αφετηρίες) να γίνει η ομογενής υπουργός Υγείας, Τζένη Μικάκου το εξιλαστήριο θύμα.
Ομολογεί και η ίδια η κ. Μικάκου, ότι μπροστά σ’ αυτή την πρωτόγνωρη κατάσταση που γίνονται όλα τόσο βιαστικά και γρήγορα έγιναν και λάθη. Πιθανότατα και από την ίδια.
Σε καμιά περίπτωση, όμως, η κ. Μικάκου δεν πρέπει να χρεωθεί τα λάθη της πολιτειακής κυβέρνησης.
Θεωρώ δε τελείως ανεύθυνη τη στάση της αντιπολίτευσης, σ’ αυτή την δύσκολη στιγμή, να ζητά την παραίτησή της.
Η αντιπολίτευση έχει χρέος να ελέγχει την κυβέρνηση. Ακόμα και να επιμείνει να συνεδριάζει η Βουλή, έστω εξ αποστάσεως για να γίνεται σωστά ο κοινοβουλευτικός έλεγχος.
Ας μην προσπαθεί, όμως, τώρα να «εκμεταλλευθεί» πολιτικά την κατάσταση για να έχει πολιτικά κέρδη. Αυτά θα μπορέσει να τα έχει αργότερα.
Τώρα, μέσα και από τον έλεγχό της και τις εποικοδομητικές της προτάσεις, θα πρέπει να συμβάλει στην αντιμετώπιση του ιού και στην επιστροφή μας στην όποια κανονικότητα για να ξαναλειτουργήσουν οι επιχειρήσεις και να σταματήσει ο κατήφορος της οικονομίας. Για να ξαναβρούμε τις ζωές μας.
Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση, σε γενικές γραμμές, έκανε σωστούς χειρισμούς, αλλά δεν απέφυγε και τα λάθη.
Κατ’ αρχάς, άργησε να κλείσει τα σύνορα. «Φώναζε» η Βάσω Αποστολοπούλου να κλείσουν τα σύνορα με την Κίνα. Αργά εισακούστηκε.
Ακόμα περισσότερο άργησε η κυβέρνηση να κλείσει τα σύνορα με τις ΗΠΑ (προφανώς, για να μην δυσαρεστήσει τον Τραμπ) από όπου μας ήρθαν τα περισσότερα κρούσματα.
Και φέρει την ευθύνη για το φιάσκο με το κρουαζερόπλoιο «Ruby Princess» που αποβίβασε εκατοντάδες επιβάτες-φορείς του ιού στο Σίδνεϊ.
Βεβαίως, ανακοίνωσε σειρά μέτρων που ανακούφισαν πολλές επιχειρήσεις και εργαζόμενους και αυτό φαίνεται ότι εκτιμήθηκε όπως προκύπτει και από την υψηλή δημοτικότητα του πρωθυπουργού Scott Morrison.
Όμως η κυβέρνηση Scott Morrison φέρει βαθύτατες ευθύνες για την κατάσταση στα γηροκομεία.
Η ελληνική παροικία θρηνεί 30 και πλέον νεκρούς στην «Βασιλειάδα». Πολλοί ξεσπούν σε βάρος της διοίκησής της για ό,τι έγινε εκεί.
Όλα δείχνουν, όμως, ότι η διοίκηση πληρώνει ένα βαρύ κόστος που δεν της αναλογεί εξ ολοκλήρου.
Τη μεγάλη ευθύνη την έχουν τόσο η ομοσπονδιακή κυβέρνηση όσο και η πολιτειακή κυβέρνηση, όπως εξηγούμε με σειρά άρθρων μας. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση γιατί δεν έλεγχε αποτελεσματικά τους οίκους ευγηρίας και γιατί καθυστέρησε να παρέμβει στην «Βασιλειάδα» με αποτέλεσμα να έχουμε ολέθριες συνέπειες. Και η πολιτειακή κυβέρνηση γιατί -και αυτή με τη σειρά της- καθυστέρησε να ενημερώσει τις ομοσπονδιακές Αρχές, όπως όφειλε.
Τέλος, ο κορονοϊός έχει τεράστιες επιπτώσεις στα μέσα ενημέρωσης γενικότερα, στα έντυπα πιο πολύ, αλλά και στον «Νέο Κόσμο» ειδικότερα.
Αφού έκλεισαν χιλιάδες επιχειρήσεις (έστω και προσωρινά οι περισσότερες), τα διαφημιστικά έσοδα κατέρρευσαν και τα μεγάλα εκδοτικά συγκροτήματα της Αυστραλίας (News Corp του Murdoch και Nine Newspapers (πρώην Fairfax) έκλεισαν περίπου 200 εφημερίδες (επαρχιακές και συνοικιακές).
Ακόμα και η ομογενειακή εφημερίδα «Τα Νέα» ανέστειλε -για δεύτερη φορά μέσα σε λίγους μήνες- την έκδοσή της, για την «ασφάλεια του προσωπικού της».
Ο «Νέος Κόσμος» συνεχίζει μάχιμος και πάντα στον παλμό των γεγονότων και στο πλευρό της παροικίας.
Όμως και η εφημερίδα μας έχει κτυπηθεί άγρια από τον κορονοϊό – και ας γράφουν κάποιοι στο Facebook ότι γράφουμε για την πανδημία γιατί «είναι πολλά τα λεφτά».
Ζητάμε, λοιπόν, από τους αναγνώστες μας και τον επιχειρηματικό κόσμο να μας στηρίξουν.
Αγοράζοντας την εφημερίδα ή με μία συνδρομή. Μπορείτε να εγγραφείτε συνδρομητές στην έντυπη ή στην ψηφιακή έκδοσή μας.
Και στον επιχειρηματικό κόσμο, επίσης όπου είναι δυνατόν, να μας στηρίξει με διαφημίσεις.
Και εμείς θα είμαστε πάντα εδώ: Η δυνατή φωνή του Ελληνισμού της Αυστραλίας.
Τις τελευταίες εβδομάδες έχω δεχθεί μεγάλη πίεση. Ως πολίτης, ως μέλος της ομογένειας και ως εργαζόμενος σε μέσο ενημέρωσης.
Ως πολίτης, γιατί, όπως όλοι μας, ζω και εγώ με την οικογένειά μου με τον φόβο του κορονοϊού και την αβεβαιότητα όχι μόνο του σήμερα αλλά και του αύριο.
Ως ομογενής, γιατί θρηνώ και εγώ για τις δεκάδες ηλικιωμένων μας που έπεσαν θύματα της πανδημίας και βρήκαν φρικτό θάνατο ολομόναχοι χωρίς να έχουν ούτε ένα δικό τους, αγαπημένο πρόσωπο κοντά τους.
Και ως εργαζόμενος στον «Νέο Κόσμο» -έχοντας μάλιστα και την ευθύνη έκδοσης της εφημερίδας- δέχομαι πιέσεις από όλους που -απόλυτα δικαιολογημένα- διακατέχονται από οργή και θέλουν κάπου να ξεσπάσουν.
Είναι οι συγγενείς αυτών που έχασαν αγαπημένα τους πρόσωπα ή αυτών που νοσούν.
Είναι οι επιχειρηματίες που έκλεισαν τις επιχειρήσεις τους και απειλούνται με οικονομικό αφανισμό.
Είναι οι εργαζόμενοι που ξαφνικά βρέθηκαν άνεργοι.
Είναι οι νεοφερμένοι μας που βρέθηκαν χωρίς εργασία και χωρίς εισόδημα και αντιμετωπίζουν το φάσμα της πείνας.
Είναι τα παιδιά που δεν μπορούν να δουν τους ηλικιωμένους γονείς τους.
Είναι οι γιαγιάδες και οι παππούδες που δεν μπορούν να δουν τα εγγόνια τους.
Είμαστε όλοι μας, που βρισκόμαστε κλειδωμένοι στα σπίτια μας, που βλέπουμε το εισόδημά μας να εξανεμίζεται, που βρισκόμαστε στο στάδιο της απελπισίας και της κατάθλιψης και έχουμε κάθε λόγο και να ανησυχούμε και να είμαστε οργισμένοι.
Όταν αρχίσαμε να γράφουμε για την πανδημία στον «Νέο Κόσμο» και τα θύματά της υπήρχαν κάποιοι που το αμφισβητούσαν.
«Ξέρετε εσείς κανέναν νεκρό;» μας ρωτούσαν αναγνώστες στο Facebook.
Μετά μας ζητούσαν ονόματα.
Πόσο θα ήθελα να είχαν δίκιο…
Δυστυχώς, τις τελευταίες μέρες είχαμε πολλούς νεκρούς και στην παροικία μας. Δώσαμε και ονόματα, δημοσιεύσαμε και φωτογραφίες, είχαμε και συγκλονιστικές καταθέσεις των παιδιών τους.
Πάλι δεν πείστηκαν.
«Γέροι είναι θα πέθαιναν» μας έγραφαν και μας ρωτούσαν πόσοι πεθαίνουν από γρίπη ή άλλες ασθένειες. Τα γράφουμε και αυτά. Απλώς δεν τα διαβάζουν γιατί επιμένουν ότι δεν υπάρχει πανδημία και είναι «εφεύρεση» κάποιων για να μας ελέγχουν.
Το θέμα μας, όμως, δεν είναι αυτοί που δεν πιστεύουν. Οι οποίοι, ακόμα και αν δεν πιστεύουν στις διάφορες συνωμοσίες, όφειλαν να πειθαρχήσουν για μερικές εβδομάδες, να ακολουθήσουν τις οδηγίες μήπως και συγκρατηθεί ο ιός που μας απειλεί όλους. Και την υγεία και την οικονομία μας.
Όμως για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα η Βικτώρια δεν φταίνε αυτοί ή, πιο σίγουρα, δεν φταίνε μόνο αυτοί που δεν τηρούν τα μέτρα.
Φταίνε, κυρίως, οι Αρχές.
Προσωπικά πιστεύω ότι, όντως, ζούμε πρωτόγνωρες καταστάσεις και ότι η στρατηγική αντιμετώπισης της πανδημίας εκ των πραγμάτων σχεδιάζεται στο πόδι.
Αναπόφευκτα, λοιπόν, θα γίνονταν και λάθη. Και έγιναν πολλά από πλευράς πολιτειακής κυβέρνησης.
Η κοινή γνώμη, που σε ένα μεγάλο βαθμό, διακατέχεται από θυμό και οργή, έχω την αίσθηση ότι «θα έβαζε πλάτη» και θα έδειχνε κατανόηση. Ακόμα και στα λάθη της κυβέρνησης.
Εξοργίζεται, όμως, ακόμα περισσότερο όταν διαπιστώνει ότι η κυβέρνηση Andrews, ουσιαστικά, αρνείται τον έλεγχο ή να δώσει πειστικές απαντήσεις για το πώς φτάσαμε σ’ αυτή την τραγική κατάσταση.
Όταν άλλοι έχασαν τους δικούς τους, άλλοι τις δουλειές τους και τις επιχειρήσεις τους και όταν ξαφνικά έχει επιβληθεί ένα αστυνομικό κράτος που λίγο διαφέρει από δικτατορία, έστω «για το καλό μας», οφείλει η κυβέρνηση να λειτουργεί με συνθήκες διαφάνειας να εξηγεί το κάθε τι στον λαό για να στηρίζει αυτός τις επιλογές της.
Στο σημείο αυτό διακρίνουμε μια προσπάθεια (από διαφορετικές αφετηρίες) να γίνει η ομογενής υπουργός Υγείας, Τζένη Μικάκου το εξιλαστήριο θύμα.
Ομολογεί και η ίδια η κ. Μικάκου, ότι μπροστά σ’ αυτή την πρωτόγνωρη κατάσταση που γίνονται όλα τόσο βιαστικά και γρήγορα έγιναν και λάθη. Πιθανότατα και από την ίδια.
Σε καμιά περίπτωση, όμως, η κ. Μικάκου δεν πρέπει να χρεωθεί τα λάθη της πολιτειακής κυβέρνησης.
Θεωρώ δε τελείως ανεύθυνη τη στάση της αντιπολίτευσης, σ’ αυτή την δύσκολη στιγμή, να ζητά την παραίτησή της.
Η αντιπολίτευση έχει χρέος να ελέγχει την κυβέρνηση. Ακόμα και να επιμείνει να συνεδριάζει η Βουλή, έστω εξ αποστάσεως για να γίνεται σωστά ο κοινοβουλευτικός έλεγχος.
Ας μην προσπαθεί, όμως, τώρα να «εκμεταλλευθεί» πολιτικά την κατάσταση για να έχει πολιτικά κέρδη. Αυτά θα μπορέσει να τα έχει αργότερα.
Τώρα, μέσα και από τον έλεγχό της και τις εποικοδομητικές της προτάσεις, θα πρέπει να συμβάλει στην αντιμετώπιση του ιού και στην επιστροφή μας στην όποια κανονικότητα για να ξαναλειτουργήσουν οι επιχειρήσεις και να σταματήσει ο κατήφορος της οικονομίας. Για να ξαναβρούμε τις ζωές μας.
Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση, σε γενικές γραμμές, έκανε σωστούς χειρισμούς, αλλά δεν απέφυγε και τα λάθη.
Κατ’ αρχάς, άργησε να κλείσει τα σύνορα. «Φώναζε» η Βάσω Αποστολοπούλου να κλείσουν τα σύνορα με την Κίνα. Αργά εισακούστηκε.
Ακόμα περισσότερο άργησε η κυβέρνηση να κλείσει τα σύνορα με τις ΗΠΑ (προφανώς, για να μην δυσαρεστήσει τον Τραμπ) από όπου μας ήρθαν τα περισσότερα κρούσματα.
Και φέρει την ευθύνη για το φιάσκο με το κρουαζερόπλoιο «Ruby Princess» που αποβίβασε εκατοντάδες επιβάτες-φορείς του ιού στο Σίδνεϊ.
Βεβαίως, ανακοίνωσε σειρά μέτρων που ανακούφισαν πολλές επιχειρήσεις και εργαζόμενους και αυτό φαίνεται ότι εκτιμήθηκε όπως προκύπτει και από την υψηλή δημοτικότητα του πρωθυπουργού Scott Morrison.
Όμως η κυβέρνηση Scott Morrison φέρει βαθύτατες ευθύνες για την κατάσταση στα γηροκομεία.
Η ελληνική παροικία θρηνεί 30 και πλέον νεκρούς στην «Βασιλειάδα». Πολλοί ξεσπούν σε βάρος της διοίκησής της για ό,τι έγινε εκεί.
Όλα δείχνουν, όμως, ότι η διοίκηση πληρώνει ένα βαρύ κόστος που δεν της αναλογεί εξ ολοκλήρου.
Τη μεγάλη ευθύνη την έχουν τόσο η ομοσπονδιακή κυβέρνηση όσο και η πολιτειακή κυβέρνηση, όπως εξηγούμε με σειρά άρθρων μας. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση γιατί δεν έλεγχε αποτελεσματικά τους οίκους ευγηρίας και γιατί καθυστέρησε να παρέμβει στην «Βασιλειάδα» με αποτέλεσμα να έχουμε ολέθριες συνέπειες. Και η πολιτειακή κυβέρνηση γιατί -και αυτή με τη σειρά της- καθυστέρησε να ενημερώσει τις ομοσπονδιακές Αρχές, όπως όφειλε.
Τέλος, ο κορονοϊός έχει τεράστιες επιπτώσεις στα μέσα ενημέρωσης γενικότερα, στα έντυπα πιο πολύ, αλλά και στον «Νέο Κόσμο» ειδικότερα.
Αφού έκλεισαν χιλιάδες επιχειρήσεις (έστω και προσωρινά οι περισσότερες), τα διαφημιστικά έσοδα κατέρρευσαν και τα μεγάλα εκδοτικά συγκροτήματα της Αυστραλίας (News Corp του Murdoch και Nine Newspapers (πρώην Fairfax) έκλεισαν περίπου 200 εφημερίδες (επαρχιακές και συνοικιακές).
Ακόμα και η ομογενειακή εφημερίδα «Τα Νέα» ανέστειλε -για δεύτερη φορά μέσα σε λίγους μήνες- την έκδοσή της, για την «ασφάλεια του προσωπικού της».
Ο «Νέος Κόσμος» συνεχίζει μάχιμος και πάντα στον παλμό των γεγονότων και στο πλευρό της παροικίας.
Όμως και η εφημερίδα μας έχει κτυπηθεί άγρια από τον κορονοϊό – και ας γράφουν κάποιοι στο Facebook ότι γράφουμε για την πανδημία γιατί «είναι πολλά τα λεφτά».
Ζητάμε, λοιπόν, από τους αναγνώστες μας και τον επιχειρηματικό κόσμο να μας στηρίξουν.
Αγοράζοντας την εφημερίδα ή με μία συνδρομή. Μπορείτε να εγγραφείτε συνδρομητές στην έντυπη ή στην ψηφιακή έκδοσή μας.
Και στον επιχειρηματικό κόσμο, επίσης όπου είναι δυνατόν, να μας στηρίξει με διαφημίσεις.
Και εμείς θα είμαστε πάντα εδώ: Η δυνατή φωνή του Ελληνισμού της Αυστραλίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου