Η ατεκνία μεταξύ των Ελληνίδων δεν φαίνεται να αποτελεί συνειδητή επιλογή αλλά μάλλον το αποτέλεσμα καταστάσεων και συνθηκών που επιβάλλονται από το ευρύτερο κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον
Όλο και λιγότερα παιδιά σε όλο και μεγαλύτερη ηλικία, γεννούν οι Ελληνίδες όπως αποτυπώνεται στο πόρισμα της Διακομματικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για το Δημογραφικό που συζητείται στην Ολομέλεια της Βουλής.
Η ανάλυση της γονιμότητας των γενεών δείχνει ότι η ατεκνία μεταξύ των Ελληνίδων δεν φαίνεται να αποτελεί συνειδητή επιλογή, όπως συμβαίνει σε άλλες ανεπτυγμένες χώρες, όπως π.χ. η Γερμανία ή η Ιαπωνία. Αντίθετα, είναι μάλλον το αποτέλεσμα καταστάσεων και συνθηκών που επιβάλλονται από το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον και οικονομικό περιβάλλον που δυσκολεύει την απόφαση για τεκνοποίηση.
Η πρόσφατη οικονομική κρίση επιδείνωσε έτι περαιτέρω το περιβάλλον αυτό.
Ταυτόχρονα η συνεχής αύξηση της μέσης ηλικίας στην τεκνογονία θα συμβάλλει και αυτή στην αύξηση του ποσοστού της ατεκνίας.
Στοιχεία της Eurostat για τη μέση ηλικία στην γέννηση, δείχνουν ότι ενώ στην Ελλάδα μια γυναίκα γεννούσε το 1960, κατά μέσο όρο στα 28,7 έτη της ηλικίας της, το 2015 γεννούσε στα 31,3 έτη.
Την ίδια ώρα νέες προσεγγίσεις για τη διαμόρφωση της δημογραφικής πολιτικής στα χρόνια που έρχονται απαιτούν τα νέα οικογενειακά πρότυπα. Ο αριθμός των μονογονεϊκών οικογενειών έχει αυξηθεί, κυρίως ως αποτέλεσμα της αύξησης των διαζυγίων και, δευτερευόντως, λόγω της αύξησης των εκτός γάμου γεννήσεων. Το φαινόμενο αφορά κυρίως τις γυναίκες. Ο αριθμός αυτών που μεγαλώνουν μόνες τα παιδιά τους είναι πενταπλάσιος του αριθμού των πατέρων. Οι εκτός γάμου γεννήσεις αν και παραμένουν σε ένα χαμηλό για τα ευρωπαϊκά δεδομένα επίπεδο, έχουν σχεδόν τριπλασιαστεί ως απόλυτο μέγεθος τα τελευταία 25 χρόνια. Έτσι ενώ το ποσοστό των εκτός γάμου γεννήσεων ήταν 2% το 1990, το 2017 εγγίζει το 9%.
Ταυτόχρονα το μέσο μέγεθος της οικογένειας μειώνεται, ενώ παράλληλα αυξάνεται ο αριθμός των οικογενειών χωρίς παιδιά. Σύμφωνα με τα στοιχεία της απογραφής του 2001, οι συζυγικές οικογένειες είχαν στην πλειονότητά τους δύο παιδιά. Το 2011, άνω του 65% των ζευγαριών (παντρεμένων και συμβιούντων) έχουν το πολύ ένα παιδί, το 27% έχουν δύο παιδιά και μόλις το 7% έχουν τρία ή περισσότερα παιδιά. Το 37% των παντρεμένων ζευγαριών και το 85% των ζευγαριών που συμβιώνουν, χωρίς να έχουν παντρευτεί, δεν έχουν παιδιά.
Όλο και λιγότερα παιδιά σε όλο και μεγαλύτερη ηλικία, γεννούν οι Ελληνίδες όπως αποτυπώνεται στο πόρισμα της Διακομματικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για το Δημογραφικό που συζητείται στην Ολομέλεια της Βουλής.
Η ανάλυση της γονιμότητας των γενεών δείχνει ότι η ατεκνία μεταξύ των Ελληνίδων δεν φαίνεται να αποτελεί συνειδητή επιλογή, όπως συμβαίνει σε άλλες ανεπτυγμένες χώρες, όπως π.χ. η Γερμανία ή η Ιαπωνία. Αντίθετα, είναι μάλλον το αποτέλεσμα καταστάσεων και συνθηκών που επιβάλλονται από το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον και οικονομικό περιβάλλον που δυσκολεύει την απόφαση για τεκνοποίηση.
Η πρόσφατη οικονομική κρίση επιδείνωσε έτι περαιτέρω το περιβάλλον αυτό.
Ταυτόχρονα η συνεχής αύξηση της μέσης ηλικίας στην τεκνογονία θα συμβάλλει και αυτή στην αύξηση του ποσοστού της ατεκνίας.
Στοιχεία της Eurostat για τη μέση ηλικία στην γέννηση, δείχνουν ότι ενώ στην Ελλάδα μια γυναίκα γεννούσε το 1960, κατά μέσο όρο στα 28,7 έτη της ηλικίας της, το 2015 γεννούσε στα 31,3 έτη.
Την ίδια ώρα νέες προσεγγίσεις για τη διαμόρφωση της δημογραφικής πολιτικής στα χρόνια που έρχονται απαιτούν τα νέα οικογενειακά πρότυπα. Ο αριθμός των μονογονεϊκών οικογενειών έχει αυξηθεί, κυρίως ως αποτέλεσμα της αύξησης των διαζυγίων και, δευτερευόντως, λόγω της αύξησης των εκτός γάμου γεννήσεων. Το φαινόμενο αφορά κυρίως τις γυναίκες. Ο αριθμός αυτών που μεγαλώνουν μόνες τα παιδιά τους είναι πενταπλάσιος του αριθμού των πατέρων. Οι εκτός γάμου γεννήσεις αν και παραμένουν σε ένα χαμηλό για τα ευρωπαϊκά δεδομένα επίπεδο, έχουν σχεδόν τριπλασιαστεί ως απόλυτο μέγεθος τα τελευταία 25 χρόνια. Έτσι ενώ το ποσοστό των εκτός γάμου γεννήσεων ήταν 2% το 1990, το 2017 εγγίζει το 9%.
Ταυτόχρονα το μέσο μέγεθος της οικογένειας μειώνεται, ενώ παράλληλα αυξάνεται ο αριθμός των οικογενειών χωρίς παιδιά. Σύμφωνα με τα στοιχεία της απογραφής του 2001, οι συζυγικές οικογένειες είχαν στην πλειονότητά τους δύο παιδιά. Το 2011, άνω του 65% των ζευγαριών (παντρεμένων και συμβιούντων) έχουν το πολύ ένα παιδί, το 27% έχουν δύο παιδιά και μόλις το 7% έχουν τρία ή περισσότερα παιδιά. Το 37% των παντρεμένων ζευγαριών και το 85% των ζευγαριών που συμβιώνουν, χωρίς να έχουν παντρευτεί, δεν έχουν παιδιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου