medlabnews.gr iatrikanea
Εξιτήριο από το ψυχιατρείο, όπου και νοσηλευόταν για περισσότερο από μία εβδομάδα, πήρε ο Σταμάτης Γαρδέλης, σύμφωνα με όσα αποκάλυψε σε δηλώσεις του στις τηλεοπτικές κάμερες ο Σπύρος Μπιμπίλας.
Συγκεκριμένα, ο βουλευτής της Πλεύσης Ελευθερίας και πρόεδρος του ΣΕΗ, κλήθηκε να σχολιάσει την αντίδραση της Καίτης Φίνου σε δημοσίευμα που, με αφορμή την περιπέτεια υγείας του Σταμάτη Γαρδέλη, ανέφερε ότι «η γενιά της βιντεοταινίας κατέληξε στον ψυχίατρο». Στη διάρκεια της απάντησής του, ο Σπύρος Μπιμπίλας αποκάλυψε ότι ο γνωστός ηθοποιός έχει επιστρέψει πλέον στο σπίτι του, ενώ, μάλιστα, θα συναντηθούν μέσα στις επόμενες ημέρες.
Σταμάτης Γαρδέλης: Επέστρεψε σπίτι του ο ηθοποιός
«Όλη η γενιά του ‘80 κατέληξε σε ψυχιατρείο, επειδή ένας άνθρωπος του συνέβη κάτι στη ζωή του και πέρασε μια δυσκολία; Μια χαρά είναι τώρα ο Σταμάτης. Μίλησα μαζί του πριν από δυο ώρες, είναι στο σπίτι του και θα τον δω μεθαύριο», είπε χαρακτηριστικά ο Σπύρος Μπιμπίλας.
Υπενθυμίζεται ότι, όπως είχε γίνει γνωστό μέσω της εφημερίδας «On Time», ο Σταμάτης Γαρδέλης, λόγω σοβαρών οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει, παρουσίασε αυτοκτονικές τάσεις και πήρε την απόφαση να ζητήσει βοήθεια, με αποτέλεσμα να νοσηλευτεί επί σειρά ημερών στην Α΄ Ψυχιατρική Κλινική στο «Δαφνί».
Στις αρχές της δεκαετίας ’80, όταν όλα αρχίζουν να αλλάζουν στη χώρα, ο Γιάννης Δαλιανίδης αναζητά φρέσκα ταλέντα. Η μοίρα τον φέρνει μια μέρα στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών και σε μια οντισιόν. Το βλέμμα του εστιάζει σε έναν γοητευτικό νεαρό που ξεχωρίζει ανάμεσα στους άλλους μαθητές, ιδανικό για τον ρόλο του οργισμένου νιάτου της νέας του ταινίας που θα έχει τον τίτλο «Τα τσακάλια». Ο νέος με το baby face look που λέγεται Σταμάτης Γαρδέλης δεν φαντάζεται καν ότι σε έναν χρόνο η φωτογραφία του θα είναι αφίσα καρφωμένη στον τοίχο χιλιάδων μαθητριών, που θα ερωτετούν τον κινηματογραφικό Φάνη από «Τα τσακάλια».
Σαράντα δύο χρόνια μετά το κινηματογραφικό του ντεμπούτο, ο 63χρονος πλέον άλλοτε πρωταγωνιστής έφτασε στα όριά του εξαιτίας συσσωρευμένων χρεών για ένα σπίτι στο Πόρτο Γερμενό που έφτασε τα 80.000 ευρώ. Η Εφορία έκανε την οφειλή του απαιτητή και γι’ αυτό η κατοικία του στον Νέο Κόσμο βγαίνει σε πλειστηριασμό, γεγονός που τον έκανε να χάσει τη γη κάτω από τα πόδια του και να σκεφτεί την αυτοκτονία. «Ζήτησα βοήθεια για τις αυτοκτονικές μου τάσεις, που με έφτασαν στο σημείο να φουντάρω από τον έκτο, γιατί τα χάνω όλα», δήλωσε ο ηθοποιός που έκαψε άπειρες κοριτσίστικες νεανικές καρδιές. Η βοήθεια ήρθε με τον εκούσιο εγκλεισμό του στην Α’ Ψυχιατρική Κλινική στο Δαφνί, κίνηση που δεν είχε κανένα πρόβλημα να δημοσιοποιηθεί από έναν άνθρωπο που έζησε τη δόξα στον μέγιστο βαθμό, αλλά πλήρωσε, όπως έχει πει, το ανάλογο τίμημα, που ήταν βαρύ. Στο Δαφνί νοσηλεύτηκε για πάνω από 10 ημέρες, πήρε εξιτήριο και τώρα βρίσκεται στο σπίτι του Παιδί αστικής οικογένειας, ο Σταμάτης άνοιξε για πρώτη φορά τα μάτια του την Πρωτομαγιά του 1960 και μεγάλωσε αρχικά στην Πλάκα, μια γειτονιά που αγαπάει πολύ. Μετά ήρθαν οι μετακομίσεις της οικογένειας, πρώτα στον Νέο Κόσμο και ακολούθως στη Δάφνη, μέσα στη σκοτεινή επταετία των συνταγματαρχών, ενώ ήταν σχεδόν έφηβος, στα 14, όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επέστρεψε από το Παρίσι, μαζί με τη δημοκρατία.
Η απόφασή του να σπουδάσει στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών μόλις τέλειωσε το Λύκειο τον έφερε αντιμέτωπο με την υποκριτική, αλλά και τη σκληρή κριτική. Μια μέρα ερμηνεύει έναν μονόλογο του Ζαν Κοκτό με θέμα την εξομολόγηση ενός άντρα για τη σχέση που είχε με μια γυναίκα, την οποία είχε ερωτευτεί κεραυνοβόλα σε ένα πανηγύρι. Ο Γαρδέλης, που εκείνο τον καιρό βιώνει έναν χωρισμό, λέει τον μονόλογο περνώντας τον από το προσωπικό του δράμα, βουρκώνει αληθινά, ενώ η φωνή του σπάει.
«Αφού τελείωσα», θα πει χρόνια μετά σε συνέντευξή του, «περίμενα από τον δάσκαλό μου, Δημήτρη Μυράτ, να μου πει μπράβο». Ομως, προς μεγάλη του έκπληξη, ο μεγάλος ηθοποιός τον αφήνει ενεό λέγοντας τις λέξεις «σκ@@ά» και «χάλια»! Οπως του εξήγησε, πρέπει πάντα να υπάρχει μια απόσταση από το συναίσθημα και ένα φρένο, γιατί αλλιώς ο ηθοποιός χάνει τον έλεγχο, κάτι που ο νεαρός φοιτητής δεν ξέχασε. Μετά έρχεται η περίφημη οντισιόν όπου ο Γιάννης Δαλιανίδης τον επιλέγει για τη νέα του ταινία μαζί με τον Πάνο Μιχαλόπουλο και τη Σοφία Αλιμπέρτη. Τα γυρίσματα πηγαίνουν πολύ καλά, ο απαιτητικός Δαλιανίδης «ξεζουμίζει» τον πιτσιρικά στο πλατό και κάποια στιγμή έρχεται η στιγμή της σκηνής για τον καβγά μέσα στην καφετέρια. Τα κινηματογραφικά «τσακάλια» καταφτάνουν με μηχανές εντούρο και ο Γαρδέλης, που πρέπει να βγάλει οργή και να εκδικηθεί τον βιασμό της φίλης του, προτείνει στον Δαλιανίδη να πει την περίφημη πλέον φράση «Με θυμάσαι ρε πο@@@η;».
Ο σκηνοθέτης είναι επιφυλακτικός, αλλά τελικά δίνει το OK για μια ατάκα που έμελλε να γίνει ακόμη και T-shirt, ενώ όταν η ταινία προβάλλεται γίνεται χαμός και οι νέοι συρρέουν να τη δουν. Ο Δαλιανίδης έχει ξεφύγει από τα συνήθη στερεότυπα και προσπαθεί να αποτυπώσει αρκετά ρεαλιστικά αλλά και απλοϊκά, τα άγρια νιάτα στις αρχές των 80s.
Στην Ελλάδα τότε υπάρχουν μόνο δύο κρατικά κανάλια και τα 270.000 εισιτήρια που κόβει η ταινία είναι απίστευτο νούμερο, ακόμα και για εκείνη την εποχή, αποτυπώνοντας για πρώτη φορά μια γενιά που ψαχνόταν και ήταν μπερδεμένη, όντας μπροστά σε νέες προκλήσεις. Ο 21χρονος Σταμάτης έρχεται έτσι ξαφνικά αντιμέτωπος με μια απίστευτη δημοσιότητα, περιοδικά και εφημερίδες του ζητάνε συνεντεύξεις, ενώ όταν βγαίνει σε κάποια ντισκοτέκ, τα νεαρά κορίτσια πέφτουν πάνω του ζητώντας από αυτόγραφα μέχρι μια νύχτα. Εχει γίνει είδωλο και μάλιστα με την πρώτη του ταινία.
Πλέον μένει μόνος του και οι προτάσεις για ταινίες πέφτουν σαν βροχή. Το 1982 θα πρωταγωνιστήσει στο «Ταξίδι στην πρωτεύουσα» και στους «Σατανάδες στα σχολεία», δύο φιλμ που υπογράφουν άλλοι σκηνοθέτες και όχι ο Δαλιανίδης. Τα σενάρια είναι πανομοιότυπα με εκείνο των «Τσακαλιών», οπότε δεν θα κάνουν καμιά τεράστια επιτυχία, η οποία όμως θα έρθει με μια νεανική κωμωδία, το «Ρόδα, τσάντα και κοπάνα» του Ομηρου Ευστρατιάδη, που ξεπερνά τα 200.000 εισιτήρια. Την ίδια χρονιά, ο Γαρδέλης υποδύεται τον πειρατή των ερτζιανών στο «Βασικά, καλησπέρα σας» μαζί με τον Στάθη Ψάλτη, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Γιάννη Δαλιανίδη. Παρτενέρ τους η Σοφία Αλιμπέρτη και η Καίτη Φίνου, με τις οποίες αμφότεροι θα συνάψουν σχέση, αν και ο Γαρδέλης δεκαετίες μετά ξεκαθάρισε ότι ήταν ασαφή τα όρια μεταξύ δουλειάς και προσωπικής ζωής. Ηταν κάτι σαν «είμαστε μαζί, αλλά δεν είναι και σίγουρο», την ίδια στιγμή που οι πειρασμοί ήταν πάρα πολλοί για τον γόη-ίνδαλμα για πολλές έφηβες.
Σε μια μεγάλη συνέντευξη που παραχώρησε ύστερα από δεκαετίες, αποκάλυψε ότι το ειδύλλιο με την Αλιμπέρτη άρχισε μετά την ταινία «Καμικάζι, αγάπη μου» και το τραγούδι «Με λένε Αλέξη, σε λένε Σοφία».
Μαζί με το ζεύγος Ψάλτης - Φίνου βγαίνουν τετράδα σε κλαμπ και μπουζούκια, αλλά η μοίρα έχει άλλα σχέδια για τον νεαρό σταρ, που σε μια βόλτα του στο Θησείο γνωρίζει μια ατίθαση όσο και εντυπωσιακή Αμερικάνα. Η τύπισσα λατρεύει τις μηχανές, ο Γαρδέλης την κάνει μια μεγάλη βόλτα στην Αθήνα, και τότε αρχίζει να γεννιέται ένας δυνατός έρωτας. Οταν επιστρέφουν στο Θησείο, εκείνη του λέει: «Τι; Αυτό ήταν; Θέλω κι άλλο...».
Η βόλτα που ξεκίνησε στην Αθήνα καταλήγει στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, αφού ο ηθοποιός παρατάει τα πάντα και την ακολουθεί στο Λος Αντζελες. Τότε, όπως είπε έπειτα από πολλά χρόνια, δεν σκεφτόταν το αύριο ούτε την καριέρα που άφηνε πίσω του, όντας ο πιο δημοφιλής νέος πρωταγωνιστής, αλλά ούτε και πώς θα τα κατάφερνε στην Αμερική. Λεφτά πολλά δεν υπήρχαν, αφού, όπως επεσήμανε σε συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στο Gazetta.gr, «όλα ήταν μια τρέλα τότε και νομίζω ότι αυτό χαρακτήριζε και την εποχή».
Μένουν μαζί και ο ζεν πρεμιέ πιάνει δουλειά σε χαμπουργκεράδικα για να τα φέρνουν βόλτα, ένας άγνωστος μέσα σε αγνώστους να βιώνει μια νέα πραγματικότητα. Περνάνε καλά μαζί για έξι μήνες, αλλά, όπως συμβαίνει συχνά σε πολύ έντονες σχέσεις, κάποια στιγμή, όταν η καλή του τον απατάει, χωρίζουν. Δεν θα μείνει για πολύ εργένης, αφού η γοητεία του συναντάει μια νεαρή Εβραία, η οποία δεν μπορεί να του αντισταθεί και έτσι ανοίγει ένα νέο ερωτικό κεφάλαιο. Η σχέση τους πάει τόσο καλά, που σκέφτεται ακόμη και τον γάμο, αλλά ο αμερικάνικος τρόπος ζωής αρχίζει να τον πιέζει, αφού οι ιλιγγιώδεις ρυθμοί ζωής δεν έχουν καμία σχέση με την Ελλάδα.
Χωρίζει και επιστρέφει εν μια νυκτί στην Αθήνα, πέφτοντας με τα μούτρα στη δουλειά με τον Γιάννη Δαλιανίδη που ετοιμάζει την κωμωδία «Ελα να γυμνωθούμε ντάρλινγκ». Σμίγει ξανά με τον Ψάλτη, τον Μιχαλόπουλο, την Αλιμπέρτη και τη Φίνου, αρχίζουν οι έξοδοι σε κλαμπ και μπουζούκια, αλλά και οι έρωτες με ημερομηνία λήξης. Γυρνάει στο σπίτι και βρίσκει πεταμένες σχολικές ποδιές, ραβασάκια και φωτογραφίες κοριτσιών που είναι τρελά ερωτευμένα μαζί του να τον περιμένουν στην είσοδο.
Κάθε νέα ταινία είναι σχεδόν καρικατούρα της προηγούμενης, με θέμα τους νέους και τις ανησυχίες τους, αλλά ο Γαρδέλης που ψάχνεται στον χώρο θα δοκιμάσει να κολυμπήσει σε πιο βαθιά νερά. Την πρώτη φορά, λίγο μετά «Τα τσακάλια», πάει στην οντισιόν που έκανε ο Μάνος Χατζιδάκις για την «Πορνογραφία» μαζί με έναν συμφοιτητή του από τη σχολή. Κάθεται πίσω-πίσω, ενώ στην αίθουσα 200 άτομα παρακολουθούν τον Φλερύ να δείχνει χορογραφίες της παράστασης και μαζί με τον φίλο του το ρίχνουν στην πλάκα.
Ο Χατζιδάκις, γνωστός για την ησυχία που ήθελε ακόμη και στις πρόβες, τους λέει να βγουν έξω, αλλά όταν επιστρέφουν ο Γαρδέλης δοκιμάζεται και παίρνει βασικό ρόλο. Η προκλητική παράσταση του Μάνου θα δεχτεί δριμεία αρνητική κριτική, το θέατρο δεν γεμίζει ποτέ εκείνο τον Οκτώβρη του 1982, ενώ η πρωταγωνίστρια Σαπφώ Νοταρά, ο Γαρδέλης, ο Τζούμας, ο Μπιμπίλας και οι λοιποί ηθοποιοί παίζουν μπροστά σε κοινό 50 ατόμων.
Η παράσταση θα κατέβει άδοξα, όμως ο νεαρός γόης όταν μαθαίνει ότι το Εθνικό κάνει οντισιόν για το «Ρωμαίος & Ιουλιέτα» του Σαίξπηρ πηγαίνει να δοκιμαστεί και δεν είναι λίγοι αυτοί που απορούν όταν τον βλέπουν. Είναι ήδη το πουλέν του Δαλιανίδη και πολύ αναγνωρίσιμος, αλλά όταν ανεβαίνει για το δοκιμαστικό του, αποδεικνύει ότι είναι πολύ καλός ηθοποιός. Ο σκηνοθέτης ενθουσιάζεται μαζί του, τον προτείνει ανεπιφύλακτα για τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Ρωμαίου, αλλά δεν θα τον πάρει επειδή έχει ήδη χαρακτηριστεί ως «εμπορικός» ηθοποιός και σταρ στις ταινίες του Γιάννη Δαλιανίδη.
Ο τελευταίος θα τον χάσει στα μέσα της δεκαετίας του ’80 όταν ο Γαρδέλης υπογράφει αποκλειστικό συμβόλαιο με τον Καραγιάννη και εισέρχεται στον χώρο της βιντεοκασέτας, γεγονός που δεν ενοχλεί καθόλου τον μεγάλο Θόδωρο Αγγελόπουλο, ο οποίος του δίνει έναν ρόλο στην ταινία «Ο μελισσοκόμος» το 1985, κάτι που ο Γαρδέλης δεν ξέχασε ποτέ. Από το 1986 μέχρι το 1989 θα πρωταγωνιστήσει σε είκοσι δύο βιντεοταινίες παίζοντας σχεδόν πάντα τον ρόλο του γοητευτικού νεαρού, σε σενάρια που μοιάζουν γραμμένα στο πόδι. Και αυτή η στροφή θα του κοστίσει αργότερα όταν η μόδα της κασέτας θα περάσει, παρασύροντας μαζί της και τις καριέρες πολλών πρωταγωνιστών που ταυτίστηκαν μαζί της.
Ο γάμος, τα παιδιά και η νέα ζωή
Λένε ότι όταν οι προβολείς της λάμψης σβήσουν, πολλοί ηθοποιοί δεν αντέχουν ή δεν μπορούν να συμβιβαστούν με τη νέα πραγματικότητα που έρχεται στη ζωή τους και προσπαθούν να επανακάμψουν.
Ο Σταμάτης Γαρδέλης, στα μέσα της δεκαετίας του ’90, συμμετείχε σε κάποια τηλεοπτικά σίριαλ, όπως στην περίφημη «Λάμψη» του Φώσκολου ή στο «Τμήμα Ηθών» θέλοντας να κάνει κι άλλα. Παρέμενε εκ πεποιθήσεως ανύπαντρος - ίσως επειδή θυμόταν και καταστάσεις σαν κι αυτή με μια παλιά σύντροφό του, η οποία έφτασε στα άκρα όταν της είπε να χωρίσουν και έκανε απόπειρα αυτοκτονίας.
Εζησε, και ο Σταμάτης της συμπαραστάθηκε, αλλά η κοπέλα το «τερμάτισε» όταν του την έστησε βράδυ και τον απείλησε με μαχαίρι, κάτι που επίσης δεν ξέχασε ποτέ. Στα 33 του χρόνια, ώριμος άνδρας πλέον, γνωρίζει τη Σίσσυ Καπλάνη, δημοσιογράφο και παραγωγό τηλεοπτικών εκπομπών όπως αυτή της Μαλβίνας Κάραλη και του Γιώργου Παπαστεφάνου. Με την πρώτη ματιά δεν φαίνεται να έχουν τίποτε το κοινό αφού προέρχονται από δύο διαφορετικούς κόσμους.
Η Σίσσυ έχει τελειώσει τη Νομική, δούλεψε στο «Βήμα», στη «Μεσημβρινή» και σε αρκετά περιοδικά, μεταφράζει παιδικά βιβλία και κάνει ραδιοφωνικές εκπομπές. Ο Σταμάτης γοητεύεται από την αύρα της, αυτή από τη δική του, και ο ηθοποιός αντιλαμβάνεται ότι αυτή είναι η γυναίκα που μπορεί να γίνει μητέρα των παιδιών του. Μεταξύ σοβαρού και αστείου τής λέει ότι θέλει να την παντρευτεί, να κάνουν δύο παιδιά και μετά να χωρίσουν, κάτι που όντως έγινε μετά από έξι χρόνια.
Θα αποκτήσουν δύο γιους, τον Νικόλα και τον Διονύση, που σήμερα είναι 27 και 29 ετών και, όπως είπε σε μια πρόσφατη τηλεοπτική του συνέντευξη, «μετά το διαζύγιο αναβαθμίσαμε τη σχέση μας γιατί μπορούμε να αγαπιόμαστε από μακριά».
Είναι καλός πατέρας και περνάει χρόνο βλέποντας τους γιους του να μεγαλώνουν, πηγαίνουν μαζί ταξίδια, ενώ το σπιτάκι που χτίζει με τα χέρια του στο Πόρτο Γερμενό γίνεται το καταφύγιό του. Αφιερώνεται σε θεατρικές παραστάσεις, χάνει, όπως έχει πει, ρόλους στο παρά πέντε επειδή υπήρχαν συμφέροντα και οικογενειακές σχέσεις, αλλά δεν μπαίνει ποτέ σε αντιπαραθέσεις.
Το 2010 λέει το ναι στο «Dancing with the Stars» εντρυφώντας σε ένα σόου που του άρεσε πολύ, όμως εκείνη τη χρονιά χάνει και τον μέντορά του Γιάννη Δαλιανίδη. Είναι αρχές Οκτώβρη όταν ο σκηνοθέτης μπαίνει μόνος του στο «Ερρίκος Ντυνάν» αντιμετωπίζοντας σοβαρό πρόβλημα υγείας και ο Γαρδέλης είναι από τους πρώτους που το μαθαίνουν. Του τηλεφωνεί κάθε μέρα και ο Δαλιανίδης τού λέει «έλα από δω», αφού δεν ήθελε να είναι μόνος του, διαβλέποντας μάλιστα το τέλος που ερχόταν.
Mε τον Τζεβελέκο
Την Παρασκευή 14 Οκτωβρίου του 2010 η κατάσταση του σκηνοθέτη επιδεινώνεται δραματικά, αφού έχει παρουσιάσει πολυοργανική ανεπάρκεια. Μαζί με τον Σωτήρη Τζεβελέκο, ο Σταμάτης Γαρδέλης πάει στο νοσοκομείο και μπαίνει στην Εντατική αγνοώντας τα «πού πάτε, κύριε;», «απαγορεύεται η είσοδος» και σπεύδει στο κρεβάτι του μέντορά του. Τον βλέπει πίσω από ένα παραβάν με σωληνάκια και, όταν του λέει «Γιάννη μου...», καταλαβαίνει από το βλέμμα του ότι εκείνος δεν μπορεί πλέον να μιλήσει, παρόλο που ο Γαρδέλης διαισθάνεται ότι κάτι θέλει να του πει. Την επομένη ο Δαλιανίδης πεθαίνει και ο Σταμάτης θρηνεί τον άνθρωπο που τον έχρισε σταρ του σινεμά, ανοίγοντάς του διάπλατα τον δρόμο για μια καριέρα στον χώρο. Τα επόμενα χρόνια περνούν με συμμετοχές σε σόου όπως το «Your Face Sounds Familiar», αλλά και σε reality όπως η «Φάρμα» και το «I’m a celebrity, get me out of here». Σε μια από τις πρόσφατες συνεντεύξεις του, ο Γρηγόρης Αρναούτογλου τον έκανε χρυσό να μιλήσει για το παρελθόν του, αλλά το πρώην «Τσακάλι» δεν του έκανε το χατίρι. Επέμεινε να λέει τα δικά του, ίσως επειδή δεν ήθελε πια να μιλάει για το παρελθόν ή επειδή ζούσε το δικό του προσωπικό δράμα με την υπόθεση του σπιτιού στο Πόρτο Γερμενό και τα χρέη χρόνων που είχαν συσσωρευτεί. Χρέη που δεν ήταν από οφειλές, αλλά, όπως είπε, «από μια αυθαίρετη δόμηση στο Πόρτο Γερμενό, την οποία περιμένω μαζί με άλλους περιοίκους να αποχαρακτηριστεί από τον δασικό χάρτη. Oμως η Πολεοδομία Ελευσίνας κωφεύει και κάθε χρόνο με τιμωρεί με τέλη διατήρησης, με αποτέλεσμα να έχουν φτάσει στο δυσβάσταχτο ποσό των 80.000 ευρώ».
Απελπισμένος, έφτασε στο σημείο να σκεφτεί την αυτοκτονία με μια βουτιά από τον 6ο όροφο, ευτυχώς όμως επικράτησε η λογική και η απόφαση να ζητήσει βοήθεια από τους ειδικούς. Πήγε μόνος του για να νοσηλευθεί στο Δαφνί, και η αποκάλυψη του θέματος που άλλοι συνάδελφοί του δεν θα ήθελαν ποτέ να γίνει γνωστό, δεν τον πείραξε καθόλου.
«Ναι, βρήκα το κουράγιο να έρθω μόνος μου διότι ήμουν σε πάρα πολύ μεγάλη πίεση και είχα φτάσει σε σημεία τα οποία δεν θέλω να αναπαράγω, να τα σκέφτομαι ξανά, αλλά με είχαν πνίξει πολύ σκοτεινές σκέψεις», είπε.
Κάποιοι που τον ξέρουν φαντάζονται ότι τη μέρα που θα βγει από την Ψυχιατρική Κλινική, μπορεί και να μπει σε μια συνηθισμένη καφετέρια να κοιτάξει τους θαμώνες, να χαμογελάσει και να πει τη θρυλική ατάκα: «Με θυμάστε ρε πο@@@@δες;
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου