medlabnews.gr iatrikanea
«Συνεχίζουν να μας κοροϊδεύουν» ήταν η πρώτη αντίδραση του Πάνου Ρούτσι στο άκουσμα της απόφασης για εκταφή του γιού του, με τον απεργό πείνας να δηλώνει, σύμφωνα με το ρεπορτάζ του MEGA, πως θα συνεχίσει τον αγώνα του.
Αυτό καθώς η προκαταρκτική έρευνα αφορά αποκλειστικά την ταυτοποίηση της σορού του γιού του που σκοτώθηκε στο δυστύχημα των Τεμπών, ενώ ο ίδιος ζητούσε να πραγματοποιηθούν και τοξικολογικές εξετάσεις.
Δεκτό το αίτημα του απεργού πείνας Πάνου Ρούτσι για εκταφή του γιου του
Μετά από 12 ημέρες απεργίας πείνας στον Άγνωστο Στρατιώτη κι ενώ έχει δημιουργηθεί ένα τεράστιο κύμα συμπαράστασης και αλληλεγγύης, η Δικαιοσύνη δίνει το «πράσινο φως» στον Πάνο Ρούτσι για την εκταφή του παιδιού του.
Η εισαγγελέας Πρωτοδικών Λάρισας, Αικατερίνη Παπασπύρου, απέστειλε παραγγελία προς το Αστυνομικό Τμήμα Λάρισας, διατάσσοντας τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης προκειμένου να γίνει η εκταφή του γιου του, Ντένις, ο οποίος σκοτώθηκε στο έγκλημα των Τεμπών.
Μένει να διευκρινιστεί εάν θα επιτραπεί στον Πάνο Ρούτσι και την οικογένειά του να πραγματοποιήσουν και τοξικολογικές εξετάσεις, κάτι που αποτελεί βασικό αίτημα του ιδίου, αλλά και των υπολοίπων συγγενών που ζήτησαν ανάλογη διαδικασία για τους νεκρούς τους, ή εάν η άδεια εκταφής θα δοθεί μόνο για την ταυτοποίηση DNA. Σημειώνεται πως δεν έχει υπάρξει, ακόμη, ενημέρωση για αντίδραση από την πλευρά του απεργού πείνας.
Παράλληλα, μετά την εκταφή, η εισαγγελέας θα εξετάσει και τα αιτήματα εκταφής των άλλων συγγενών των θυμάτων του σιδηροδρομικού δυστυχήματος των Τεμπών.
Ποιες απαντήσεις μπορεί να δώσει η εκταφή;
Πληθαίνουν τα αιτήματα εκταφής που καταθέτουν γονείς και συγγενείς ζητώντας τη διερεύνηση των αιτιών θανάτου των ανθρώπων τους που χάθηκαν στο σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών καθώς και την ταυτοποίηση των σορών τους μέσω DNA.
Το αίτημα της εκταφής έχει βρει πρόσωπο στον Πάνο Ρούτσι, ο οποίος συνεχίζει την απεργία πείνας στην πλατεία Συντάγματος λέγοντας ότι ζητάει το αυτονόητο: «Να μάθουμε τι έγινε με τα παιδιά μας».
Αιτήματα στην πρόεδρο Εφετών του Εφετείου Λάρισας έχουν καταθέσει ο Παύλος Ασλανίδης, η Μαρία Καρυστιανού και ο Χρήστος Κωνσταντινίδης. Η κ. Καρυστιανού αναφέρεται επίσης στον σκοπό του εντοπισμού «των χημικών που προκάλεσαν τη φονική πυρόσφαιρα».
Ο τεχνικός σύμβουλος οικογενειών θυμάτων του δυστυχήματος των Τεμπών, Κώστας Λακαφώσης, ανέφερε στην «Κ» πως στην πραγματικότητα δεν ξέρουμε αν θα πάρουμε μια σαφή και οριστική απάντηση από την εκταφή. Ωστόσο, «μια πλήρης ανάκριση θα πρέπει να προσπαθήσει να εξαντλήσει κάθε πιθανότητα».
Μπορούν όμως τα αιτήματα των γονιών να απαντηθούν με την εκταφή σήμερα, δυόμισι χρόνια μετά την τραγωδία; Ερωτηθείς για το θέμα, ο τεχνικός σύμβουλος οικογενειών θυμάτων του δυστυχήματος των Τεμπών, Κώστας Λακαφώσης, ανέφερε στην «Κ» πως στην πραγματικότητα δεν ξέρουμε αν θα πάρουμε μια σαφή και οριστική απάντηση από την εκταφή. «Θεωρώ όμως πως μια πλήρης ανάκριση θα πρέπει να προσπαθήσει να εξαντλήσει κάθε πιθανότητα. Πραγματικά δεν ξέρω αν είναι τεχνικά δυνατόν, αλλά να το κάνουμε και ας αποτύχει, αν όντως δεν μπορούν να βρεθούν στοιχεία μετά από δυόμισι χρόνια».
Οι απαντήσεις της εκταφής
Στην προσπάθειά μας να απαντήσουμε στο ερώτημα συνομιλήσαμε με μια σειρά ιατροδικαστών και τοξικολόγων. Χαρακτηριστικό ήταν πως σχεδόν κανείς από τους επιστήμονες που προσεγγίσαμε δεν ήθελε να τοποθετηθεί επώνυμα επί του θέματος. Σίγουρα η ταυτοποίηση, η οποία είναι μια διαδικασία που έχει ήδη γίνει από την ομάδα ιατροδικαστών πριν από την παράδοση των νεκρών στους συγγενείς τους, μπορεί να επαναληφθεί και τώρα, καθώς είναι ακόμα δυνατός ο εντοπισμός γενετικού υλικού στους ιστούς των σορών μετά την εκταφή.
Είναι ακόμα δυνατός ο εντοπισμός γενετικού υλικού στους ιστούς των σορών μετά την εκταφή.
Αυτό όμως το οποίο οι περισσότεροι επιστήμονες που μιλήσαμε προκρίνουν ως αδύνατον να απαντηθεί από τις εξετάσεις και τις αναλύσεις που μπορεί να γίνουν τη δεδομένη χρονική στιγμή είναι αν το θύμα σκοτώθηκε κατά τη σύγκρουση ή αν κάηκε ζωντανό από την πυρκαγιά που προκλήθηκε. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να φανεί μόνο με εργαστηριακές εξετάσεις που θα γίνονταν στην αρχή, με τον εντοπισμό των σορών. Αυτό που μπορεί να μελετηθεί στην παρούσα φάση, και πάλι ανάλογα με τον τρόπο ταφής και την κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει τα νεκρά σώματα, είναι οι κακώσεις, οι οποίες ωστόσο πρέπει να είχαν μελετηθεί κατά την αρχική νεκροτομή-νεκροψία στις περιπτώσεις των σορών που ήταν δυνατόν. Εμπειρος ιατροδικαστής υποστηρίζει πως σε αυτή τη φάση μπορούν να γίνουν και τοξικολογικές εξετάσεις οι οποίες δύνανται να μας δώσουν συμπληρωματικά στοιχεία για ουσίες που υπήρχαν στον οργανισμό όσο τα θύματα ήταν ζωντανά.
Mπορούν να γίνουν και τοξικολογικές εξετάσεις οι οποίες δύνανται να μας δώσουν συμπληρωματικά στοιχεία για ουσίες που υπήρχαν στον οργανισμό όσο τα θύματα ήταν ζωντανά.
«Το καλύτερο είναι να γίνονται όλες οι εξετάσεις στις δυο – τρεις ημέρες από τον θάνατο του ατόμου. Ο κανόνας είναι πως όσο μεγαλύτερο διάστημα μεσολαβήσει, τόσο πιο δύσκολο είναι να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα», σημείωσε με τη σειρά του ο ιατροδικαστής Φίλιππος Κουτσαύτης.
Ακόμα πιο περίπλοκο είναι το ερώτημα αν μπορούν να εντοπιστούν ίχνη οργανικών διαλυτών, όπως ξυλόλιο ή τολουόλιο, στους ιστούς δυόμισι χρόνια μετά την ταφή. Σύμφωνα με τους επιστήμονες στους οποίους απευθυνθήκαμε, δεν υπάρχει εκτενής βιβλιογραφία για παρόμοιες περιπτώσεις. Οι διαλύτες είναι λιπόφιλες ουσίες και μπορούν εύκολα να ανακατανεμηθούν στο δέρμα και στους υπόλοιπους ιστούς και να παραμείνουν στη σορό και κυρίως στον λιπώδη ιστό για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Σύμφωνα με τη διαθέσιμη βιβλιογραφία, αν η δειγματοληψία γινόταν απευθείας μετά τον εντοπισμό των σορών –και μάλιστα σε ειδικές συνθήκες με αεροστεγή δοχεία– είναι πιθανόν να ήταν ανιχνεύσιμες αυτές οι ουσίες εφόσον υπήρχαν, αν και μάλλον σε μικρότερες συγκεντρώσεις λόγω της φωτιάς και του υψηλού θερμικού φορτίου που είχε αναπτυχθεί.
Μετά την πάροδο του συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος κρίνεται θεωρητικά απίθανο, αλλά όχι αδύνατον, να εντοπισθούν συγκεντρώσεις διαλυτών σε υπολείμματα ιστών, οστά ή οδοντοστοιχία.
Μετά την πάροδο του συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος κρίνεται, σύμφωνα με τους επιστήμονες θεωρητικά απίθανο, αλλά όχι αδύνατον, να εντοπισθούν συγκεντρώσεις διαλυτών σε υπολείμματα ιστών, οστά ή οδοντοστοιχία. Απλώς, αν υπάρχουν, θα ανιχνευθούν σε τόσο μικρές συγκεντρώσεις που θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί ένας ιδιαίτερα ευαίσθητος εξοπλισμός προηγμένης τεχνολογίας για να μπορέσει να τις εντοπίσει. Ολα αυτά εξαρτώνται και από τον τρόπο ταφής. Στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, το να μην εντοπιστεί κάποιο ίχνος διαλύτη δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξε σε πρότερο χρονικό διάστημα.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, θα ήταν πολύ πιο χρήσιμη για όλους τους παραπάνω σκοπούς η εξέταση δειγμάτων αίματος και ιστών των νεκρών που είχαν συλλεχθεί εξαρχής, ωστόσο τα δείγματα αυτά έχουν καταστραφεί.




Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου