επιμελεια medlabnews.gr
Ο Δημήτρης δεν ήταν πλούσιος άνθρωπος. Ήταν από εκείνους που έμαθαν από μικροί να δουλεύουν σκληρά, να κρατούν τον λόγο τους και να μην ζητούν τίποτα παραπάνω από αυτό που τους αξίζει. Δούλευε σε οικοδομές από τα δεκαοκτώ του και, μετά από είκοσι χρόνια ιδρώτα, κατάφερε επιτέλους να χτίσει το δικό του σπίτι. Με τα χέρια του. Κυριολεκτικά.
Έβαλε κάθε του μεροκάματο σε εκείνη την μικρή μονοκατοικία στα προάστια. Ένα σπίτι απλό, αλλά γεμάτο ζωή, μυρωδιά από φρέσκο ψωμί και φωνές των παιδιών του στην αυλή. Πήρε κι ένα μικρό δάνειο για να το ολοκληρώσει — τίποτα υπερβολικό, ένα ποσό που πλήρωνε ευλαβικά κάθε μήνα.
Κι ύστερα ήρθε η κρίση. Μειώθηκαν τα μεροκάματα, τα έξοδα αυξήθηκαν, και για λίγους μήνες δεν τα κατάφερε. Ζήτησε ρύθμιση, υποσχέθηκε να καλύψει ό,τι χρωστούσε, αλλά δεν βρήκε καμία κατανόηση. Το δάνειο που είχε σχεδόν εξοφλήσει μεταβιβάστηκε σ’ ένα fund που δεν ήξερε ούτε ποιο είναι ούτε πού να απευθυνθεί.
Κι όταν ήρθε το χαρτί του πλειστηριασμού, ο Δημήτρης νόμιζε πως πρόκειται για λάθος. «Δεν γίνεται», έλεγε. «Χρωστάω λιγότερα απ’ όσα αξίζει η πόρτα του σπιτιού μου». Αλλά ο νόμος δεν μετράει με τη ζυγαριά της λογικής.
Το σπίτι βγήκε στο σφυρί για μια οφειλή 25.000 ευρώ — και πουλήθηκε για 180.000. Το αγόρασε η ίδια εταιρεία που του το πήρε. Την επόμενη εβδομάδα ήρθαν οι αστυνομικοί. Του έδωσαν διορία δέκα ημερών να το αδειάσει.
Το τελευταίο βράδυ κοιμήθηκε στο πάτωμα, εκεί όπου κάποτε έπαιζαν τα παιδιά του. Έγραψε ένα σημείωμα:
«Δεν έχασα το σπίτι. Το πήραν. Κι αυτό έχει διαφορά.»



Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου