Κατά τον ΟΟΣΑ, οι αδιανόητες απανωτές μειώσεις στις δαπάνες υγείας λόγω της οικονομικής κρίσης,δημιούργησαν βαθύτατες πληγές στο ελληνικό σύστημα υγείας, που δύσκολα θα επουλωθούν στο εγγύς μέλλον
Κατά τα προηγούμενα έτη, οι δαπάνες υγείας παρουσίασαν αυξητικές τάσεις σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ και της ΕΕ, γεγονός που αποδίδεται :
1. στην αύξηση του προσδόκιμου ζωής,
2. στην επικράτηση χρόνιων νοσημάτων και νέων εκφυλιστικών παθήσεων,
3. στην αύξηση των νέων υψηλής ποιότητας βιοϊατρικών τεχνολογιών.
Η Ελλάδα είναι η 5η χώρα σε ταχύτητα δημογραφικής γήρανσης παγκοσμίως και έχει τον 3ο χαμηλότερο δείκτη γεννήσεων στην ΕΕ.
Σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Αρχή, τα τελευταία χρόνια παρουσιάζεται το θλιβερό ρεκόρ περισσότερων θανάτων από γεννήσεις, δημιουργώντας μία σοβαρή τάση συρρίκνωσης του Ελληνικού πληθυσμού.
Παρόλη την τραγική αυτή διαπίστωση, δεν διαφαίνεται πολιτική προτεραιότητα στήριξης της οικογένειας και του παιδιού από την πολιτεία, καθώς όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Eurostat για το 2015, οι δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού περιορίζονται στο 0,6% του ΑΕΠ, ενώ η αντίστοιχη δαπάνη για την ΕΕ είναι 1,7%.
Στην Ελλάδα, εκτός από την πίεση που ασκεί η ταχεία δημογραφική γήρανση στην αύξηση δαπανών, παρουσιάστηκε κατά τα τελευταία χρόνια, η ανάγκη πρόσθετης ασφαλιστικής κάλυψης του ανασφάλιστου πληθυσμού λόγω της μεγάλης ανεργίας που υπερβαίνει ακόμη και σήμερα το 25% του πληθυσμού. Βάσει της ίδιας έκθεσης της Eurostat (2015), οι δαπάνες στη χώρα μας για στήριξη των ανέργων είναι μόλις 0,7% του ΑΕΠ, ενώ για την ΕΕ είναι διπλάσιο (1,4%), με μεσοσταθμικό ποσοστό ανεργίας που κυμαίνεται στο 8,2%.
Ολικές δαπάνες Γενικής Κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ ( Eurostat 2015)
ΕΕ Ελλάδα
ΕΕ Ελλάδα
Σύμφωνα με τον παραπάνω πίνακα της EUROSTAT, η πολιτική επιλογή οδήγησε στη συρρίκνωση των δαπανών υγείας και κοινωνικής προστασίας, με διατήρηση ενός διογκωμένου δημόσιου τομέα και των δαπανών άμυνας. Στη χώρα μας διαδραματίστηκε ιστορική μείωση δαπανών δημόσιας υγείας εν καιρώ ειρήνης, στο 4,5% του ΑΕΠ κάτω από το όριο ασφαλείας που είναι το 6% του ΑΕΠ.
Κατά τον ΟΟΣΑ, συνέβησαν αδιανόητες απανωτές μειώσεις στις δαπάνες υγείας λόγω της οικονομικής κρίσης, αποτελώντας ισχυρό σοκ για το Ελληνικό σύστημα υγείας, με δημιουργία βαθύτατων πληγών που δύσκολα θα επουλωθούν στο εγγύς μέλλον.
Κατά το έτος ίδρυσης του ΕΟΠΥΥ, το 2012, η αρχική πρόβλεψη του προϋπολογισμού παρουσίασε σοβαρή απόκλιση από την οδυνηρή πραγματικότητα που διέψευσε τον αρχικό σχεδιασμό, λόγω των παρακάτω παραγόντων:
1. αυξημένη φαρμακευτική δαπάνη
2. ανεπαρκής υπολογισμός των συνεπειών της ανεργίας και της οικονομικής ύφεσης στη χρηματοδότηση του Οργανισμού από τον κρατικό προϋπολογισμό και τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης. Δημιουργήθηκαν ληξιπρόθεσμες οφειλές των πολιτών προς τους ασφαλιστικούς οργανισμούς, οι οποίοι με τη σειρά τους, αδυνατούσαν να διεκπεραιώσουν τις αντίστοιχες πληρωμές προς τον ΕΟΠΥΥ, παρακρατώντας και ποσοστό των ασφαλιστικών εισφορών για να πληρώσουν τα κενά του συνταξιοδοτικού συστήματος.
Κατά τον αρχικό σχεδιασμό, ο ανεπαρκής προϋπολογισμός του ΕΟΠΥΥ και η υπέρογκη φαρμακευτική δαπάνη έπνιξαν κυριολεκτικά τις δαπάνες που προορίζονταν για την κάλυψη των αναγκών της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ).
Στη συνέχεια η ίδρυση του ΠΕΔΥ (πολυϊατρεία ΙΚΑ και κέντρα υγείας), με την αποχώρηση 2500 ιατρών από το δημόσιο σύστημα, τις εγγενείς οργανωτικές αδυναμίες και ελλείψεις, αποσυντόνισαν περαιτέρω την εύρυθμη λειτουργία της ΠΦΥ.
Η διεθνής επιστημονική οδηγία ορίζει τη στήριξη της ΠΦΥ με πόρους και ανθρώπινο δυναμικό ως απαραίτητο και βασικό συστατικό στη θεμελίωση των συστημάτων υγείας ειδικά σε περιόδους κρίσης. Υπάρχει άφθονη επιστημονική τεκμηρίωση για την μείωση της νοσηρότητας, της θνητότητας και των δαπανών υγείας σε καλά οργανωμένα συστήματα ΠΦΥ.
Η έκθεση αξιολόγησης της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας για το 2015, χαρακτηρίζει το Πρωτοβάθμιο σύστημα στη χώρα μας ως εξαιρετικά αδύναμο και κρούει τον κώδωνα του κινδύνου.
Η αδυναμία του δημόσιου συστήματος υγείας στη χώρα μας, άσκησε μεγάλη πίεση στις τσέπες των πολιτών. Σύμφωνα με την Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας, η ποσοστιαία μεταβολή της δαπάνης των νοικοκυριών κατά τα έτη 2009-2012 καταγράφηκε ως εξής:
Ιατρική περίθαλψη - 55,59%
Φάρμακα + 26,78%
Νοσοκομεία + 35,32%
Ιδιωτικές δαπάνες - 26,86%
Υγεία - 24,58%
Βάσει της καταγραφής της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, το 2013, οι πολίτες πλήρωσαν 5,6 δις για να καλύψουν ανάγκες υγειονομικής περίθαλψης. Το ποσό αυτό παραμένει και σήμερα ως ιδιωτική πληρωμή, και ταυτίζεται με το ποσό που προϋπολογίζεται για τον ΕΟΠΥΥ για το 2017, μεσούσης της κρίσης και με συρρικνωμένη τη ρευστότητα των πολιτών.
Στη χώρα μας, λόγω της αδυναμίας της ΠΦΥ, η ζήτηση και η χρήση των υπηρεσιών υγείας στράφηκε προς το δημόσιο τομέα με αύξηση των εισαγωγών κατά 24% στα δημόσια νοσοκομεία. Η Ελλάδα, με ποσοστό 195 εξιτηρίων/1.000 κατοίκους για το έτος 2012, κατατάσσεται 6η μεταξύ των 24 χωρών που συμμετέχουν στον ΟΟΣΑ.
Παρά τις επαναλαμβανόμενες συστάσεις διεθνών Οργανισμών και επιτροπών για μεταφορά πόρων, ανθρώπινου δυναμικού και ροής ασθενών από τα Νοσοκομεία προς την ΠΦΥ, αυτό δεν αποτέλεσε προτεραιότητα στα πλαίσια της εθνικής πολιτικής. Η επίμονη στρατηγική της μείωσης των δαπανών Νοσοκομείων ΕΣΥ, παρά την επιβεβλημένη ανάγκη κάλυψης των ανασφάλιστων και των αυξημένων αναγκών, οδήγησε σε απανωτές μειώσεις στις προϋπολογιζόμενες δαπάνες, με ποσό 1,156 δις να καταγράφεται για το τρέχον έτος.
Τέλος, η διαρκής υποστελέχωση και η έλλειψη ανανέωσης του δημόσιου συστήματος υγείας, η ιατρική μετανάστευση των 18.000 ιατρών σε χώρες του εξωτερικού, οι ελαστικές σχέσεις εργασίας, η έλλειψη επαγγελματικής προοπτικής προοιωνίζουν την περαιτέρω ισοπέδωση και απαξίωση του δημόσιου συστήματος υγείας, εάν δεν ληφθούν άμεσες και γενναίες αποφάσεις ορθολογικού πολιτικού σχεδιασμού για την ανάταξη των δυσμενών επιπτώσεων της κρίσης στο υγειονομικό σύστημα της χώρας μας.
H κ. Άννα Μαστοράκου είναι Πρόεδρος Ιατρικού Συλλόγου Πατρών
medispin
Κατά τα προηγούμενα έτη, οι δαπάνες υγείας παρουσίασαν αυξητικές τάσεις σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ και της ΕΕ, γεγονός που αποδίδεται :
1. στην αύξηση του προσδόκιμου ζωής,
2. στην επικράτηση χρόνιων νοσημάτων και νέων εκφυλιστικών παθήσεων,
3. στην αύξηση των νέων υψηλής ποιότητας βιοϊατρικών τεχνολογιών.
Η Ελλάδα είναι η 5η χώρα σε ταχύτητα δημογραφικής γήρανσης παγκοσμίως και έχει τον 3ο χαμηλότερο δείκτη γεννήσεων στην ΕΕ.
Σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Αρχή, τα τελευταία χρόνια παρουσιάζεται το θλιβερό ρεκόρ περισσότερων θανάτων από γεννήσεις, δημιουργώντας μία σοβαρή τάση συρρίκνωσης του Ελληνικού πληθυσμού.
Παρόλη την τραγική αυτή διαπίστωση, δεν διαφαίνεται πολιτική προτεραιότητα στήριξης της οικογένειας και του παιδιού από την πολιτεία, καθώς όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Eurostat για το 2015, οι δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού περιορίζονται στο 0,6% του ΑΕΠ, ενώ η αντίστοιχη δαπάνη για την ΕΕ είναι 1,7%.
Στην Ελλάδα, εκτός από την πίεση που ασκεί η ταχεία δημογραφική γήρανση στην αύξηση δαπανών, παρουσιάστηκε κατά τα τελευταία χρόνια, η ανάγκη πρόσθετης ασφαλιστικής κάλυψης του ανασφάλιστου πληθυσμού λόγω της μεγάλης ανεργίας που υπερβαίνει ακόμη και σήμερα το 25% του πληθυσμού. Βάσει της ίδιας έκθεσης της Eurostat (2015), οι δαπάνες στη χώρα μας για στήριξη των ανέργων είναι μόλις 0,7% του ΑΕΠ, ενώ για την ΕΕ είναι διπλάσιο (1,4%), με μεσοσταθμικό ποσοστό ανεργίας που κυμαίνεται στο 8,2%.
Ολικές δαπάνες Γενικής Κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ ( Eurostat 2015)
ΕΕ Ελλάδα
ΕΕ Ελλάδα
Υγεία 7,2 4,5
Κοινωνική προστασία 19,2 20,5
• Νοσηρότητα και αναπηρία 2,8 1,6
• Συντάξεις 10,3 15,7
• Οικογένεια και παιδί 1,7 0,6
• Ανεργία 1,4 0,7
Οικονομία 4,3 8,9
Άμυνα 1,4 2,7
Δημόσιες κρατικές υπηρεσίες 6,2 9,9
Σύμφωνα με τον παραπάνω πίνακα της EUROSTAT, η πολιτική επιλογή οδήγησε στη συρρίκνωση των δαπανών υγείας και κοινωνικής προστασίας, με διατήρηση ενός διογκωμένου δημόσιου τομέα και των δαπανών άμυνας. Στη χώρα μας διαδραματίστηκε ιστορική μείωση δαπανών δημόσιας υγείας εν καιρώ ειρήνης, στο 4,5% του ΑΕΠ κάτω από το όριο ασφαλείας που είναι το 6% του ΑΕΠ.
Κατά τον ΟΟΣΑ, συνέβησαν αδιανόητες απανωτές μειώσεις στις δαπάνες υγείας λόγω της οικονομικής κρίσης, αποτελώντας ισχυρό σοκ για το Ελληνικό σύστημα υγείας, με δημιουργία βαθύτατων πληγών που δύσκολα θα επουλωθούν στο εγγύς μέλλον.
Κατά το έτος ίδρυσης του ΕΟΠΥΥ, το 2012, η αρχική πρόβλεψη του προϋπολογισμού παρουσίασε σοβαρή απόκλιση από την οδυνηρή πραγματικότητα που διέψευσε τον αρχικό σχεδιασμό, λόγω των παρακάτω παραγόντων:
1. αυξημένη φαρμακευτική δαπάνη
2. ανεπαρκής υπολογισμός των συνεπειών της ανεργίας και της οικονομικής ύφεσης στη χρηματοδότηση του Οργανισμού από τον κρατικό προϋπολογισμό και τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης. Δημιουργήθηκαν ληξιπρόθεσμες οφειλές των πολιτών προς τους ασφαλιστικούς οργανισμούς, οι οποίοι με τη σειρά τους, αδυνατούσαν να διεκπεραιώσουν τις αντίστοιχες πληρωμές προς τον ΕΟΠΥΥ, παρακρατώντας και ποσοστό των ασφαλιστικών εισφορών για να πληρώσουν τα κενά του συνταξιοδοτικού συστήματος.
Κατά τον αρχικό σχεδιασμό, ο ανεπαρκής προϋπολογισμός του ΕΟΠΥΥ και η υπέρογκη φαρμακευτική δαπάνη έπνιξαν κυριολεκτικά τις δαπάνες που προορίζονταν για την κάλυψη των αναγκών της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ).
Στη συνέχεια η ίδρυση του ΠΕΔΥ (πολυϊατρεία ΙΚΑ και κέντρα υγείας), με την αποχώρηση 2500 ιατρών από το δημόσιο σύστημα, τις εγγενείς οργανωτικές αδυναμίες και ελλείψεις, αποσυντόνισαν περαιτέρω την εύρυθμη λειτουργία της ΠΦΥ.
Η διεθνής επιστημονική οδηγία ορίζει τη στήριξη της ΠΦΥ με πόρους και ανθρώπινο δυναμικό ως απαραίτητο και βασικό συστατικό στη θεμελίωση των συστημάτων υγείας ειδικά σε περιόδους κρίσης. Υπάρχει άφθονη επιστημονική τεκμηρίωση για την μείωση της νοσηρότητας, της θνητότητας και των δαπανών υγείας σε καλά οργανωμένα συστήματα ΠΦΥ.
Η έκθεση αξιολόγησης της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας για το 2015, χαρακτηρίζει το Πρωτοβάθμιο σύστημα στη χώρα μας ως εξαιρετικά αδύναμο και κρούει τον κώδωνα του κινδύνου.
Η αδυναμία του δημόσιου συστήματος υγείας στη χώρα μας, άσκησε μεγάλη πίεση στις τσέπες των πολιτών. Σύμφωνα με την Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας, η ποσοστιαία μεταβολή της δαπάνης των νοικοκυριών κατά τα έτη 2009-2012 καταγράφηκε ως εξής:
Ιατρική περίθαλψη - 55,59%
Φάρμακα + 26,78%
Νοσοκομεία + 35,32%
Ιδιωτικές δαπάνες - 26,86%
Υγεία - 24,58%
Βάσει της καταγραφής της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, το 2013, οι πολίτες πλήρωσαν 5,6 δις για να καλύψουν ανάγκες υγειονομικής περίθαλψης. Το ποσό αυτό παραμένει και σήμερα ως ιδιωτική πληρωμή, και ταυτίζεται με το ποσό που προϋπολογίζεται για τον ΕΟΠΥΥ για το 2017, μεσούσης της κρίσης και με συρρικνωμένη τη ρευστότητα των πολιτών.
Στη χώρα μας, λόγω της αδυναμίας της ΠΦΥ, η ζήτηση και η χρήση των υπηρεσιών υγείας στράφηκε προς το δημόσιο τομέα με αύξηση των εισαγωγών κατά 24% στα δημόσια νοσοκομεία. Η Ελλάδα, με ποσοστό 195 εξιτηρίων/1.000 κατοίκους για το έτος 2012, κατατάσσεται 6η μεταξύ των 24 χωρών που συμμετέχουν στον ΟΟΣΑ.
Παρά τις επαναλαμβανόμενες συστάσεις διεθνών Οργανισμών και επιτροπών για μεταφορά πόρων, ανθρώπινου δυναμικού και ροής ασθενών από τα Νοσοκομεία προς την ΠΦΥ, αυτό δεν αποτέλεσε προτεραιότητα στα πλαίσια της εθνικής πολιτικής. Η επίμονη στρατηγική της μείωσης των δαπανών Νοσοκομείων ΕΣΥ, παρά την επιβεβλημένη ανάγκη κάλυψης των ανασφάλιστων και των αυξημένων αναγκών, οδήγησε σε απανωτές μειώσεις στις προϋπολογιζόμενες δαπάνες, με ποσό 1,156 δις να καταγράφεται για το τρέχον έτος.
Τέλος, η διαρκής υποστελέχωση και η έλλειψη ανανέωσης του δημόσιου συστήματος υγείας, η ιατρική μετανάστευση των 18.000 ιατρών σε χώρες του εξωτερικού, οι ελαστικές σχέσεις εργασίας, η έλλειψη επαγγελματικής προοπτικής προοιωνίζουν την περαιτέρω ισοπέδωση και απαξίωση του δημόσιου συστήματος υγείας, εάν δεν ληφθούν άμεσες και γενναίες αποφάσεις ορθολογικού πολιτικού σχεδιασμού για την ανάταξη των δυσμενών επιπτώσεων της κρίσης στο υγειονομικό σύστημα της χώρας μας.
H κ. Άννα Μαστοράκου είναι Πρόεδρος Ιατρικού Συλλόγου Πατρών
medispin
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου