Του Γρηγόρη Σαμπάνη*
Αντίθετη στο πνεύμα του Συντάγματος και επιζήμια για το θεσμό η πρόταση για παραίτηση, προκειμένου να επιτευχθεί πολιτική σταθερότητα.
Είναι η παραίτηση του Προέδρου της Δημοκρατίας η μοναδική λύση για να διασφαλισθεί η πολιτική σταθερότητα;
Ορισμένοι, με πρώτο τον Στέφανο Μάνο, εισηγούνται ακριβώς αυτό: να «θυσιασθεί» ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, κατά τρόπο πρωτοφανή στη νεότερη πολιτική ιστορία, για να αποφευχθεί η είσοδος της χώρας σε ένα κύκλο διαδοχικών εκλογικών αναμετρήσεων, που θα προκαλούσαν πολιτική παράλυση, ακριβώς τη στιγμή που θα είναι αναγκαία η αποτελεσματική λειτουργία της κυβέρνησης και του πολιτικού συστήματος, ώστε να μπει οριστικά η Ελλάδα σε αναπτυξιακή τροχιά.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ένας βετεράνος της πολιτικής, όπως ο Στέφανος Μάνος, που με ειλικρίνεια εξέφραζε πάντα τις ιδέες του, ακόμη και όταν δεν ήταν δημοφιλείς, εκφράζει και πάλι ειλικρινώς την αγωνία του για ένα υπαρκτό και σοβαρό πρόβλημα.
Ας παρακολουθήσουμε τους συλλογισμούς του, όπως τους διατύπωσε σε πρόσφατο άρθρο του**:
■ Οι επόμενες εκλογές, που πρέπει να διεξαχθούν μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2019, θα γίνουν όποτε κρίνει ο πρωθυπουργός ότι οι συνθήκες τον ευνοούν. Στις εκλογές θα ισχύσει το εκλογικό σύστημα με το οποίο έγιναν οι τελευταίες εκλογές το 2015 (μπόνους 50 εδρών για το πρώτο κόμμα). Είναι όμως πολύ πιθανό να ξαναγίνουν εκλογές την άνοιξη του 2020 λόγω αδυναμίας ανάδειξης Προέδρου της Δημοκρατίας. Οι εκλογές του 2020 θα γίνουν με απλή αναλογική. Έτσι αποφάσισε η σημερινή Βουλή. Προϋπόθεση λειτουργικότητας της απλής αναλογικής είναι η ικανότητα των κομμάτων να σέβονται το ένα τη γνώμη του άλλου και να εμπιστεύονται το ένα το άλλο. Ούτε η μία προϋπόθεση ισχύει στην Ελλάδα ούτε η άλλη – ούτε μεταξύ των κομμάτων ούτε μεταξύ των πολιτών. (…) Ο σχηματισμός κυβέρνησης από μια Βουλή που θα είναι προϊόν απλής αναλογικής θα είναι μια δύσκολη και χρονοβόρος υπόθεση. (…) Η Ελλάδα δυστυχώς δεν έχει την πολυτέλεια του χρόνου, ούτε την οικονομική άνεση, ούτε την εθνική ασφάλεια για να παραμένει ακυβέρνητη. Η Ελλάδα πρέπει να κυβερνηθεί. Σταθερά και αποφασιστικά. Χρειάζεται ορίζοντα σταθερότητας. Όπως είναι τα πράγματα σήμερα, αυτό αποκλείεται. Ο λόγος είναι ότι η τωρινή κυβέρνηση, αντί να κυβερνάει, σκέπτεται πώς θα περιορίσει τις ζημιές που υπέστη από τα μνημόνια. Η επόμενη, από την πλευρά της, αυτή που θα εκλεγεί το 2019, θα ενεργεί κάτω από την πίεση των επερχόμενων εκλογών με απλή αναλογική του 2020. Και η κυβέρνηση που θα προκύψει μετά τις εκλογές του 2020 με απλή αναλογική, όταν καταφέρει να συγκροτηθεί, θα είναι χαοτική. Το μέλλον της Ελλάδας έχει κυριολεκτικά υπονομευτεί από τον συνδυασμό υποχρεωτικών εκλογών και απλής αναλογικής. (…) Υπάρχει μια λύση που προϋποθέτει μία θυσία. Να παραιτηθεί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, η Βουλή να μην αναδείξει Πρόεδρο και να προκληθούν εκλογές. Οι εκλογές θα γίνουν με το μπόνους των 50 εδρών και η κυβέρνηση που θα προκύψει δεν θα έχει τον κίνδυνο νέων εκλογών, αλλά ορίζοντα τετραετίας. Η αβεβαιότητα θα περιοριστεί».
Οι σκέψεις αυτές ίσως δεν στερούνται λογικής. Ίσως, αν εφαρμοζόταν το προτεινόμενο σχέδιο να ενισχυόταν η πολιτική σταθερότητα. Όμως, δεν χρειάζεται κανείς να έχει περγαμηνές συνταγματολόγου για να αντιληφθεί ότι τέτοια πολιτικά σχέδια ξεφεύγουν εντελώς από το πνεύμα του Συντάγματος, στο βαθμό που εμπλέκουν το θεσμό του Προέδρου της Δημοκρατίας ευθέως στο πολιτικό παιχνίδι, κατά τρόπο που θα πλήξει, αναπόφευκτα, το κύρος του και θα δημιουργήσει, στην πορεία, πολλά και σοβαρά θεσμικά και πολιτικά προβλήματα, ίσως σοβαρότερα από αυτά που θα προοριζόταν να λύσει μια παραίτηση του Προέδρου.
Το Σύνταγμα δίνει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, καλώς ή κακώς, ένα τυπικό ρόλο ρυθμιστή του πολιτεύματος, όχι την εξουσία να παρεμβαίνει στις πολιτικές εξελίξεις κατά το δοκούν. Η αναθεώρηση του 1986 κατήργησε τη δυνατότητα να διαλύει ο Πρόεδρος τη Βουλή, εάν έκρινε ότι βρίσκεται σε «προφανή δυσαρμονία» με το λαϊκό αίσθημα, ή αν δεν εξασφάλιζε την κυβερνητική σταθερότητα.
Ουσιαστικά, όσοι προτείνουν να προσφύγει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας στην ακραία και πρωτοφανή κίνηση της παραίτησης εισηγούνται, χωρίς ίσως να το αντιλαμβάνονται, να παρέμβει ευθέως ο ΠτΔ στις πολιτικές διαδικασίες, με τρόπο που παραπέμπει στις καταργημένες προεδρικές υπερεξουσίες του Συντάγματος του 1975. Αντί, όμως, να προκαλέσει εκλογές, διαλύοντας τη Βουλή, σε αυτή την περίπτωση ο Πρόεδρος θα προκαλούσε εκλογές δια της παραίτησής του.
Σε μια χώρα ιστορικά ευαίσθητη σε τέτοιες παρεμβάσεις Ανώτατων Αρχόντων στο πολιτικό παιχνίδι, με θεσμούς ασθενείς και αμφισβητούμενους, τέτοια παρέμβαση, στο όνομα της πολιτικής σταθερότητας, δεν χρειάζεται πολλή φαντασία για να καταλάβουμε ότι θα οδηγούσε σε ένα νέο διχασμό των πολιτικών δυνάμεων και του λαού. Αναπόφευκτα, ο ΠτΔ, ως πολιτικό πρόσωπο και ως θεσμός, θα συγκέντρωναν σκληρή κριτική από όσους θα καταδίκαζαν την παρέμβασή του ως μια κίνηση καταστρατήγησης των κανόνων του πολιτεύματος. Οι εχθροί της Δημοκρατίας, που δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι πλέον δεν είναι λίγοι και περιθωριακοί, αλλά αρκετοί και εν δυνάμει επικίνδυνοι, θα έβρισκαν μια θαυμάσια ευκαιρία για να απαξιώσουν τη Δημοκρατία και τους θεσμούς της.
Ο θεσμός του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι συμβολίζει την ενότητα του έθνους, γι’ αυτό και δεν πρέπει να εμπλέκεται σε πολιτικά παιχνίδια, ακόμη και στο όνομα αγαθών σκοπών, όπως η εξασφάλιση της πολιτικής σταθερότητας.
Σήμερα μπορούμε να αντιληφθούμε με πόση σοφία ενήργησε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος, το καλοκαίρι του 2015. Αγνόησε όσους τον καλούσαν, στο όνομα της αποφυγής μιας άτακτης εξόδου από την ευρωζώνη, να αντισταθεί στην κυβέρνηση και την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, δια της άρνησής του να υπογράψει το νόμο για το δημοψήφισμα. Πώς, με άλλα λόγια, αρνήθηκε να εμπλακεί με εξωθεσμικό τρόπο στο πολιτικό παιχνίδι, επιτυγχάνοντας να διατηρήσει το κύρος του και να διαδραματίσει καίριο ρόλο στη λήψη των αποφάσεων των πολιτικών αρχηγών, μετά το δημοψήφισμα, οι οποίες κράτησαν την Ελλάδα στην ευρωζώνη.
Αν είχε ακούσει ο Προκόπης Παυλόπουλος όσους τον καλούσαν να προσπαθήσει να μπλοκάρει τις πρωτοβουλίες μιας εκλεγμένης κυβέρνησης, θα είχε προκαλέσει μια πρωτοφανή πολιτειακή κρίση και ένα νέο διχασμό, που ίσως, στις συνθήκες εκείνου του καλοκαιριού, να άνοιγαν έναν άλλο δρόμο άτακτης εξόδου από την ευρωζώνη.
Η πολιτική σταθερότητα είναι, πράγματι, ένα σπουδαίο αγαθό. Αλλά θα άνοιγαν πολύ επικίνδυνοι δρόμοι για τη Δημοκρατία, αν γινόταν μια προσπάθεια να την εξασφαλίσουμε με ακατάλληλα πολιτικά εργαλεία, που θα προκαλούσαν νέους κλυδωνισμούς στο ήδη ασταθές θεσμικό οικοδόμημα του πολιτεύματος μας και θα απαξίωναν στη συνείδηση των πολιτών το θεσμό που αποτελεί έσχατο καταφύγιο της Δημοκρατίας σε δύσκολες συνθήκες. Ας διαφυλάξουμε το κύρος του Προέδρου της Δημοκρατίας και ας αναζητήσουμε άλλες λύσεις για να εξασφαλισθεί η πολιτική σταθερότητα. Όσοι υποστηρίζουν την παραίτηση του Προέδρου, όσο καλές και αν είναι οι προθέσεις τους, βλάπτουν το θεσμό και τη Δημοκρατία.
**«Μία παραίτηση για το καλό της Ελλάδας»: Στ. Μάνος, «Καθημερινή της Κυριακής», 12/3/2018
Αντίθετη στο πνεύμα του Συντάγματος και επιζήμια για το θεσμό η πρόταση για παραίτηση, προκειμένου να επιτευχθεί πολιτική σταθερότητα.
Είναι η παραίτηση του Προέδρου της Δημοκρατίας η μοναδική λύση για να διασφαλισθεί η πολιτική σταθερότητα;
Ορισμένοι, με πρώτο τον Στέφανο Μάνο, εισηγούνται ακριβώς αυτό: να «θυσιασθεί» ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, κατά τρόπο πρωτοφανή στη νεότερη πολιτική ιστορία, για να αποφευχθεί η είσοδος της χώρας σε ένα κύκλο διαδοχικών εκλογικών αναμετρήσεων, που θα προκαλούσαν πολιτική παράλυση, ακριβώς τη στιγμή που θα είναι αναγκαία η αποτελεσματική λειτουργία της κυβέρνησης και του πολιτικού συστήματος, ώστε να μπει οριστικά η Ελλάδα σε αναπτυξιακή τροχιά.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ένας βετεράνος της πολιτικής, όπως ο Στέφανος Μάνος, που με ειλικρίνεια εξέφραζε πάντα τις ιδέες του, ακόμη και όταν δεν ήταν δημοφιλείς, εκφράζει και πάλι ειλικρινώς την αγωνία του για ένα υπαρκτό και σοβαρό πρόβλημα.
Ας παρακολουθήσουμε τους συλλογισμούς του, όπως τους διατύπωσε σε πρόσφατο άρθρο του**:
■ Οι επόμενες εκλογές, που πρέπει να διεξαχθούν μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2019, θα γίνουν όποτε κρίνει ο πρωθυπουργός ότι οι συνθήκες τον ευνοούν. Στις εκλογές θα ισχύσει το εκλογικό σύστημα με το οποίο έγιναν οι τελευταίες εκλογές το 2015 (μπόνους 50 εδρών για το πρώτο κόμμα). Είναι όμως πολύ πιθανό να ξαναγίνουν εκλογές την άνοιξη του 2020 λόγω αδυναμίας ανάδειξης Προέδρου της Δημοκρατίας. Οι εκλογές του 2020 θα γίνουν με απλή αναλογική. Έτσι αποφάσισε η σημερινή Βουλή. Προϋπόθεση λειτουργικότητας της απλής αναλογικής είναι η ικανότητα των κομμάτων να σέβονται το ένα τη γνώμη του άλλου και να εμπιστεύονται το ένα το άλλο. Ούτε η μία προϋπόθεση ισχύει στην Ελλάδα ούτε η άλλη – ούτε μεταξύ των κομμάτων ούτε μεταξύ των πολιτών. (…) Ο σχηματισμός κυβέρνησης από μια Βουλή που θα είναι προϊόν απλής αναλογικής θα είναι μια δύσκολη και χρονοβόρος υπόθεση. (…) Η Ελλάδα δυστυχώς δεν έχει την πολυτέλεια του χρόνου, ούτε την οικονομική άνεση, ούτε την εθνική ασφάλεια για να παραμένει ακυβέρνητη. Η Ελλάδα πρέπει να κυβερνηθεί. Σταθερά και αποφασιστικά. Χρειάζεται ορίζοντα σταθερότητας. Όπως είναι τα πράγματα σήμερα, αυτό αποκλείεται. Ο λόγος είναι ότι η τωρινή κυβέρνηση, αντί να κυβερνάει, σκέπτεται πώς θα περιορίσει τις ζημιές που υπέστη από τα μνημόνια. Η επόμενη, από την πλευρά της, αυτή που θα εκλεγεί το 2019, θα ενεργεί κάτω από την πίεση των επερχόμενων εκλογών με απλή αναλογική του 2020. Και η κυβέρνηση που θα προκύψει μετά τις εκλογές του 2020 με απλή αναλογική, όταν καταφέρει να συγκροτηθεί, θα είναι χαοτική. Το μέλλον της Ελλάδας έχει κυριολεκτικά υπονομευτεί από τον συνδυασμό υποχρεωτικών εκλογών και απλής αναλογικής. (…) Υπάρχει μια λύση που προϋποθέτει μία θυσία. Να παραιτηθεί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, η Βουλή να μην αναδείξει Πρόεδρο και να προκληθούν εκλογές. Οι εκλογές θα γίνουν με το μπόνους των 50 εδρών και η κυβέρνηση που θα προκύψει δεν θα έχει τον κίνδυνο νέων εκλογών, αλλά ορίζοντα τετραετίας. Η αβεβαιότητα θα περιοριστεί».
Οι σκέψεις αυτές ίσως δεν στερούνται λογικής. Ίσως, αν εφαρμοζόταν το προτεινόμενο σχέδιο να ενισχυόταν η πολιτική σταθερότητα. Όμως, δεν χρειάζεται κανείς να έχει περγαμηνές συνταγματολόγου για να αντιληφθεί ότι τέτοια πολιτικά σχέδια ξεφεύγουν εντελώς από το πνεύμα του Συντάγματος, στο βαθμό που εμπλέκουν το θεσμό του Προέδρου της Δημοκρατίας ευθέως στο πολιτικό παιχνίδι, κατά τρόπο που θα πλήξει, αναπόφευκτα, το κύρος του και θα δημιουργήσει, στην πορεία, πολλά και σοβαρά θεσμικά και πολιτικά προβλήματα, ίσως σοβαρότερα από αυτά που θα προοριζόταν να λύσει μια παραίτηση του Προέδρου.
Το Σύνταγμα δίνει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, καλώς ή κακώς, ένα τυπικό ρόλο ρυθμιστή του πολιτεύματος, όχι την εξουσία να παρεμβαίνει στις πολιτικές εξελίξεις κατά το δοκούν. Η αναθεώρηση του 1986 κατήργησε τη δυνατότητα να διαλύει ο Πρόεδρος τη Βουλή, εάν έκρινε ότι βρίσκεται σε «προφανή δυσαρμονία» με το λαϊκό αίσθημα, ή αν δεν εξασφάλιζε την κυβερνητική σταθερότητα.
Ουσιαστικά, όσοι προτείνουν να προσφύγει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας στην ακραία και πρωτοφανή κίνηση της παραίτησης εισηγούνται, χωρίς ίσως να το αντιλαμβάνονται, να παρέμβει ευθέως ο ΠτΔ στις πολιτικές διαδικασίες, με τρόπο που παραπέμπει στις καταργημένες προεδρικές υπερεξουσίες του Συντάγματος του 1975. Αντί, όμως, να προκαλέσει εκλογές, διαλύοντας τη Βουλή, σε αυτή την περίπτωση ο Πρόεδρος θα προκαλούσε εκλογές δια της παραίτησής του.
Σε μια χώρα ιστορικά ευαίσθητη σε τέτοιες παρεμβάσεις Ανώτατων Αρχόντων στο πολιτικό παιχνίδι, με θεσμούς ασθενείς και αμφισβητούμενους, τέτοια παρέμβαση, στο όνομα της πολιτικής σταθερότητας, δεν χρειάζεται πολλή φαντασία για να καταλάβουμε ότι θα οδηγούσε σε ένα νέο διχασμό των πολιτικών δυνάμεων και του λαού. Αναπόφευκτα, ο ΠτΔ, ως πολιτικό πρόσωπο και ως θεσμός, θα συγκέντρωναν σκληρή κριτική από όσους θα καταδίκαζαν την παρέμβασή του ως μια κίνηση καταστρατήγησης των κανόνων του πολιτεύματος. Οι εχθροί της Δημοκρατίας, που δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι πλέον δεν είναι λίγοι και περιθωριακοί, αλλά αρκετοί και εν δυνάμει επικίνδυνοι, θα έβρισκαν μια θαυμάσια ευκαιρία για να απαξιώσουν τη Δημοκρατία και τους θεσμούς της.
Ο θεσμός του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι συμβολίζει την ενότητα του έθνους, γι’ αυτό και δεν πρέπει να εμπλέκεται σε πολιτικά παιχνίδια, ακόμη και στο όνομα αγαθών σκοπών, όπως η εξασφάλιση της πολιτικής σταθερότητας.
Σήμερα μπορούμε να αντιληφθούμε με πόση σοφία ενήργησε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος, το καλοκαίρι του 2015. Αγνόησε όσους τον καλούσαν, στο όνομα της αποφυγής μιας άτακτης εξόδου από την ευρωζώνη, να αντισταθεί στην κυβέρνηση και την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, δια της άρνησής του να υπογράψει το νόμο για το δημοψήφισμα. Πώς, με άλλα λόγια, αρνήθηκε να εμπλακεί με εξωθεσμικό τρόπο στο πολιτικό παιχνίδι, επιτυγχάνοντας να διατηρήσει το κύρος του και να διαδραματίσει καίριο ρόλο στη λήψη των αποφάσεων των πολιτικών αρχηγών, μετά το δημοψήφισμα, οι οποίες κράτησαν την Ελλάδα στην ευρωζώνη.
Αν είχε ακούσει ο Προκόπης Παυλόπουλος όσους τον καλούσαν να προσπαθήσει να μπλοκάρει τις πρωτοβουλίες μιας εκλεγμένης κυβέρνησης, θα είχε προκαλέσει μια πρωτοφανή πολιτειακή κρίση και ένα νέο διχασμό, που ίσως, στις συνθήκες εκείνου του καλοκαιριού, να άνοιγαν έναν άλλο δρόμο άτακτης εξόδου από την ευρωζώνη.
Η πολιτική σταθερότητα είναι, πράγματι, ένα σπουδαίο αγαθό. Αλλά θα άνοιγαν πολύ επικίνδυνοι δρόμοι για τη Δημοκρατία, αν γινόταν μια προσπάθεια να την εξασφαλίσουμε με ακατάλληλα πολιτικά εργαλεία, που θα προκαλούσαν νέους κλυδωνισμούς στο ήδη ασταθές θεσμικό οικοδόμημα του πολιτεύματος μας και θα απαξίωναν στη συνείδηση των πολιτών το θεσμό που αποτελεί έσχατο καταφύγιο της Δημοκρατίας σε δύσκολες συνθήκες. Ας διαφυλάξουμε το κύρος του Προέδρου της Δημοκρατίας και ας αναζητήσουμε άλλες λύσεις για να εξασφαλισθεί η πολιτική σταθερότητα. Όσοι υποστηρίζουν την παραίτηση του Προέδρου, όσο καλές και αν είναι οι προθέσεις τους, βλάπτουν το θεσμό και τη Δημοκρατία.
**«Μία παραίτηση για το καλό της Ελλάδας»: Στ. Μάνος, «Καθημερινή της Κυριακής», 12/3/2018
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου