medlabnews.gr
Ο διάσημος ηθοποιός, σκηνοθέτης και κινηματογραφικός ακτιβιστής Ρόμπερτ Ρέντφορντ απεβίωσε σήμερα Τρίτη, 16 Σεπτεμβρίου 2025, σε ηλικία 89 ετών
Σύμφωνα με επίσημη ανακοίνωση, ο θάνατός του συνέβη στο σπίτι του στην πολιτεία της Γιούτα, “στον ύπνο του”. Δεν έχει γίνει ακόμη γνωστή η αιτία θανάτου
Η ζωή και η καριέρα του
Ο Ρέντφορντ γεννήθηκε στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνιας, στις 18 Αυγούστου του 1936. Ο πατέρας του ήταν, αρχικά, γαλατάς και, στη συνέχεια, λογιστής, ενώ η μητέρα του ήταν νοικοκυρά. Η καταγωγή των προγόνων του είναι βρετανική (Αγγλία και Σκωτία) και ιρλανδική, κάτι που εξηγεί, τα πυρόξανθα μαλλιά του, τα οποία είναι και το κύριο γνώρισμά του. Κατά τα σχολικά του χρόνια, ήταν συμμαθητής με το διάσημο παίκτη του μπέιζμπολ Ντον Ντιρσντέιλ. Λέγεται πως, όταν γύριζε από το σχολείο του στο σπίτι, σταματούσε έξω από τα στούντιο της Fox, για να παρακολουθήσει τους διάσημους ηθοποιούς της εποχής. Στην εφηβεία του, συνήθιζε να κάνει μικροκλοπές (τάσια αυτοκινήτων), ενώ κατανάλωνε πολύ αλκοόλ. Η συμπεριφορά του αυτή τον εμπόδισε να κερδίσει κάποια υποτροφία, ώστε να μπορέσει να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο.
Μόλις αποφοίτησε από το σχολείο, κέρδισε, τελικά, υποτροφία για το Πανεπιστήμιο του Κολοράντο, χάρις στην ικανότητά του στον αθλητισμό και -κυρίως- στο μπέιζμπολ. Εκείνο το χρονικό διάστημα δούλευε ως σερβιτόρος σε ένα εστιατόριο-μπαρ. Έπειτα, ξεκίνησε να δουλεύει στις πετρελαιοπηγές της Καλιφόρνιας, ώστε να μαζέψει χρήματα, για να μπορέσει να κάνει ένα ταξίδι στην Ευρώπη. Κατάφερε να μείνει στη Γηραιά Ήπειρο για ένα -περίπου- χρόνο. Τον περισσότερό του καιρό τον πέρασε στο Παρίσι, ενώ γράφτηκε και στη Σχολή Καλών Τεχνών της Φλωρεντίας. Όμως, οι κακές κριτικές των καθηγητών του, τον οδήγησαν στην επιστροφή του στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αργότερα, μετέβη στο Μπρούκλιν, για να κάνει μαθήματα ζωγραφικής στο Ινστιτούτο Πρατ, κάτι που επηρέασε αρκετά τη ζωή του και τον ίδιο, αφού για μια περίοδο είχε αποκτήσει ένα αρκετά μποέμικο στυλ.
Στη συνέχεια, πήγε στην Αμερικανική Ακαδημία Δραματικών Τεχνών της Νέας Υόρκης, μετά από παρότρυνση ενός φίλου του. Στην ακρόασή του, κατάφερε να εκπλήξει τους κριτές, οι οποίοι ανέφεραν πως: «διαθέτει μια φυσική άνεση στην έκφραση, ζωηρή φαντασία, ένα χάρισμα». Η επαφή του αυτή με την υποκριτική τον κέρδισε και τον έκανε να ασχοληθεί σοβαρά με το αντικείμενο.
Ιδρυτής του Sundance Institute και του Sundance Film Festival, προώθησε τον ανεξάρτητο κινηματογράφο και τη φωνή νέων δημιουργών.
Ως ηθοποιός, πρωταγωνίστησε σε ταινίες όπως το «Butch Cassidy and the Sundance Kid» (1969), το «Όλοι οι άνθρωποι του προέδρου» (1976), το «Three Days of the Condor» (1975) και το «The Sting» (1973), που του χάρισε την πρώτη και μοναδική του υποψηφιότητα για Όσκαρ ερμηνείας.
Το πάθος του για τον κινηματογράφο τον οδήγησε στη δημιουργία του Ινστιτούτου Sundance, ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού που στηρίζει τον ανεξάρτητο κινηματογράφο και το θέατρο και έχει καθιερωθεί διεθνώς μέσα από το ετήσιο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Sundance.
Παράλληλα, υπήρξε ενεργός ακτιβιστής για το περιβάλλον και από το 1961 εγκαταστάθηκε στα βουνά της Γιούτα και πρωτοστάτησε σε δράσεις για την προστασία του φυσικού τοπίου της πολιτείας και της αμερικανικής Δύσης.
Αρχικά απορρίφθηκε ως «άλλος ένας ξανθός της Καλιφόρνια», όμως η γοητεία του και τα χαρακτηριστικά του τον κατέστησαν για μισό αιώνα έναν από τους πιο εμπορικούς πρωταγωνιστές του Χόλιγουντ και έναν από τους πιο αναγνωρίσιμους και αγαπημένους σταρ του παγκόσμιου κινηματογράφου.
Μάγεψε το κοινό σε ρομαντικούς ρόλους όπως στο «Πέρα από την Αφρική», ανέδειξε την πολιτική πλευρά του στο «The Candidate» και στο «Όλοι οι άνθρωποι του προέδρου», ενώ αποδόμησε την εικόνα του «χρυσού αγοριού» σε ταινίες όπως το «The Electric Horseman», όπου υποδύθηκε έναν αλκοολικό πρώην καουμπόι του ροντέο, και το «Indecent Proposal», ως μεσήλικας εκατομμυριούχος που αγοράζει τον έρωτα.
Με τα εκατομμύρια που κέρδισε ίδρυσε τη δεκαετία του 1970 το Ινστιτούτο και το Φεστιβάλ Sundance, προωθώντας τον ανεξάρτητο κινηματογράφο πολύ πριν αυτός γίνει μόδα.
Δεν κέρδισε ποτέ Όσκαρ ερμηνείας, αλλά η πρώτη του σκηνοθετική δουλειά, το οικογενειακό δράμα «Ordinary People» (1980), απέσπασε τα Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας και Σκηνοθεσίας.
Ωστόσο, έμεινε περισσότερο γνωστός για τις δύο πρώιμες συνεργασίες του με τον Πολ Νιούμαν: το γουέστερν «Butch Cassidy and the Sundance Kid» (1969) και το «The Sting» (1973), που αναδείχθηκαν σε κλασικά του αμερικανικού σινεμά. Παρά τη χημεία τους και τη μακρόχρονη φιλία τους, δεν συνεργάστηκαν ξανά μέχρι τον θάνατο του Νιούμαν το 2008.
Το «Butch Cassidy» έκανε τον Ρέντφορντ αστέρι από τη μια μέρα στην άλλη, αλλά εκείνος δεν αισθάνθηκε ποτέ άνετα με τη διασημότητα ούτε με την εικόνα του «αρσενικού ειδώλου», που τον ακολουθούσε ακόμα και μετά τα 60 του.
Ιδιαίτερα προσεκτικός με την προσωπική του ζωή, αγόρασε γη στη Γιούτα στις αρχές της δεκαετίας του 1970 για να φτιάξει ένα οικογενειακό καταφύγιο, απολαμβάνοντας ένα επίπεδο ιδιωτικότητας άγνωστο στους περισσότερους σταρ. Ο πρώτος του γάμος διήρκεσε περισσότερα από 25 χρόνια, μέχρι το διαζύγιό του το 1985. Το 2009 παντρεύτηκε για δεύτερη φορά τη Γερμανίδα καλλιτέχνιδα και μακροχρόνια σύντροφό του, Σίμπιλ Ζάγκαρς.
Χρησιμοποίησε τη φήμη του για να επιλέγει απαιτητικά κινηματογραφικά πρότζεκτ, ενώ στήριξε διακριτικά περιβαλλοντικές οργανώσεις όπως το Natural Resources Defense Council και το National Wildlife Federation. «Μερικοί άνθρωποι έχουν αναλύσεις. Εγώ έχω τη Γιούτα», είχε σχολιάσει.
Αν και ποτέ δεν έδειξε ενδιαφέρον να εισέλθει στην πολιτική, εξέφραζε συχνά φιλελεύθερες απόψεις. Σε συνέντευξή του το 2017, κατά την προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ, είχε δηλώσει στο Esquire ότι «η πολιτική βρίσκεται σε πολύ σκοτεινό σημείο αυτή τη στιγμή» και ότι ο Τραμπ θα έπρεπε «να παραιτηθεί για το καλό μας».
Αποφασισμένος να γίνει καλλιτέχνης, μετακόμισε αρχικά στην Ιταλία και αργότερα στη Νέα Υόρκη για να σπουδάσει ζωγραφική. Εγγράφηκε σε δραματική σχολή με στόχο να ασχοληθεί με το σκηνικό σχέδιο («η υποκριτική μου φαινόταν γελοία», θυμόταν), όμως τελικά πείστηκε να ανέβει στη σκηνή και το 1959 ήταν ήδη μόνιμος ηθοποιός στο Μπρόντγουεϊ, ενώ σύντομα άρχισε να εμφανίζεται και στην τηλεόραση.
Πρωτοεμφανίστηκε στον κινηματογράφο το 1962 με την ταινία χαμηλού προϋπολογισμού «Warhunt», αλλά έγινε γνωστός το 1967 με το «Ξυπόλητοι στο πάρκο», δίπλα στην Τζέιν Φόντα.
Απέρριψε τον ρόλο που ενσάρκωσε ο Ντάστιν Χόφμαν στον «Πρωτάρη» («ποτέ δεν έμοιαζα με 21χρονο φοιτητή που δεν είχε κάνει ποτέ σεξ», σχολίασε αργότερα) και προτίμησε το «Butch Cassidy and the Sundance Kid». Τη δεκαετία του 1970 ακολούθησαν ταινίες όπως το «The Way We Were» και το «Ο μεγάλος Γκάτσμπι».
OΡόμπερτ Ρέντφορντ, ο εμβληματικός ηθοποιός και σκηνοθέτης που σφράγισε τον αμερικανικό κινηματογράφο, πέθανε σε ηλικία 89 ετών στο σπίτι του στη Γιούτα.
Τον θάνατό του ανακοίνωσε η Σίντι Μπέργκερ, διευθύνουσα σύμβουλος του γραφείου δημοσίων σχέσεων Rogers & Cowan PMK. Όπως ανέφερε, πέθανε στον ύπνο του, χωρίς όμως να αναφέρει συγκεκριμένη αιτία.
Ο Ρέντφορντ άφησε την τελευταία του πνοή στο σπίτι του στο Sundance, στα βουνά της Γιούτα, έχοντας στο πλευρό του τα αγαπημένα του πρόσωπα, ανέφερε στο Reuters η Σίντι Μπέργκερ.
Ως ηθοποιός, πρωταγωνίστησε σε ταινίες όπως το «Butch Cassidy and the Sundance Kid» (1969), το «Όλοι οι άνθρωποι του προέδρου» (1976), το «Three Days of the Condor» (1975) και το «The Sting» (1973), που του χάρισε την πρώτη και μοναδική του υποψηφιότητα για Όσκαρ ερμηνείας.
Το πάθος του για τον κινηματογράφο τον οδήγησε στη δημιουργία του Ινστιτούτου Sundance, ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού που στηρίζει τον ανεξάρτητο κινηματογράφο και το θέατρο και έχει καθιερωθεί διεθνώς μέσα από το ετήσιο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Sundance.
Παράλληλα, υπήρξε ενεργός ακτιβιστής για το περιβάλλον και από το 1961 εγκαταστάθηκε στα βουνά της Γιούτα και πρωτοστάτησε σε δράσεις για την προστασία του φυσικού τοπίου της πολιτείας και της αμερικανικής Δύσης.
Αρχικά απορρίφθηκε ως «άλλος ένας ξανθός της Καλιφόρνια», όμως η γοητεία του και τα χαρακτηριστικά του τον κατέστησαν για μισό αιώνα έναν από τους πιο εμπορικούς πρωταγωνιστές του Χόλιγουντ και έναν από τους πιο αναγνωρίσιμους και αγαπημένους σταρ του παγκόσμιου κινηματογράφου.
Μάγεψε το κοινό σε ρομαντικούς ρόλους όπως στο «Πέρα από την Αφρική», ανέδειξε την πολιτική πλευρά του στο «The Candidate» και στο «Όλοι οι άνθρωποι του προέδρου», ενώ αποδόμησε την εικόνα του «χρυσού αγοριού» σε ταινίες όπως το «The Electric Horseman», όπου υποδύθηκε έναν αλκοολικό πρώην καουμπόι του ροντέο, και το «Indecent Proposal», ως μεσήλικας εκατομμυριούχος που αγοράζει τον έρωτα.
Με τα εκατομμύρια που κέρδισε ίδρυσε τη δεκαετία του 1970 το Ινστιτούτο και το Φεστιβάλ Sundance, προωθώντας τον ανεξάρτητο κινηματογράφο πολύ πριν αυτός γίνει μόδα.
Δεν κέρδισε ποτέ Όσκαρ ερμηνείας, αλλά η πρώτη του σκηνοθετική δουλειά, το οικογενειακό δράμα «Ordinary People» (1980), απέσπασε τα Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας και Σκηνοθεσίας.
Ωστόσο, έμεινε περισσότερο γνωστός για τις δύο πρώιμες συνεργασίες του με τον Πολ Νιούμαν: το γουέστερν «Butch Cassidy and the Sundance Kid» (1969) και το «The Sting» (1973), που αναδείχθηκαν σε κλασικά του αμερικανικού σινεμά. Παρά τη χημεία τους και τη μακρόχρονη φιλία τους, δεν συνεργάστηκαν ξανά μέχρι τον θάνατο του Νιούμαν το 2008.
Το «Butch Cassidy» έκανε τον Ρέντφορντ αστέρι από τη μια μέρα στην άλλη, αλλά εκείνος δεν αισθάνθηκε ποτέ άνετα με τη διασημότητα ούτε με την εικόνα του «αρσενικού ειδώλου», που τον ακολουθούσε ακόμα και μετά τα 60 του.
Ιδιαίτερα προσεκτικός με την προσωπική του ζωή, αγόρασε γη στη Γιούτα στις αρχές της δεκαετίας του 1970 για να φτιάξει ένα οικογενειακό καταφύγιο, απολαμβάνοντας ένα επίπεδο ιδιωτικότητας άγνωστο στους περισσότερους σταρ. Ο πρώτος του γάμος διήρκεσε περισσότερα από 25 χρόνια, μέχρι το διαζύγιό του το 1985. Το 2009 παντρεύτηκε για δεύτερη φορά τη Γερμανίδα καλλιτέχνιδα και μακροχρόνια σύντροφό του, Σίμπιλ Ζάγκαρς.
Χρησιμοποίησε τη φήμη του για να επιλέγει απαιτητικά κινηματογραφικά πρότζεκτ, ενώ στήριξε διακριτικά περιβαλλοντικές οργανώσεις όπως το Natural Resources Defense Council και το National Wildlife Federation. «Μερικοί άνθρωποι έχουν αναλύσεις. Εγώ έχω τη Γιούτα», είχε σχολιάσει.
Αν και ποτέ δεν έδειξε ενδιαφέρον να εισέλθει στην πολιτική, εξέφραζε συχνά φιλελεύθερες απόψεις. Σε συνέντευξή του το 2017, κατά την προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ, είχε δηλώσει στο Esquire ότι «η πολιτική βρίσκεται σε πολύ σκοτεινό σημείο αυτή τη στιγμή» και ότι ο Τραμπ θα έπρεπε «να παραιτηθεί για το καλό μας».
Το όνειρο να γίνει ζωγράφος
Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ γεννήθηκε στις 18 Αυγούστου 1937 στη Σάντα Μόνικα του Λος Άντζελες, σε μια οικογένεια που ο ίδιος χαρακτήριζε «κατώτερης εργατικής τάξης». Εξασφάλισε υποτροφία στο μπέιζμπολ, την οποία όμως έχασε εξαιτίας της έντονης κοινωνικής του ζωής.
Αποφασισμένος να γίνει καλλιτέχνης, μετακόμισε αρχικά στην Ιταλία και αργότερα στη Νέα Υόρκη για να σπουδάσει ζωγραφική. Εγγράφηκε σε δραματική σχολή με στόχο να ασχοληθεί με το σκηνικό σχέδιο («η υποκριτική μου φαινόταν γελοία», θυμόταν), όμως τελικά πείστηκε να ανέβει στη σκηνή και το 1959 ήταν ήδη μόνιμος ηθοποιός στο Μπρόντγουεϊ, ενώ σύντομα άρχισε να εμφανίζεται και στην τηλεόραση.
Πρωτοεμφανίστηκε στον κινηματογράφο το 1962 με την ταινία χαμηλού προϋπολογισμού «Warhunt», αλλά έγινε γνωστός το 1967 με το «Ξυπόλητοι στο πάρκο», δίπλα στην Τζέιν Φόντα.
Απέρριψε τον ρόλο που ενσάρκωσε ο Ντάστιν Χόφμαν στον «Πρωτάρη» («ποτέ δεν έμοιαζα με 21χρονο φοιτητή που δεν είχε κάνει ποτέ σεξ», σχολίασε αργότερα) και προτίμησε το «Butch Cassidy and the Sundance Kid». Τη δεκαετία του 1970 ακολούθησαν ταινίες όπως το «The Way We Were» και το «Ο μεγάλος Γκάτσμπι».
Από τη δεκαετία του 1980 αφιέρωσε περισσότερο χρόνο στην παραγωγή ταινιών και στην ίδρυση του Ινστιτούτου Sundance, ενός εργαστηρίου για νέους κινηματογραφιστές, καθώς και του Φεστιβάλ Sundance, που εξελίχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα βήματα για τον ανεξάρτητο κινηματογράφο παγκοσμίως.
Το 2001 τιμήθηκε με Τιμητικό Όσκαρ για τη συνολική του προσφορά.
Παρέμεινε ενεργός ως ηθοποιός και παραγωγός μέχρι το τέλος της ζωής του. Το 2017 συνεργάστηκε ξανά με την Τζέιν Φόντα για το Netflix στο δράμα «Our Souls at Night», μια ιστορία αγάπης ανάμεσα σε ένα χήρο και μια χήρα. «Ζω για τις ερωτικές σκηνές μαζί του», είχε δηλώσει τότε η Φόντα στη Βενετία.
Ο Ρέντφορντ είχε ανακοινώσει τότε ότι αυτή θα ήταν μια από τις τελευταίες του ερμηνείες, καθώς σκόπευε να αφοσιωθεί περισσότερο στη σκηνοθεσία και στην πρώτη του αγάπη — την τέχνη.
Η επιρροή και η κληρονομιά του
Ο Ρέντφορντ δεν έμεινε απλά ένας σταρ της μεγάλης οθόνης·
Έγινε σύμβολο ενός κινηματογράφου με βάθος της συνείδησης, που δεν φοβήθηκε να θίξει θέματα όπως η περιβαλλοντική κρίση, η κοινωνική και πολιτική διαφθορά.
Ήταν υποστηρικτής των ανθρώπινων δικαιωμάτων και της προστασίας του περιβάλλοντος.
Βραβεύσεις
Ως καλλιτέχνης
Βραβείο Όσκαρ για τη συνολική προσφορά του στον κινηματογράφο (2002) Ως ηθοποιός:
Βραβείο Emmy β' ανδρικού ρόλου για την τηλεοπτική σειρά Alcoa Premiere
Χρυσή Σφαίρα πιο πολλά υποσχόμενου ηθοποιού για την ταινία Inside Daisy Clover
Βραβείο BAFTA καλύτερου ηθοποιού για την ταινία Tell Them Willie Boy Is Here
Βραβείο BAFTA καλύτερου ηθοποιού για την ταινία Downhill Racer
Ως σκηνοθέτης:
Όσκαρ σκηνοθεσίας για την ταινία Ordinary People






Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου