Μπορεί η κυβέρνηση να περιφέρεται περιχαρής και να δηλώνει ικανοποίηση για το τέλος των Μνημονίων πολιτική που θα επικυρωθεί επίσημα τον ερχόμενο Αύγουστο, είναι βέβαιο όμως, ότι οι Έλληνες θα αργήσουν να νιώσουν στο πετσί και στο πορτοφόλι τους τη διαφορά (πριν και μετά το Μνημόνιο) και κυρίως, θα αργήσουν να πάρουν ανάσα από την υπερφορολόγηση που έχουν υποστεί όλα τα τελευταία χρόνια.
Και τι άλλο σημαίνει η τόσο μεγάλη και ανάλγητη υπερφορολόγηση; Σημαίνει φυσικά εκτός των άλλων, και μείωση των αποταμιεύσεων για τις δύσκολες ώρες και για τα γηρατειά. Όχι μόνο επομένως μείωση των συντάξεων, αλλά και δραματική πτώση των αποταμιεύσεων!
Όπως αναφέρει μάλιστα χαρακτηριστικά στην εβδομαδιαία του Επιθεώρηση ο ΣΕΒ «Η πτώση του εισοδήματος κατά το ¼ στα πρώτα χρόνια της προσαρμογής των Μνημονίων, καθώς και οι βαθιές περικοπές των συντάξεων, προφανώς αποτελούν σοκ για τη συμπεριφορά του καταναλωτή. Στην αρχή, ο καταναλωτής μπορεί να θεωρεί τις αλλαγές αυτές πρόσκαιρες, και να μην αντιδρά σε μεγάλο βαθμό. Όταν όμως, συνειδητοποιήσει ότι οι αλλαγές αυτές έχουν μόνιμο χαρακτήρα (και επηρεάζουν το «μόνιμο» εισόδημά του), τότε η καταναλωτική του συμπεριφορά μεταβάλλεται».
Στα χρόνια των Μνημονίων, η καταναλωτική συμπεριφορά άλλαξε δραματικά και το σοκ που έχουν υποστεί όλα τα κοινωνικά στρώματα, κυρίως όμως τα μεσαία, ήταν και είναι καταλυτικό. Το πιο ισχυρό σοκ όμως, χωρίς υπερβολή, το έχουν βιώσει οι συνταξιούχοι και οι ηλικιωμένοι, οι οποίοι είδαν τις οικονομίες τους να εξανεμίζονται και τις συντάξεις τους να ψαλιδίζονται κάθε χρόνο!
Ειρήσθω εν παρόδω να πούμε ότι οι συνταξιούχοι χθες, εκτός από την πορεία τους στο κέντρο της Αθήνας, είχαν συνάντηση με τον αναπληρωτή υπουργό Υγείας Παύλο Πολάκη στον οποίο γκρίνιαξαν αρκετά, αναφερόμενοι τόσο στις κουρεμένες συντάξεις, όσο και στην μεγάλη συμμετοχή τους για τα φάρμακα.
Επανερχόμενοι στο θέμα των αποταμιεύσεων, σύμφωνα με τον ΣΕΒ, «από το 2012 και μετά, η αποταμίευση των νοικοκυριών έχει γίνει αρνητική και επιδεινώνεται συν τω χρόνω κάτω από την επίδραση του προγράμματος προσαρμογής. Η αδυναμία αποταμίευσης έχει συνέπειες για την ευημερία των νοικοκυριών διαχρονικά, καθώς σε συνδυασμό με την απουσία τραπεζικής χρηματοδότησης, περιορίζει το ύψος των επενδύσεων των νοικοκυριών (αγορά κατοικίας, επιχειρηματική δραστηριότητα ελεύθερων επαγγελματιών, κ.ο.κ.), καθώς τα νοικοκυριά προσπαθούν να στηρίξουν ένα επίπεδο κατανάλωσης μεγαλύτερο από αυτό που στηρίζει το τρέχον εισόδημα τους, που συμπιέζεται λόγω της προσαρμογής».
Και συνεχίζει η επιθεώρηση του ΣΕΒ:
Παρά τις βαθιές περικοπές των συντάξεων από το 2010 (υπολογίζονται σε –14%), το εισόδημα των νοικοκυριών με αρχηγό οικογένειας άτομο ηλικίας 65-74 ετών μειώθηκε κατά -31%, ενώ η κατανάλωσή τους μειώθηκε κατά -27,4%, όσο περίπου και στις άλλες ηλικιακές ομάδες, γεγονός που παραπέμπει ενδεχομένως σε ηθελημένη αδυναμία κατανάλωσης, καθώς εισοδήματα των ηλικιωμένων χρησιμοποιούνται για να προφυλάξουν το επίπεδο κατανάλωσης των νεότερων ηλικιών που πλήττονται από πρωτόγνωρη ύφεση και ανεργία.
Το 2017, το ποσοστό αποταμίευσης διαμορφώθηκε μάλιστα, στο χαμηλότερο επίπεδο της σύγχρονης οικονομικής ιστορίας της χώρας (-7,3% του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος), με τους φόρους και εισφορές να έχουν αυξηθεί, ως ποσοστό του εισοδήματος των μισθωτών, των ελεύθερων επαγγελματιών και των συνταξιούχων, από 28,3% το 2014 σε 30% το 2017.
Η αδυναμία αποταμίευσης σήμερα έχει συνέπειες για την ευημερία των νοικοκυριών διαχρονικά, καθώς, σε συνδυασμό με την απουσία τραπεζικής χρηματοδότησης, περιορίζει το ύψος των επενδύσεων των νοικοκυριών (αγορά κατοικίας, επιχειρηματική δραστηριότητα ελεύθερων επαγγελματιών, κ.ο.κ.), καθώς τα νοικοκυριά προσπαθούν σήμερα να συντηρήσουν ένα επίπεδο κατανάλωσης μεγαλύτερο από αυτό που στηρίζει το τρέχον εισόδημά τους. Αξιοσημείωτο είναι ότι οι άνθρωποι που δεν αποταμιεύουν σήμερα, είναι εκείνοι στις πιο παραγωγικές ηλικίες των 35-54 ετώνπου, πριν την κρίση, και αποταμίευαν και αποπλήρωναν τα δάνειά τους και έβαζαν κάτι στην άκρη για αργότερα.
Μάλιστα, τα νοικοκυριά με αρχηγό οικογένειας ηλικίας 35-44 ετών είναι τα πλέον επιβαρυμένα. Ενώ στην αρχή της κρίσης (2010) αποταμίευαν το 2,3% των εισοδημάτων τους, σήμερα (2016) η αποταμίευση τους είχε γίνει βαθιά αρνητική (-13,3%). Όταν οι άνθρωποι αυτοί γίνουν συνταξιούχοι, τότε οι συσσωρευμένες αποταμιεύσεις τους θα είναι χαμηλές, ενώ και οι συντάξεις τους θα είναι μειωμένες, λόγω της ανυπαρξίας συνταξιοδοτικής αποταμίευσης, αλλά και της προϊούσας γήρανσης του πληθυσμού. Έτσι, η κατανάλωσή τους θα συμπιέζεται και από τις δύο πλευρές. Τέλος, τα νοικοκυριά με αρχηγό οικογένειας σε ηλικία έως 34 ετών, υπό κανονικές συνθήκες, έχουν αρνητική αποταμίευση, καθώς η κατανάλωσή τους στηρίζεται στα δανεικά από τις τράπεζες ή με «χορηγίες» γονέων.
Προφανώς, στην Ελλάδα οι αποταμιεύσεις των ηλικιωμένων τείνουν να στηρίζουν κυρίως τα παιδιά τους, είτε ενισχύοντας το εισόδημά τους, εν ζωή, είτε τον πλούτο τους, μετά θάνατον. Παρόλα αυτά, πολλοί νέοι άνθρωποι φεύγουν από την Ελλάδα σε αναζήτηση επαγγελματικής αποκατάστασης (το γνωστό brain drain), ενώ όσοι σπούδασαν στο εξωτερικό, δεν επιστρέφουν πίσω στην πατρίδα.
Και αυτό συμβαίνει διότι αξιώνουν την απλή κανονικότητα που τους στέρησε η χώρα στην οποία γεννήθηκαν, δηλαδή να αγοράσουν ένα σπίτι, να ανοίξουν μια επιχείρηση και να φτιάξουν οικογένεια. Δεν είναι τυχαίο, πάντως, που η ελληνική κοινωνία «άντεξε» την μεγαλύτερη κρίση στην μεταπολεμική της ιστορία, καθώς οι συντάξεις έπαιξαν τον ρόλο της μητέρας όλων των οικονομικών σταθεροποιητών, στηρίζοντας την κατανάλωση ακόμη και των πιο παραγωγικών ηλικιών που υπερφορολογούνται για να πληρωθούν οι συντάξεις, σε ένα φαύλο κύκλο που δεν αφήνει την οικονομία να σταθεί στα πόδια της.
Επιμέλεια: Νατάσσα Ν. Σπαγαδώρου -
Onmed.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου