Η χίμαιρα της εξόδου της Ελλάδας από την κρίση, που κάποιοι στην κυβέρνηση επαγγέλλονται, ωχριά μπροστά στην αμείλικτη πραγματικότητα της φορολογίας, της ακρίβειας και των ισχνών εισοδημάτων. Οι Eλληνες πληρώνουν φόρους σκανδιναβικούς αλλά αμείβονται με μισθούς Τρίτου Κόσμου και παράλληλα αντιμετωπίζουν κόστος διαβίωσης υψηλότερο από πολλά κεντροευρωπαϊκά κράτη.
Τρεις πρόσφατες μελέτες, η μία της ελβετικής τράπεζας UBS, η άλλη του ΟΟΣΑ και η τρίτη του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών αποτυπώνουν τη θλιβερή κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει ο μέσος Eλληνας και καταρρίπτουν το αφήγημα περί ανάκαμψης. Διότι όπως αποδεικνύεται όχι μόνον το εισόδημα των νοικοκυριών έχει μειωθεί δραματικά ούτε απλώς το απομυζά χωρίς προηγούμενο το Δημόσιο με τους φόρους του αλλά και τα επίπεδα τιμών έχουν παραμείνει σε υψηλότατα επίπεδα. Η εσωτερική υποτίμηση άγγιξε δηλαδή κυρίως την πλευρά της ζήτησης και όχι της προσφοράς, κατεβάζοντας το επίπεδο διαβίωσης περισσότερο από όσο τα επίσημα νούμερα υπονοούν, ειδικά σε μια χώρα που εξαρτάται από τις εισαγωγές και παράγει λίγα πράγματα που να καλύπτουν τις ανάγκες των κατοίκων της.
Η κατάσταση για το επίπεδο διαβίωσης στην Ελλάδα αποδεικνύεται ακόμα χειρότερη, εάν συνυπολογιστούν και άλλες παράμετροι όπως η ένταση εργασίας και η απόδοσή της. Eνας εργαζόμενος στην Αθήνα αμείβεται με λιγότερο από ένα τρίτο (28,1%) από όσα θα κέρδιζε εάν εργαζόταν στη Νέα Υόρκη (100%) σύμφωνα με τη μελέτη της ελβετικής επενδυτικής τράπεζας UBS με τίτλο «Prices & Earnings 2018» που συνέταξε η μονάδα Wealth Management του οίκου. Oμως, το κόστος διαβίωσής του στην Ελλάδα ξεπερνά τα δύο τρίτα (72,7%) αυτού της αμερικανικής μητρόπολης. Εργάζεται, δε, ετησίως για να κερδίσει αυτά τα εισοδήματα περισσότερο από ό,τι ένας Γερμανός που ζει στη Φρανκφούρτη και με λιγότερες εργάσιμες μέρες τον χρόνο άδεια από ό,τι εάν εργαζόταν στη γερμανική τραπεζική πρωτεύουσα.
Υψηλή φορολόγηση
Με 2.092 ώρες εργασίας τον χρόνο, οι Αθηναίοι δουλεύουν εξίσου πολύ με τους Κινέζους στο Πεκίνο και λίγο περισσότερο από τους Νεοϋορκέζους. Δουλεύουν, επίσης, 320 ώρες πιο πολύ από τους Γερμανούς στη Φρανκφούρτη και περίπου 500 ώρες παραπάνω από τους Γάλλους στο Παρίσι και τους Ιταλούς στη Ρώμη. Αυτά προκύπτουν από την εκτενή και λεπτομερέστατη βάση δεδομένων που δημοσίευσε πριν από λίγες μέρες η UBS (www.ubs.com/microsites/prices-earnings/en).
Ομως, παρά το υψηλό συγκριτικά κόστος διαβίωσης, οι Ελληνες καλούνται να καταβάλουν δυσανάλογα υψηλούς φόρους και μάλιστα για υπηρεσίες παρεχόμενες από το κράτος χαμηλής ποιότητας. Σύμφωνα με την έκθεση του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών - Μάρκος Δραγούμης (ΚΕΦίΜ) που δημοσιεύθηκε στην αρχή της εβδομάδας, οι Ελληνες δουλεύουν περισσότερο από έξι μήνες κάθε χρόνο για να συγκεντρώσουν το ποσό που καλούνται να πληρώσουν σε φόρους, άμεσους, έμμεσους ή με τη μορφή εισφορών. Θα δουλέψουν φέτος 198 ημέρες από τις 365 του χρόνου για να πληρώσουν τις υποχρεώσεις τους σε φόρους και εισφορές. Οπως μάλιστα προκύπτει από τα διαχρονικά στοιχεία της έκθεσης, οι φορολογούμενοι θα εργαστούν φέτος 12 ημέρες επιπλέον για το κράτος σε σχέση με το 2017 και 50 μέρες ή ενάμιση σχεδόν μήνα παραπάνω από ό,τι το 2009 οπότε και ξέσπασε η κρίση από την οποία υποτίθεται πως τώρα βγαίνει η χώρα. Στην πραγματικότητα επιβεβαιώνεται για μία ακόμη φορά πως μετά μια δεκαετία κρίσης οι Ελληνες, όσοι από αυτούς εργάζονται στον ιδιωτικό τομέα, είναι σημαντικά φτωχότεροι, καθώς καλούνται να πληρώνουν υπέρογκους φόρους για να συντηρήσουν τις δαπάνες του κράτους που στην πλειονότητά τους αφορούν μισθούς και συντάξεις του Δημοσίου. Η Ελλάδα έχει εξάλλου και τον τέταρτο υψηλότερο συντελεστή φορολόγησης των επιχειρήσεων μαζί με το Βέλγιο μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, τη στιγμή που στις γειτονικές χώρες όπως η Βουλγαρία ή η Κύπρος, οι συντελεστές φορολόγησης των επιχειρήσεων κυμαίνονται μεταξύ 10 και 12%. Η Εrnst & Young μάλιστα στην έκθεση «The outlook for global tax policy in 2018» αναφέρει πως μετά τις αλλαγές των τελευταίων ετών, δεν προβλέπεται μεταβολή των βασικών φορολογικών συντελεστών (εταιρική φορολογία, φορολογία εισοδήματος και ΦΠΑ) αλλά ενδέχεται να υπάρξει αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης σε τομείς όπως η φορολόγηση των κεφαλαιουχικών κερδών, η παρακράτηση φόρων και η φορολόγηση των ψηφιακών δραστηριοτήτων.
Πιο ακριβά ενοίκια στην Αθήνα από Βαρκελώνη - Βερολίνο
Η μελέτη της UBS αποκαλύπτει πολλά ποιοτικά και ποσοτικά στοιχεία που δείχνουν τις επιπτώσεις της υπερφορολόγησης φυσικών προσώπων και επιχειρήσεων και όχι μόνον. Η Αθήνα εμφανίζεται λοιπόν στην 37η θέση μεταξύ των 77 πόλεων που περιλαμβάνει η εργασία της UBS όσον αφορά τη συνολική κατάταξή της με βάση τον «δείκτη τιμών» του οίκου. Η θέση αυτή είναι επτά σκαλιά υψηλότερη από εκείνη του 2015, οπότε και ο δείκτης τιμών έφερνε την πρωτεύουσα στην 44η θέση. Αυτός ο δείκτης τιμών κόστους διαβίωσης υπολογίζεται με βάση τη σύνθεση ενός καλαθιού προϊόντων και υπηρεσιών αναφοράς που εκτιμάται ότι αντιπροσωπεύει τις καταναλωτικές συνήθειες και όρους διαβίωσης μιας μέσης ευρωπαϊκής οικογένειας τριών ατόμων.
Οι τιμές των 122 αυτών αγαθών και υπηρεσιών σταθμίζονται με βάση τη μηνιαία κατανάλωση των προϊόντων και των υπηρεσιών. Για παράδειγμα, η UBS υποθέτει ότι μια τριμελής οικογένεια στην Ευρώπη καταναλώνει σχεδόν 15 κιλά λαχανικά κάθε μήνα, αλλά αγοράζει μόνο έναν νέο προσωπικό ηλεκτρονικό υπολογιστή κάθε 2,5 χρόνια. Οι τιμές αυτές συνθέτουν την επιμέρους μέτρηση και εμφανίζονται συγκριτικά με την πόλη αναφοράς που, για λόγους διεθνούς απήχησης της έκθεσης, είναι η Νέα Υόρκη.
Για παράδειγμα, το κόστος διαβίωσης στην Αθήνα υπολογίζεται πως είναι το 72,7% αυτού της Νέας Υόρκης το οποίο έχει τιμή 100%. Η ίδια διαδικασία εφαρμόζεται και για το κόστος διαβίωσης συμπεριλαμβανομένου του ενοικίου που διαφοροποιεί την κατάταξη της κάθε πόλης ειδικά συγκριτικά με αυτές που έχουν ακμάζουσες αγορές ακινήτων όπως η Νέα Υόρκη. Ετσι, ενώ η Αθήνα έχει κόστος διαβίωσης 72,7% αυτού της Νέας Υόρκης, εάν συμπεριληφθούν οι δαπάνες για ενοικίαση κατοικίας αυτό υποχωρεί κατά τι και ειδικότερα στο 64% To μέσο μηνιαίο κόστος ενοικίασης ενός αξιοπρεπούς νεόδμητου διαμερίσματος, για μία οικογένεια τριών ατόμων, τεκμαίρεται από τους συντάκτες της έκθεσης της UBS πως είναι ακριβότερο από ό,τι στη Λισσαβώνα, στη Βαρκελώνη, στη Λευκωσία, στο Βερολίνο αλλά και στη Λυών και στο Μόντρεαλ. Αξίζει ίσως να επισημανθεί επίσης πως το κόστος της στέγασης στην Αθήνα εμφανίζεται να είναι το ίδιο με εκείνο που πληρώνει ένας καλοπληρωμένος Γερμανός στο Βερολίνο.
Tα προϊόντα
Επιπλέον, οι τιμές που πληρώνουν οι Αθηναίοι είναι ευθέως συγκρίσιμες (διαφορά μιας θέσης) με αυτές που καταβάλλουν για τα ίδια προϊόντα οι κάτοικοι του Ντουμπάι, αφού ζουν στην 37η ακριβότερη πόλη του κόσμου. Το συνολικό κόστος ζωής στην Αθήνα εμφανίζεται μάλιστα υψηλότερο από της Λευκωσίας, της Βαρκελώνης και της Λισσαβώνας – μητροπόλεις τριών ευρωπαϊκών κρατών με τις οποίες συχνά συγκρίνεται η χώρα μας. Και αυτό παρά το γεγονός πως οι μισθοί των Αθηναίων είναι παρεμφερείς με των Βραζιλιάνων στο Σάο Πάολο ή των κατοίκων του Σαντιάγο στη Χιλή.
Το ποσό που πρέπει να καταβάλει μία τριμελής οικογένεια στην Αθήνα για τα τρόφιμα του μήνα είναι υψηλότερο από ό,τι στη Βαρκελώνη, στη Λισσαβώνα και στη Μαδρίτη. Μία άλλη κρίσιμη δαπάνη για καθημερινή υπηρεσία, αυτή των μεταφορών, εμφανίζεται επίσης δυσανάλογα ακριβή σε σχέση τόσο με την ποιότητα των παρεχομένων υπηρεσιών όσο βέβαια και σε σχέση με το διαθέσιμο εισόδημα: Η ελληνική πρωτεύουσα είναι η 25η ακριβότερη πόλη στον κόσμο με βάση το κόστος των δημόσιων μεταφορών, όπως το μέτρησε η UBS συνυπολογίζοντας τα εισιτήρια του μετρό και του τρένου καθώς και τα κόμιστρα του ταξί.
Τι γίνεται, όμως, με βασικά ηλεκτρονικά καταναλωτικά αγαθά; Μια τηλεόραση 40 ιντσών, ένας φορητός υπολογιστής ή ένα iPhone X είναι ακριβότερα στην Αθήνα από ό,τι στο Λονδίνο, αφού η ελληνική πρωτεύουσα είναι η 13η ακριβότερη πόλη του κόσμου στα ηλεκτρονικά. Η UBS εκτιμά πως ένας Αθηναίος πρέπει να δουλέψει 262 ώρες –ή 32 εργάσιμες ημέρες πλήρους οκταώρου– για να συγκεντρώσει τα χρήματα ώστε να αγοράσει το νέο iPhoneX. Το smartphone αυτό θα χρειαστεί πάντως μόνο 38 ώρες εργασίας από έναν Ελβετό στη Ζυρίχη ή 54 ώρες για έναν Κύπριο που κατοικεί στη Λευκωσία.
Η ανταγωνιστικότητα
Ενας άλλος δημοφιλής δείκτης επιπέδου τιμών διεθνώς είναι ο λεγόμενος McDonald’s Index. Με βάση την εργασία της UBS στην Αθήνα απαιτούνται 44 λεπτά δουλειάς για να εξοικονομηθούν οι πόροι για να αγοράσει κάποιος ένα Big Mac στα MacDonald’s, όσο και στην Πράγα ή στην Κροατία. Το ίδιο burger απαιτεί πάντως δουλειά μόλις 12 λεπτών στο Χονγκ Κονγκ και στο Τόκιο, αλλά 101 λεπτών στο Κάιρο.
Ολα αυτά βέβαια διαβρώνουν και την ανταγωνιστικότητα της Αθήνας και κατ’ επέκταση της χώρας ως τουριστικού προορισμού. Η UBS υπολογίζει πως ένα Σαββατοκύριακο στην ελληνική πρωτεύουσα κοστίζει για ένα ζεύγος ξένων επισκεπτών 606 δολάρια. Αυτό είναι το κόστος για τη διαμονή μιας βραδιάς σε ξενοδοχείο πρώτης κατηγορίας, δύο δείπνων σε εστιατόριο με ένα μπουκάλι κρασί, μετακίνηση μία φορά με ταξί και μία με μέσα μαζικής μεταφοράς και ενοικίαση αυτοκινήτου για 100 χιλιόμετρα. Το ίδιο Σαββατοκύριακο κοστίζει 512 δολάρια στη Λευκωσία και 473 δολάρια στη Λισσαβώνα. Η Αθήνα κατά την ελβετική τράπεζα είναι η 41η ακριβότερη πόλη του κόσμου για τους τουρίστες όταν η Κωνσταντινούπολη (363 δολάρια) βρίσκεται στην 74η θέση και είναι η τέταρτη φθηνότερη πόλη στον πλανήτη.
kathimerini.gr/
Τρεις πρόσφατες μελέτες, η μία της ελβετικής τράπεζας UBS, η άλλη του ΟΟΣΑ και η τρίτη του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών αποτυπώνουν τη θλιβερή κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει ο μέσος Eλληνας και καταρρίπτουν το αφήγημα περί ανάκαμψης. Διότι όπως αποδεικνύεται όχι μόνον το εισόδημα των νοικοκυριών έχει μειωθεί δραματικά ούτε απλώς το απομυζά χωρίς προηγούμενο το Δημόσιο με τους φόρους του αλλά και τα επίπεδα τιμών έχουν παραμείνει σε υψηλότατα επίπεδα. Η εσωτερική υποτίμηση άγγιξε δηλαδή κυρίως την πλευρά της ζήτησης και όχι της προσφοράς, κατεβάζοντας το επίπεδο διαβίωσης περισσότερο από όσο τα επίσημα νούμερα υπονοούν, ειδικά σε μια χώρα που εξαρτάται από τις εισαγωγές και παράγει λίγα πράγματα που να καλύπτουν τις ανάγκες των κατοίκων της.
Η κατάσταση για το επίπεδο διαβίωσης στην Ελλάδα αποδεικνύεται ακόμα χειρότερη, εάν συνυπολογιστούν και άλλες παράμετροι όπως η ένταση εργασίας και η απόδοσή της. Eνας εργαζόμενος στην Αθήνα αμείβεται με λιγότερο από ένα τρίτο (28,1%) από όσα θα κέρδιζε εάν εργαζόταν στη Νέα Υόρκη (100%) σύμφωνα με τη μελέτη της ελβετικής επενδυτικής τράπεζας UBS με τίτλο «Prices & Earnings 2018» που συνέταξε η μονάδα Wealth Management του οίκου. Oμως, το κόστος διαβίωσής του στην Ελλάδα ξεπερνά τα δύο τρίτα (72,7%) αυτού της αμερικανικής μητρόπολης. Εργάζεται, δε, ετησίως για να κερδίσει αυτά τα εισοδήματα περισσότερο από ό,τι ένας Γερμανός που ζει στη Φρανκφούρτη και με λιγότερες εργάσιμες μέρες τον χρόνο άδεια από ό,τι εάν εργαζόταν στη γερμανική τραπεζική πρωτεύουσα.
Υψηλή φορολόγηση
Με 2.092 ώρες εργασίας τον χρόνο, οι Αθηναίοι δουλεύουν εξίσου πολύ με τους Κινέζους στο Πεκίνο και λίγο περισσότερο από τους Νεοϋορκέζους. Δουλεύουν, επίσης, 320 ώρες πιο πολύ από τους Γερμανούς στη Φρανκφούρτη και περίπου 500 ώρες παραπάνω από τους Γάλλους στο Παρίσι και τους Ιταλούς στη Ρώμη. Αυτά προκύπτουν από την εκτενή και λεπτομερέστατη βάση δεδομένων που δημοσίευσε πριν από λίγες μέρες η UBS (www.ubs.com/microsites/prices-earnings/en).
Ομως, παρά το υψηλό συγκριτικά κόστος διαβίωσης, οι Ελληνες καλούνται να καταβάλουν δυσανάλογα υψηλούς φόρους και μάλιστα για υπηρεσίες παρεχόμενες από το κράτος χαμηλής ποιότητας. Σύμφωνα με την έκθεση του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών - Μάρκος Δραγούμης (ΚΕΦίΜ) που δημοσιεύθηκε στην αρχή της εβδομάδας, οι Ελληνες δουλεύουν περισσότερο από έξι μήνες κάθε χρόνο για να συγκεντρώσουν το ποσό που καλούνται να πληρώσουν σε φόρους, άμεσους, έμμεσους ή με τη μορφή εισφορών. Θα δουλέψουν φέτος 198 ημέρες από τις 365 του χρόνου για να πληρώσουν τις υποχρεώσεις τους σε φόρους και εισφορές. Οπως μάλιστα προκύπτει από τα διαχρονικά στοιχεία της έκθεσης, οι φορολογούμενοι θα εργαστούν φέτος 12 ημέρες επιπλέον για το κράτος σε σχέση με το 2017 και 50 μέρες ή ενάμιση σχεδόν μήνα παραπάνω από ό,τι το 2009 οπότε και ξέσπασε η κρίση από την οποία υποτίθεται πως τώρα βγαίνει η χώρα. Στην πραγματικότητα επιβεβαιώνεται για μία ακόμη φορά πως μετά μια δεκαετία κρίσης οι Ελληνες, όσοι από αυτούς εργάζονται στον ιδιωτικό τομέα, είναι σημαντικά φτωχότεροι, καθώς καλούνται να πληρώνουν υπέρογκους φόρους για να συντηρήσουν τις δαπάνες του κράτους που στην πλειονότητά τους αφορούν μισθούς και συντάξεις του Δημοσίου. Η Ελλάδα έχει εξάλλου και τον τέταρτο υψηλότερο συντελεστή φορολόγησης των επιχειρήσεων μαζί με το Βέλγιο μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, τη στιγμή που στις γειτονικές χώρες όπως η Βουλγαρία ή η Κύπρος, οι συντελεστές φορολόγησης των επιχειρήσεων κυμαίνονται μεταξύ 10 και 12%. Η Εrnst & Young μάλιστα στην έκθεση «The outlook for global tax policy in 2018» αναφέρει πως μετά τις αλλαγές των τελευταίων ετών, δεν προβλέπεται μεταβολή των βασικών φορολογικών συντελεστών (εταιρική φορολογία, φορολογία εισοδήματος και ΦΠΑ) αλλά ενδέχεται να υπάρξει αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης σε τομείς όπως η φορολόγηση των κεφαλαιουχικών κερδών, η παρακράτηση φόρων και η φορολόγηση των ψηφιακών δραστηριοτήτων.
Πιο ακριβά ενοίκια στην Αθήνα από Βαρκελώνη - Βερολίνο
Η μελέτη της UBS αποκαλύπτει πολλά ποιοτικά και ποσοτικά στοιχεία που δείχνουν τις επιπτώσεις της υπερφορολόγησης φυσικών προσώπων και επιχειρήσεων και όχι μόνον. Η Αθήνα εμφανίζεται λοιπόν στην 37η θέση μεταξύ των 77 πόλεων που περιλαμβάνει η εργασία της UBS όσον αφορά τη συνολική κατάταξή της με βάση τον «δείκτη τιμών» του οίκου. Η θέση αυτή είναι επτά σκαλιά υψηλότερη από εκείνη του 2015, οπότε και ο δείκτης τιμών έφερνε την πρωτεύουσα στην 44η θέση. Αυτός ο δείκτης τιμών κόστους διαβίωσης υπολογίζεται με βάση τη σύνθεση ενός καλαθιού προϊόντων και υπηρεσιών αναφοράς που εκτιμάται ότι αντιπροσωπεύει τις καταναλωτικές συνήθειες και όρους διαβίωσης μιας μέσης ευρωπαϊκής οικογένειας τριών ατόμων.
Οι τιμές των 122 αυτών αγαθών και υπηρεσιών σταθμίζονται με βάση τη μηνιαία κατανάλωση των προϊόντων και των υπηρεσιών. Για παράδειγμα, η UBS υποθέτει ότι μια τριμελής οικογένεια στην Ευρώπη καταναλώνει σχεδόν 15 κιλά λαχανικά κάθε μήνα, αλλά αγοράζει μόνο έναν νέο προσωπικό ηλεκτρονικό υπολογιστή κάθε 2,5 χρόνια. Οι τιμές αυτές συνθέτουν την επιμέρους μέτρηση και εμφανίζονται συγκριτικά με την πόλη αναφοράς που, για λόγους διεθνούς απήχησης της έκθεσης, είναι η Νέα Υόρκη.
Για παράδειγμα, το κόστος διαβίωσης στην Αθήνα υπολογίζεται πως είναι το 72,7% αυτού της Νέας Υόρκης το οποίο έχει τιμή 100%. Η ίδια διαδικασία εφαρμόζεται και για το κόστος διαβίωσης συμπεριλαμβανομένου του ενοικίου που διαφοροποιεί την κατάταξη της κάθε πόλης ειδικά συγκριτικά με αυτές που έχουν ακμάζουσες αγορές ακινήτων όπως η Νέα Υόρκη. Ετσι, ενώ η Αθήνα έχει κόστος διαβίωσης 72,7% αυτού της Νέας Υόρκης, εάν συμπεριληφθούν οι δαπάνες για ενοικίαση κατοικίας αυτό υποχωρεί κατά τι και ειδικότερα στο 64% To μέσο μηνιαίο κόστος ενοικίασης ενός αξιοπρεπούς νεόδμητου διαμερίσματος, για μία οικογένεια τριών ατόμων, τεκμαίρεται από τους συντάκτες της έκθεσης της UBS πως είναι ακριβότερο από ό,τι στη Λισσαβώνα, στη Βαρκελώνη, στη Λευκωσία, στο Βερολίνο αλλά και στη Λυών και στο Μόντρεαλ. Αξίζει ίσως να επισημανθεί επίσης πως το κόστος της στέγασης στην Αθήνα εμφανίζεται να είναι το ίδιο με εκείνο που πληρώνει ένας καλοπληρωμένος Γερμανός στο Βερολίνο.
Tα προϊόντα
Επιπλέον, οι τιμές που πληρώνουν οι Αθηναίοι είναι ευθέως συγκρίσιμες (διαφορά μιας θέσης) με αυτές που καταβάλλουν για τα ίδια προϊόντα οι κάτοικοι του Ντουμπάι, αφού ζουν στην 37η ακριβότερη πόλη του κόσμου. Το συνολικό κόστος ζωής στην Αθήνα εμφανίζεται μάλιστα υψηλότερο από της Λευκωσίας, της Βαρκελώνης και της Λισσαβώνας – μητροπόλεις τριών ευρωπαϊκών κρατών με τις οποίες συχνά συγκρίνεται η χώρα μας. Και αυτό παρά το γεγονός πως οι μισθοί των Αθηναίων είναι παρεμφερείς με των Βραζιλιάνων στο Σάο Πάολο ή των κατοίκων του Σαντιάγο στη Χιλή.
Το ποσό που πρέπει να καταβάλει μία τριμελής οικογένεια στην Αθήνα για τα τρόφιμα του μήνα είναι υψηλότερο από ό,τι στη Βαρκελώνη, στη Λισσαβώνα και στη Μαδρίτη. Μία άλλη κρίσιμη δαπάνη για καθημερινή υπηρεσία, αυτή των μεταφορών, εμφανίζεται επίσης δυσανάλογα ακριβή σε σχέση τόσο με την ποιότητα των παρεχομένων υπηρεσιών όσο βέβαια και σε σχέση με το διαθέσιμο εισόδημα: Η ελληνική πρωτεύουσα είναι η 25η ακριβότερη πόλη στον κόσμο με βάση το κόστος των δημόσιων μεταφορών, όπως το μέτρησε η UBS συνυπολογίζοντας τα εισιτήρια του μετρό και του τρένου καθώς και τα κόμιστρα του ταξί.
Τι γίνεται, όμως, με βασικά ηλεκτρονικά καταναλωτικά αγαθά; Μια τηλεόραση 40 ιντσών, ένας φορητός υπολογιστής ή ένα iPhone X είναι ακριβότερα στην Αθήνα από ό,τι στο Λονδίνο, αφού η ελληνική πρωτεύουσα είναι η 13η ακριβότερη πόλη του κόσμου στα ηλεκτρονικά. Η UBS εκτιμά πως ένας Αθηναίος πρέπει να δουλέψει 262 ώρες –ή 32 εργάσιμες ημέρες πλήρους οκταώρου– για να συγκεντρώσει τα χρήματα ώστε να αγοράσει το νέο iPhoneX. Το smartphone αυτό θα χρειαστεί πάντως μόνο 38 ώρες εργασίας από έναν Ελβετό στη Ζυρίχη ή 54 ώρες για έναν Κύπριο που κατοικεί στη Λευκωσία.
Η ανταγωνιστικότητα
Ενας άλλος δημοφιλής δείκτης επιπέδου τιμών διεθνώς είναι ο λεγόμενος McDonald’s Index. Με βάση την εργασία της UBS στην Αθήνα απαιτούνται 44 λεπτά δουλειάς για να εξοικονομηθούν οι πόροι για να αγοράσει κάποιος ένα Big Mac στα MacDonald’s, όσο και στην Πράγα ή στην Κροατία. Το ίδιο burger απαιτεί πάντως δουλειά μόλις 12 λεπτών στο Χονγκ Κονγκ και στο Τόκιο, αλλά 101 λεπτών στο Κάιρο.
Ολα αυτά βέβαια διαβρώνουν και την ανταγωνιστικότητα της Αθήνας και κατ’ επέκταση της χώρας ως τουριστικού προορισμού. Η UBS υπολογίζει πως ένα Σαββατοκύριακο στην ελληνική πρωτεύουσα κοστίζει για ένα ζεύγος ξένων επισκεπτών 606 δολάρια. Αυτό είναι το κόστος για τη διαμονή μιας βραδιάς σε ξενοδοχείο πρώτης κατηγορίας, δύο δείπνων σε εστιατόριο με ένα μπουκάλι κρασί, μετακίνηση μία φορά με ταξί και μία με μέσα μαζικής μεταφοράς και ενοικίαση αυτοκινήτου για 100 χιλιόμετρα. Το ίδιο Σαββατοκύριακο κοστίζει 512 δολάρια στη Λευκωσία και 473 δολάρια στη Λισσαβώνα. Η Αθήνα κατά την ελβετική τράπεζα είναι η 41η ακριβότερη πόλη του κόσμου για τους τουρίστες όταν η Κωνσταντινούπολη (363 δολάρια) βρίσκεται στην 74η θέση και είναι η τέταρτη φθηνότερη πόλη στον πλανήτη.
kathimerini.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου