medlabnews.gr
Έφυγε από τη ζωή ο σπουδαίος μουσικοσυνθέτης Μίκης Θεοδωράκης, σε ηλικία 96 ετών.
Ένα δυσαναπλήρωτο κενό μένει από σήμερα στο πολιτιστικό, ιδεολογικό και πολιτικό περιβάλλον της Ελλάδας.
Ο Μίκης Θεοδωράκης αποτελεί μία από τις σημαντικότερες και πιο πολυσυζητημένες προσωπικότητες της νεώτερης Ελλάδας με παγκόσμιο κύρος.
Σε ηλικία μόλις 12 ετών συνέθεσε το πρώτο μουσικό του έργο, ενώ στα 17 έδωσε το πρώτο του ρεσιτάλ στην Τρίπολη με το δικό του έργο «Κασσιανή».
Το 1943 ο Μίκης Θεοδωράκης εγκαθίσταται οριστικά στην Αθήνα και συνεχίζει τις μουσικές του σπουδές, με δάσκαλο τον Φιλοκτήτη Οικονομίδη. Ταυτόχρονα, αναπτύσσει αντιστασιακή δράση, μέσα από τις τάξεις της ΕΠΟΝ και του ΚΚΕ. Τότε, θα συλληφθεί από τους Ιταλούς και στη φυλακή θα γνωρίσει το έργο του Μαρξ.
Επίσης, κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου (1946-1949) θα εξοριστεί πρώτα στην Ικαρία και στη συνέχεια στη Μακρόνησο. Οι πολιτικές του διώξεις δεν ανακόπτουν το δημιουργικό του έργο.
Με την επιβολή της δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967 ξεκινήσει ένας νέος κύκλος διώξεων και εξοριών για τον συνθέτη, που τελείωσε το 1970 με την αμνηστία που του χορηγήθηκε, ύστερα από διεθνή κατακραυγή και προσπάθειες προσωπικοτήτων, όπως ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς, ο Λέοναρντ Μπερνστάιν, ο Χάρι Μπελαφόντε, ο Άρθουρ Μίλερ και ο Χανς Άισλερ.
Έφυγε στο εξωτερικό και έδωσε δεκάδες συναυλίες εναντίον των συνταγματαρχών, που τον έκαναν παντού γνωστό ως σύμβολο του αντιδικτατορικού αγώνα.
Μίκης Θεοδωράκης: Η ενασχόληση με την πολιτική
Κατά την διάρκεια της Μεταπολίτευσης ο Μίκης Θεοδωράκης ασχολήθηκε ενεργά με την πολιτική, ενώ έθεσε το περίφημο δίλημμα «Καραμανλής ή τανκς». Μάλιστα, εκλέχθηκε βουλευτής (2 φορές με το ΚΚΕ και δύο φορές με τη Νέα Δημοκρατία) κι έγινε υπουργός στην κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Παράλληλα, ξεκίνησε με τον Τούρκο μουσικό Ζουλφί Λιβανελί μία προσπάθεια προσέγγισης ανάμεσα στους λαούς της Ελλάδας και της Τουρκίας.
Το 1978 ήταν υποψήφιος δήμαρχος Αθηναίων με την στήριξη του ΚΚΕ. Τότε, ήρθε τρίτος με ποσοστό 16,32%, πίσω από τον κυβερνητικό Γιώργο Πλυτά και τον Δημήτρη Μπέη που εξελέγη στον β’ γύρο.
Μίκης Θεοδωράκης: Βραβεία και διακρίσεις
Ο Μίκης Θεοδωράκης έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία και διακρίσεις, όπως το βραβείο ειρήνης «Λένιν» της Σοβιετικής Ένωσης (1983), το παράσημο του Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος που του απονεμήθηκε στις 24 Ιουλίου 1995 από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλο , καθώς και το παράσημο του αξιωματικού της Λεγεώνας της Τιμής, ανώτατη διάκριση της Γαλλικής Δημοκρατίας (Μάρτιος 1996). Στις 27 Μαΐου 1996 το Πανεπιστήμιο Αθηνών τον αναγόρευσε «ομοθύμως» επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος Μουσικών Σπουδών και τον Μάρτιο του 2000 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Μουσικών Σπουδών στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ). Τον Ιούλιο του 2002 τιμήθηκε με το γερμανικό μουσικό βραβείο «Έριχ Κόρνγκολντ» και τον Μάιο του 2005 με το διεθνές βραβείο μουσικής για το 2005 από το Διεθνές Συμβούλιο Μουσικής και την UNESCO. Επίσης, τον Μάρτιο του 2007 τιμήθηκε με τον Ταξιάρχη της Λεγεώνας της Τιμής της Γαλλικής Δημοκρατίας, ενώ τον Μάιο του 2013 η Ολομέλεια της Ακαδημίας Αθηνών τον εξέλεξε επίτιμο μέλος της και τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους έγινε η επίσημη τελετή υποδοχής του.
Βιβλία
Πλούσιο είναι και το συγγραφικό έργο του Μίκη Θεοδωράκη. Μεταξύ άλλων έγραψε τα βιβλία «Το χρέος» (δύο τόμοι), εκδ. Τετράδια της Δημοκρατίας 1970-1971, «Μουσική για τις μάζες», εκδ. Ολκός, 1972, «Στοιχεία για μια νέα πολιτική», «Δημοκρατική και συγκεντρωτική αριστερά», εκδ. Παπαζήση, 1976, «Οι μνηστήρες της Πηνελόπης», εκδ. Παπαζήσης, 1976, «Περί Τέχνης», 1976, εκδ. Παπαζήση, «Η αλλαγή. Προβλήματα ενότητας της Αριστεράς», 1978, «Μαχόμενη Κουλτούρα», 1982, «Για την ελληνική μουσική», 1983 (το 1986 επανεκδόθηκε από τις εκδόσεις Καστανιώτη), «Ανατομία της σύγχρονης μουσικής», εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1983, «Star Sυstem», εκδ. Κάκτος, 1984, «Οι δρόμοι του αρχάγγελου» (αυτοβιογραφία σε πέντε τόμους), εκδ. Κέδρος, 1986-1995, «Ζητείται Αριστερά», εκδ. Σιδέρη, 1989, «Αντιμανιφέστο», εκδ. Γνώσεις, «Πού πάμε;», εκδ. Γνώσεις, 1989, «Ανατομία της Μουσικής», εκδ. Αλφειός, 1990, «Να μαγευτώ και να μεθύσω», 2000, εκδ. Λιβάνη, «Το μανιφέστο των Λαμπράκηδων», εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2003, η τριλογία «Πού να βρω την ψυχή μου…», 2003, εκδ. Λιβάνη, με αποσπάσματα από συνεντεύξεις, άρθρα και ομιλίες του της τελευταίας δεκαετίας, «Μάνου Χατζηδάκι εγκώμιον», 2004, εκδ. Ιανός, «Σπίθα για μια Ελλάδα ανεξάρτητη και δυνατή», εκδ. Ιανός, 2011, «Διάλογοι στο λυκόφως-90 συνεντεύξεις», εκδ. Ιανός, 2016, και «Μονόλογοι στο λυκαυγές», εκδ. Ιανός, 2017.
Επίσης, συνέγραψε πολλούς κύκλους ποιημάτων που μελοποίησε ο ίδιος, μεταξύ των οποίων και «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού», «Ο Ήλιος και ο Χρόνος», «Αρκαδία Ι», «Αρκαδία VI» και «Αρκαδία X» και το «Τραγούδι της γης» από τη συμφωνία Νο 2. Έχει επίσης δημοσιεύσει πολλά έργα στα Γαλλικά.
Το προσωπικό αρχείο του παραχωρήθηκε από τον ίδιο στη Μουσική Βιβλιοθήκη Λίλιαν Βουδούρη και είναι προσβάσιμο στους ενδιαφερόμενους μελετητές.
Μίκης Θεοδωράκης: Στους «Δρόμους του Αρχάγγελου»
Ελάχιστα μπορεί να αμφιβάλει κάποιος, ακόμα και αν προοριστεί να ξεφυλλίσει ή να κοιτάξει επιλεκτικά την αυτοβιογραφία του Μίκη Θεοδωράκη, για τον θεμέλιο λίθο της, που δεν είναι άλλος από τη βιογράφηση όχι τόσο του ίδιου όσο της μουσικής του διαμόρφωσης και πορείας.
Όπως σημειώνει ο συνθέτης στις εισαγωγικές σελίδες των «Δρόμων του Αρχάγγελου», που κυκλοφόρησαν σε πέντε τόμους στην πρώτη τους έκδοση από τον Κέδρο, μεταξύ 1985 και 1995, και συγκεντρώθηκαν το 2009 σε ένα δίτομο εγχείρημα από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης: «Για μένα η μουσική υπήρξε ένας τρόπος ζωής ευθύς εξαρχής τον οποίο θα έπρεπε να ανακαλύψω εντελώς μόνος χωρίς καμία βοήθεια από πουθενά».
Είναι τέλη της δεκαετίας του 1930 στον Πύργο Ηλείας, όπου ο ανήσυχος έφηβος πιάνεται από τη μουσική και από το βιολί του για να ξορκίσει τη μοναξιά του, αλλά και για να αφιερώσει το υπόλοιπο του μακρού βίου του σε μια συνεχή και ασταμάτητη παραγωγή η οποία η οποία θα περιλάβει σχεδόν τα πάντα: από μουσική δωματίου και συμφωνική μέχρι ορατόρια, χορωδιακά, μπαλέτα, μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο, εκκλησιαστική μουσική, λίντερ, καθώς και λαϊκά ή παιδικά τραγούδια και όπερα.
Πρόκειται, όμως, μόνο για τη μουσική; Θα γινόταν να γράψει ο Θεοδωράκης για τον εαυτό του και την πολυετή παρουσία του στη δημόσια σφαίρα, χωρίς να αναφερθεί στις πολιτικές και τις κομματικές του περιπέτειες, που εκπροσωπούν, άλλοτε σε μικρότερο και άλλοτε σε μεγαλύτερο βαθμό, την οδυνηρή εμπειρία μιας ολόκληρης εποχής; Ασφαλώς και όχι. Οι «Δρόμοι του Αρχάγγελου» δεν μπορεί παρά να είναι και η βιογράφηση της ελληνικής κοινωνίας και πολιτικής λίγο πριν και λίγο μετά τα μέσα του 20ου αιώνα: από τη δικτατορία του Μεταξά, τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, την Κατοχή και τον Εμφύλιο μέχρι τις μετεμφυλιακές διώξεις της Αριστεράς, τον κρατικό αυταρχισμό της δεκαετίας του 1960 και τη σκληρή, ολόπικρη περίοδο της χούντας.
Βιογράφηση, λοιπόν, μιας πολιτικής και μουσικής διαδρομής και αυτοβιογράφηση ενός συνθέτη ο οποίος παρά την ισχυρή καλλιτεχνική του συνείδηση δεν δήλωσε ποτέ απών από το καυτό παιχνίδι της σύγχρονης Ιστορίας. Μουσική και πολιτική συνιστούν τον ξεχωριστό, διπλό άξονα των «Δρόμων του Αρχαγγέλου», που δοκιμάζουν όχι μόνο να αφηγηθούν, αλλά και να λογαριάσουν στο σωστό τους βάρος τη σημασία της μοιραίας συνεύρεσης.
Προχωρώντας στα καθέκαστα, στην πλευρά της μουσικής, θα χρειαστεί να βάλουμε όλα τα γεγονότα τα οποία διαπλάθουν και καθορίζουν την ταυτότητα του σύνθετη από τα νιάτα του ως τα χρόνια της πρώτης αναγνώρισης και ωριμότητας που έρχονται με τον «Επιτάφιο» του 1960 και όσα τον ακολουθούν, όταν τα συμφωνικά έργα μένουν πίσω για να ξεκινήσει η επαφή κι η επικοινωνία με το μεγάλο κοινό στο οποίο θα απευθυνθούν, μεταξύ άλλων, το «Άξιον Εστί», η «Φαίδρα», «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού», οι «Μικρές Κυκλάδες», ο «Ζορμπάς», το «Μαουτχάουζεν» και η «Ρωμιοσύνη». Ποια είναι, όμως, τα γεγονότα: Θα τα μοίραζε κανείς σε δύο κατηγορίες. Από τη μια πλευρά είναι οι καθαρές δράσεις, που προκύπτουν από την είσοδο στο Ωδείο Αθηνών, την ίδρυση της χορωδίας της ΕΠΟΝ και τις κατοχικές συναυλίες με τον Αργύρη Κουνάδη, τον Γιώργο Σισιλιάνο, τον Τάτση Αποστολίδη και τον Γιάννη Βατικιώτη, τα τραγούδια και τις χοροεσπερίδες της εξορίας στην Ικαρία, τον Μότσαρτ τραγουδισμένο στο κελί της απομόνωσης και τις σπουδές στο Παρίσι. Από την άλλη πλευρά είναι τα στάδια τα οποία διατρέχει ο καλλιτεχνικός αναστοχασμός, που εκκινούν από την έννοια της αναζήτησης του θείου διαμέσου της μουσικής και φτάνουν ως τον μοντερνισμό του Στραβίνσκι, τον εξπρεσιονισμό του Σαίνμπεργκ, τον ρεαλισμό και τον ανθρωποκεντρισμό του Σοστακόβιτς, αλλά και την αποθέωση της αρμονίας και της μελωδίας από τον Ντεμπυσσύ.
Πηγαίνοντας προς την πλευρά της πολιτικής, οφείλουμε να διακρίνουμε μιαν άλλη τάξη γεγονότων, που δείχνουν τη σωματική (αν μπορούμε να την ονομάσουμε έτσι) εμπλοκή του Θεοδωράκη στα αριστερά μεταπολεμικά δεινά: καταδίκη μετά τη Βάρκιζα με βάση το ιδιώνυμο του Βενιζέλου, λευκή τρομοκρατία στους σπουδαστικούς χώρους, η βαριά σκιά της Ασφάλειας απλωμένη παντού, καθώς και ξύλο, αγγαρείες και πείνα στη Μακρόνησο (αλλά και σύντροφοι που βάζουν στο μάτι άλλους συντρόφους με κάθε σχετικό επακόλουθο). Κι αν ο συνθέτης θα ηγηθεί, λίγο μετά απ’ όλα αυτά, της Νεολαίας Λαμπράκη, για να εκλεγεί σύντομα και βουλευτής της ΕΔΑ, ο ρους των πραγμάτων δεν θα αλλάξει. Η έκκλησή του μετά την επιβολή του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου για καθολική αντίσταση στο καθεστώς, θα τον μετατρέψει για μιαν ακόμα φορά σε πολιτικό δεσμώτη, ενόσω θα έχει ήδη αρχίσει να απομακρύνεται από το αλάθητο της πολιτικής του πίστης, θίγοντας σιγά-σιγά την ανάγκη για την έλευση μιας δημοκρατικής Αριστεράς τόσο στο κόμμα όσο και στην κοινωνία.
Η διάκριση της πολιτικής από τη μουσική προσωπικότητα προκειμένου να συλλάβουμε την εικόνα του αυτοβιογραφούμενου Θεοδωράκη στους «Δρόμους του Αρχάγγελου», είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος της προσχηματική μια και στην πραγματικότητα ο Αρχάγγελος είναι ένας: ο Αρχάγγελος τον οποίο προσφυώς περιγράφει ο Σταύρος Ζουμπουλάκης στον πρόλογο της έκδοσης του 2009. Ο ανίκητος στρατηγός των ουρανίων δυνάμεων, ο Αρχάγγελος Μιχαήλ, που βάζει κάτω με νύχια και με δόντια εμπόδια, κακοτοπιές και παγίδες, προσηλωμένος σε μια διπλή ακεραιότητα: την ακεραιότητα της τέχνης και την ακεραιότητα του πολιτικού βίου – μιαν ακεραιότητα αντλημένη, αν θέλουμε να μιλήσουμε με γενεαλογικούς όρους, από δύο και πάλι πρότυπα: από τον γενάρχη των Θεοδωράκηδων, τον ξακουστό λυράρη και τραγουδιστή της τουρκοκρατούμενης Κρήτης, Θεοδωρομανώλη, αλλά και από τον πατέρα του μουσικοσυνθέτη, που πήγε εθελοντής στους Βαλκανικούς Πολέμους και υπήρξε ορκισμένος Βενιζελικός.
Από το ΑΠΕ-ΜΠΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου