Ένα πρόβλημα το οποίο από καιρό οι επαγγελματίες του χώρου της υγείας γνωρίζαμε σήμερα έχει λάβει πλέον εκρηκτικές διαστάσεις και αρχίζει , αν και πολύ εξειδικευμένο θέμα, να απασχολεί και τον τύπο είναι η έλλειψη των ειδικευόμενων ιατρών στα ελληνικά νοσοκομεία.
Το ζήτημα αυτό πέρα από τη διάσταση του brain drain έχει και σημαντικές επιπτώσεις στην ποιότητα των παρεχόμενων από τα νοσοκομεία του ΕΣΥ υπηρεσιών υγείας. Το ΕΣΥ, κακώς, έχει βάλει σε κεντρικό ρόλο τις υπηρεσίες του ειδικευόμενου ιατρού για τη λειτουργία του και η έλλειψή του προκαλεί σημαντικές αρρυθμίες κυρίως στο σύστημα των εφημεριών στα τμήματα επειγόντων περιστατικών.
Λέγεται, ιδιαίτερα από τους νέους γιατρούς, πως ο ειδικευόμενος είναι η μεγαλύτερη ανακάλυψη στην ιατρική μετά την πενικιλίνη. Είναι μια δουλειά εξοντωτική, με πολύ δύσκολα ωράρια και με κακή αμοιβή. Επίσης οι δυνατότητες απορρόφησης των ειδικευόμενων ιατρών από τα νοσοκομεία του ΕΣΥ είναι ανύπαρκτες, άσχετα με τα όσα ισχυρίζεται η κυβέρνηση αφού ακόμα και οι προσλήψεις που γίνονται αφορούν στην ουσία μονιμοποιήσεις ιατρών οι οποίοι υπηρετούσαν για χρόνια στο ΕΣΥ ως επικουρικοί.
Οι Έλληνες απόφοιτοι των ιατρικών σχολών αμέσως μετά τη λήψη του πτυχίου τους καλούνται άμεσα να πάρουν μια απόφαση όσον αφορά την ειδικότητα αλλά και τη χώρα στην οποία θα εξασκήσουν την ιατρική όπως έχουν απολύτως το δικαίωμα. Από τη μια μεριά έχουν να επιλέξουν την ειδικότητα στην Ελλάδα, μια θέση εργασίας εξοντωτικής, με ευθύνες που δεν τους αναλογούν, με πολύ χαμηλές αμοιβές χωρίς οργανωμένα στις περισσότερες των περιπτώσεων εκπαιδευτικά προγράμματα και χωρίς δυνατότητες απορρόφησης σε νοσοκομειακή θέση. Από την άλλη στο εξωτερικό αυτά τα προβλήματα δεν υπάρχουν. Είναι εύκολο για τον οποιονδήποτε να αντιληφθεί πως η σύγκριση είναι ετεροβαρής.
Ο οικονομικός παράγοντας είναι ωστόσο λιγότερο σημαντικός από όσο θα περίμενε κανείς. Και αυτό γιατί στο οικονομικό πεδίο η παραμονή στην Ελλάδα έχει κάποια σημαντικά πλεονεκτήματα όπως το χαμηλότερο κόστος διαβίωσης ή η ύπαρξη ιδιόκτητης κατοικίας κ.ά. Και πράγματι σε συζητήσεις με νέους ιατρούς αλλά και με γιατρούς οι οποίοι επιστρέφουν από το εξωτερικό αντιλαμβάνεται κανείς πως είναι διατεθειμένοι να παραμείνουν στην Ελλάδα με σημαντικά μικρότερες αμοιβές, ιδιαίτερα αν συνυπολογίσουμε και την ποιότητα ζωής (π.χ κλίμα, έλλειψη προσαρμογής σε άλλη κοινωνία κ.ά).
Η ιδιομορφία του οικονομικού παράγοντα στην αντιμετώπισή του έγκειται στο γεγονός πως είναι ο μόνος παράγοντας ο οποίος επηρεάζεται ευθέως από την οικονομική κρίση. Πραγματική αδυναμία αντιμετώπισης του φαινομένου υπάρχει μόνο στο οικονομικό πεδίο λόγω της οικονομικής δυσπραγίας του ελληνικού κράτους. Δεν θα πρέπει όμως αυτή η δυσπραγία να τρομάζει καθώς όπως είπαμε οι Έλληνες γιατροί είναι διατεθειμένοι να παραμείνουν στην Ελλάδα με μικρότερες αμοιβές.
Για να επιλέξουν οι απόφοιτοι ιατρικής να παραμείνουν στην Ελλάδα είναι προφανές πως οι υπόλοιποι παράγοντες οι οποίοι επιδρούν αρνητικά στην απόφαση υπέρ της παραμονής τους στην Ελλάδα χρειάζεται με κάποιο τρόπο να αντιμετωπιστούν. Η αλλαγή αυτών των παραγόντων προϋποθέτει και αλλαγές στη δομή του ΕΣΥ ώστε αυτό να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες.
Ο ειδικευόμενος ιατρός είναι εκπαιδευόμενος ιατρός και ως τέτοιος θα πρέπει να λογίζεται. Η εφημερία δεν μπορεί να είναι καθήκον του ειδικευόμενου γιατί θεωρητικά έχει εκπαιδευτικό χαρακτήρα. Στην πράξη αυτό δεν συμβαίνει καθώς στα ελληνικά νοσοκομεία το κάθε τμήμα ή η κάθε κλινική βασίζεται στον ειδικευόμενο για να βγάλει πέρα τον φόρτο εργασίας της εφημερίας. Με αυτόν τον τρόπο η θέση του ειδικευόμενου καθίσταται εξοντωτική από πλευράς ωραρίου (π.χ 8 ή 10 24ωρες εφημερίες το μήνα) και με ευθύνη μεγάλη καθώς ο ειδικός ιατρός δεν βλέπει όλα τα περιστατικά. Αυτό λοιπόν που μπορεί να γίνει είναι ο ειδικευόμενος να εφημερεύει σύμφωνα με την ευρωπαϊκή οδηγία (ως 56 ώρες ανά εβδομάδα) ανεξαρτήτως αν το πρόγραμμα των εφημεριών καλύπτεται από ειδικευόμενο. Η εφημερία αποτελεί αρμοδιότητα των ειδικών ιατρών.
Αμέσως βέβαια τίθεται το ερώτημα αν οι ειδικοί ιατροί στο ΕΣΥ επαρκούν για να καλύψουν το πρόγραμμα. Η απάντηση είναι σε καμία περίπτωση. Και αυτό για δύο λόγους: 1. Λόγω αριθμού και 2. Λόγω ηλικίας η οποία από ένα σημείο και μετά συνεπάγεται φυσική αδυναμία. Επίσης θα πρέπει να λάβουμε υπ ’όψη πως και για τους ειδικευμένους ιατρούς ισχύει η ευρωπαϊκή οδηγία. Το λάθος που γίνεται στην Ελλάδα είναι πως η εφημερία με βάση τις ελληνικές συνθήκες είναι δουλειά του ειδικευμένου, και κατά προτίμηση του νέου ειδικευμένου, ιατρού και όχι του ειδικευόμενου. Στην ουσία η έλλειψη η οποία επηρεάζει την λειτουργία των νοσοκομείων δεν είναι η έλλειψη των ειδικευομένων αλλά των νέων ειδικευμένων ιατρών.
Υπάρχει επίσης και η έλλειψη οργανωμένων εκπαιδευτικών προγραμμάτων των ειδικευόμενων κυρίως όσον αφορά τη θεωρητική τους κατάρτιση. Η λήψη ειδικότητας στην Ελλάδα είναι εκπαίδευση επ’ έργω και το θεωρητικό κομμάτι υστερεί. Εδώ για να είμαστε δίκαιοι θα πρέπει να τονίσουμε πως το σύστημα ειδίκευσης στην Ελλάδα έστω κι έτσι λειτουργεί παραπάνω από ικανοποιητικά και αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός πως οι Έλληνες νέοι ειδικευμένοι ιατροί οι οποίοι ειδικά στα χρόνια της κρίσης έφυγαν μαζικά από την Ελλάδα στέκονται πολύ καλά στα νοσοκομεία του εξωτερικού. Η κάλυψη του θεωρητικού τμήματος της εκπαίδευσης χρειάζεται να γίνει με την έννοια της βελτίωσης του υπάρχοντος συστήματος και όχι της αντικατάστασής του. Αυτό το οποίο μπορεί να γίνει είναι η δημιουργία από το κάθε γνωστικό αντικείμενο εκ των 7 ιατρικών σχολών της χώρας οργανωμένου μεταπτυχιακού προγράμματος για τους ειδικευόμενους ιατρούς χρησιμοποιώντας τις υποδομές των οικείων πανεπιστημίων, με μικρή δηλαδή οικονομική επιβάρυνση για τα δημόσια οικονομικά.
Κρίσιμη παράμετρο αποτελούν οι θέσεις μερικής ειδικότητας οι οποίες υπάρχουν στα επαρχιακά κυρίως νοσοκομεία της χώρας. Αυτές οι θέσεις κοστίζουν στο ελληνικό κράτος όσο και οι θέσεις πλήρους ειδίκευσης όσον αφορά τη μισθοδοσία και έχουν χειρότερη εκπαίδευση καθώς η λειτουργία εκπαιδευτικού προγράμματος είναι δυσχερής (το ανθρώπινο δυναμικό δεν επαρκεί σε καμία περίπτωση) αλλά και η επ’ έργω εκπαίδευση το ίδιο λόγω μικρότερης ποικιλίας περιστατικών.
Καθώς αυτές οι θέσεις δεν προσφέρουν τα αναμενόμενα στην εκπαίδευση των ειδικευομένων είναι σκόπιμο να διερευνηθεί η μετατροπή των θέσεων αυτών σε θέσεις νέων ειδικών ιατρών, το αντίστοιχο δηλαδή των επικουρικών. Η μισθολογική διαφορά θα είναι πολύ μικρή για να επηρεάσει σημαντικά τα δημόσια οικονομικά και θα είναι δυνατή η ταχεία κάλυψη των ελλείψεων ανθρώπινου δυναμικού η οποία χρειάζεται για να διενεργηθούν οι εφημερίες πλήρως και με ασφάλεια στα νοσοκομεία της περιφέρειας με νέους ειδικευμένους ιατρούς αντί για ειδικευόμενους τηρώντας την ευρωπαϊκή οδηγία για τις μέγιστες επιτρεπόμενες ώρες εργασίας αλλά κυρίως δημιουργώντας θέσεις εργασίας για τους νέους ειδικευμένους, την άλλη μεγάλη πληγή του brain drain στην ελληνική ιατρική.
Ταυτόχρονα οι θέσεις ειδικότητας με τον τρόπο αυτό θα υπάρχουν μόνο στα μεγάλα νοσοκομεία τα οποία θα έχουν τη δυνατότητα πλήρους ειδίκευσης και αυτό θα βοηθήσει στην ποιότητα των προγραμμάτων εκπαίδευσης. Οι λιγότερες θέσεις ειδικότητας δεν επηρεάζουν τόσο αφού στην παρούσα κατάσταση δεν γεμίζουν παρά σε ένα μικρό ποσοστό αλλά το κυριότερο οι παραγόμενοι από το σύστημα ειδικευόμενοι καθορίζονται κυρίως από τον αριθμό των θέσεων εργασίας πλήρους ειδικότητας.
Μεγάλη τομή βέβαια θα είναι και η αλλαγή του χρόνου της σύμβασης εργασίας η οποία θα προσφέρεται στους νέους ειδικευόμενους και η οποία προτείνεται σε αυτό το κείμενο. Είναι κατά τη γνώμη μου σκόπιμο η σύμβαση αυτή να είναι αυξημένης διάρκειας, 10ετούς ή 15ετούς, με εξασφάλιση εργασίας στο ΕΣΥ μετά το πέρας της ειδικότητας για 5 ή 10 χρόνια η οποία θα συμβάλλει στην επίλυση του προβλήματος της έλλειψης ειδικευομένων αφού θα τους προσφέρει εξασφαλισμένη θέση εργασίας απαλείφοντας το πρόβλημα της αδυναμίας απορρόφησης των νέων ιατρών από το ΕΣΥ αλλά θα καλύψει και κενά του ΕΣΥ σε ειδικευμένους ιατρούς καθώς και θα προσφέρει το ανθρώπινο δυναμικό που θα απαιτήσει η μετατροπή των θέσεων μερικής ειδικότητας σε θέσεις νέων ειδικευμένων επιμελητών όπως αναφέρθηκε πιο πάνω.
Αυτό θα προσφέρει και στην ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας καθώς θα δράσει ευεργετικά και στο θέμα της επιστημονικής γήρανσης του προσωπικού του ΕΣΥ βάζοντας μέσα στο σύστημα πολλούς νέους ιατρούς με σύγχρονες γνώσεις, οι οποίοι θα συμπληρώσουν τους ήδη υπάρχοντες έμπειρους που βρίσκονται κάποιες δεκαετίες μετά τη λήψη του πτυχίου τους. Επίσης θα δώσουν στο ΕΣΥ και πολλούς ιατρούς με αυξημένες φυσικές αντοχές.
Με τις προτεινόμενες τομές είναι δυνατή η άμβλυνση βασικών παραμέτρων οι οποίες εμποδίζουν την πλήρωση των θέσεων ειδικότητας στα ελληνικά νοσοκομεία έχοντας ταυτόχρονα και θετική επίδραση και σε άλλα ζητήματα που αντιμετωπίζει το ΕΣΥ το οποίο έτσι κι αλλιώς χρήζει αναδιάρθρωσης καθώς πέραν των όποιων δομικών προβλημάτων του βρίσκεται και σε αναντιστοιχία με τις παρούσες συνθήκες και εξελίξεις τόσο στην ιατρική όσο και στη χώρα. Τα νοσοκομεία είναι ο βασικός πυλώνας όχι μόνο του ΕΣΥ αλλά και της υγείας και αυτά χρήζουν της προσοχής μας την παρούσα στιγμή και όχι τα φαραωνικά σχέδια για πλημμύρα κατασκευής υποδομών με βάση το ΕΣΠΑ για τις ΤΟΜΥ, οι οποίες θα αποτελούν απλές γραφειοκρατικές δομές χωρίς να εξασφαλίζουν τίποτα σημαντικό για την υγεία του πολίτη εξυπηρετώντας μόνο μικροπολιτικές σκοπιμότητες βασιζόμενες σε ευχολόγια της ΕΕ και των γραφειοκρατικών υπηρεσιών της που δεν έχουν εικόνα της κατάστασης που επικρατεί στο χώρο της υγείας στην Ελλάδα. Είναι σαφώς προτιμότερο να γίνουν τομές με μικρό δημοσιονομικό κόστος πρώτα παρά να πεταχτούν πάλι λεφτά από το παράθυρο κατά τον συνήθη ελλαδικό τρόπο σε κατασκευή άχρηστων υποδομών.
Του Θωμά Γ. Πράντζου - antinews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου