Την πρώτη φορά που μιλήσαμε με την Καλλιόπη Αθανασιάδη στο τηλέφωνο και της εξήγησα πως για το θέμα στη HuffPost Greece θα γίνει και μία φωτογράφιση, μου λέει: «Θα ήθελα μόνο να σας ενημερώσω ότι στο πρόσωπο και στα χέρια μου έχω εγκαύματα. Εγώ δεν έχω κανένα πρόβλημα, έχω συμφιλιωθεί απόλυτα με αυτό, για εσάς το λέω, για να ξέρετε». Όταν την ρωτάω πώς δημιουργήθηκαν, μου απαντάει ότι είναι «ένα από τα καμένα παιδιά του σχολικού λεωφορείου που τυλίχθηκε στις φλόγες το 1970. Θα είστε πολύ νέα για να το γνωρίζετε».
Η Καλλιόπη Αθανασιάδη είναι όντως η επιζήσασα ενός φριχτού ατυχήματος που έγινε στις 26 Ιανουαρίου του 1970, όταν η ίδια ήταν τεσσάρων χρονών. Τη μέρα εκείνη το σχολικό λεωφορείο του εκπαιδευτηρίου «Γ. Κουμαντάκου» άρχισε ξαφνικά να καίγεται, παγιδεύοντας μέσα τα παιδιά του νηπιαγωγείου και του δημοτικού που επέστρεφαν στα σπίτια τους. Στην πολύκροτη δίκη– τα «καμένα παιδιά» γέμιζαν με τις πληγές τους τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων – κρίθηκαν τελικά ένοχοι ο ιδιοκτήτης του σχολείου και ο οδηγός του λεωφορείου στους οποίους υπεβλήθη ποινή φυλάκισης ενός έτους και έξι μηνών και ενός έτους και δύο μηνών αντίστοιχα.
Η επιλογή της να σπουδάσει ιατρική δεν είναι καθόλου τυχαία. Ο πατέρας της, Άγγελος Αθανασιάδης, ο οποίος πέθανε μόλις μισό χρόνο πριν πάθει το ατύχημα, ήταν ένας από τους τρεις πρώτους θωρακοχειρουργούς στην Ελλάδα, ενώ η μητέρα της ήταν νοσηλεύτρια. «Μόλις τελείωσα τη Γερμανική Σχολή Αθηνών πέρασα στην Ιατρική Σχολή Αθηνών, αλλά και στην Ιατρική Μονάχου. Αρχικά επέλεξα τη δεύτερη, όπου πήγα τρεις μήνες, αλλά έπειτα από συζήτηση με τη μητέρα μου αποφασίσαμε να γυρίσω πίσω. Με το που τελείωσα ήμουν αρκετά τυχερή, με την έννοια ότι είχα την επιλογή να πάω στο Κρατικό της Νίκαιας».
Τότε ήταν βέβαια άγριες εποχές. Το βράδυ, όπου στη Νίκαια βγαίνουν μαχαίρια, άνδρες ειδικευόμενοι έφευγαν και μας άφηναν μόνες, νοσοκόμες και νοσηλεύτριες. Ούτε η ασφάλεια ερχόταν, έλεγε: “Ένας είμαι. Να έρθω να τις φάω εγώ;”. Έχουμε φύγει από το Νίκαιας για να κάνουμε μήνυση σε ασθενή στο τελος της βάρδιας», θυμάται.
Και όλα αυτά όταν ήταν μόλις 26 χρονών. «Έκανα εκεί τρία χρόνια γενικής χειρουργικής γιατί πάντα πίστευα ότι αυτή είναι η βάση και πρέπει να την κάνεις σε νοσοκομείο πρώτης γραμμής», μου εξηγεί. Ωστόσο, όταν πήγε στον τότε διευθυντή του τμήματος, την ρώτησε το εξής αμίμητο, όπως λέει: «Και γιατί δεν κάνετε αναισθησιολογία;». Το ειρωνικό της υπόθεσης είναι ότι οι γυναίκες δεν ξεφεύγουν από τον σεξισμό σε καμία χώρα: «Στην Ελλάδα θέλουν οι αναισθησιολόγοι να είναι γυναίκες, ενώ στη Γερμανία να είναι άνδρες», τονίζει.
Σειρά είχε ο Ευαγγελισμός, όπου τα πρώτα δύο χρόνια ασχολήθηκε με την καρδιοχειρουργική. Από εκείνες τις μέρες έχει να πει ιστορίες για δύο άνδρες με «ανοιχτά και ξύπνια μυαλά» που αποδέχονταν την αλλαγή των δεδομένων, αλλά και τα λάθη τους: τον τότε διευθυντή της Θωρακοχειρουργικής, Νίκο Έξαρχο και τον τότε διευθυντή της Καρδιοχειρουργικής, Χρήστο Λόλα. Ήταν βέβαια η εξαίρεση στον κανόνα ενός ανδροκρατούμενου κλάδου.
«Επειδή κανείς από την οικογένεια δεν ήθελε να κάνω Ιατρική, με προετοίμαζαν για Νομική. Είχα πάθει και το ατύχημα, η μαμά μου ως δυναμική γυναίκα δεν ήθελε να είμαι πίσω από τη φούστα της. Μιλάω λοιπόν επτά ξένες γλώσσες, συν τα ελληνικά. Ο τότε διευθυντής του τμήματος είχε φύγει και τον αναπλήρωνε ένας άλλος. Πήγαμε λοιπόν μαζί σε ένα συνέδριο στη Γερμανία. Εκεί υπήρχαν Ρώσοι καρδιοχειρουργοί που είχαν μαζί τους Ρωσίδες μεταφράστριες επειδή δεν ήξεραν Αγγλικά. Φυσικά, οι Έλληνες έκαναν πλάκα ότι “οι γιατροί κοιμούνται με τις ρωσίδες”. Ο αναπληρωτής Διευθυντής λοιπόν με σύστησε και εμένα σαν μεταφράστρια,» λέει και χαμογελάει ειρωνικά.
Η Καλλιόπη Αθανασιάδη περιγράφει μια πραγματικότητα που είναι γνωστή σε όλες τις γυναίκες και ορίζει ότι «αυτό που θέλεις να πάρεις, θα πρέπει να το πάρεις μόνη σου». Και έτσι έκανε, οριοθετώντας στόχους και, πολύ απλά, πετυχαίνοντας τους έναν προς έναν. Αμέσως μετά τις εξετάσεις της ειδικότητας της, φεύγει για πέντε μήνες στον Καναδά, ενώ στα τέλη του 1998 σειρά έχει το Ανόβερο όπου της προσφέρεται υποτροφία έξι μηνών. Και τα δύο χάρη στο δικό της θάρρος να προσεγγίσει τους ανάλογους καθηγητές του εξωτερικού μόνη της.
Όταν πια γυρίζει πίσω για να κάνει το αγροτικό της, της δίνεται μια θέση που για την ίδια μοιάζει με ευλογία. «Η μητέρα μου είχε πεθάνει και ήμουν έτοιμη να φύγω, αλλά προκηρύσσεται μια θέση στο «Σωτηρία». Επειδή ο πατέρας και η μητέρα μου δούλευαν εκεί, για μένα ήταν προσωπικό στοίχημα». Στο σημείο αυτό, σηκώνεται, παίρνει με προσοχή από το γραφείο της μια κορνίζα και μου την δείχνει. Είναι ο πατέρας της και η μητέρα της σε ένα ασπρόμαυρο στιγμιότυπο από ένα χειρουργείο. Διορίζεται εκεί το 2002, αλλά το 2004 έρχεται και πάλι μια πρόσκληση από το εξωτερικό και είναι πολύ καλή για να την αγνοήσει: «Παίρνω ένα e-mail στις 3 τα ξημερώματα από τον καθηγητή στο Ανόβερο, ο οποίος είναι πλέον Διευθυντής στο Πανεπιστημιακό του Ανόβερο. Μου ζητάει λοιπόν να οργανώσω ένα θωρακοχειρουργικό τμήμα ανάμεσα στους καρδιοχειρουργούς. Νόμιζα ότι κάτι διάβαζα λάθος! Το 2005 πήγα και οργάνωσα ένα τμήμα για το οποίο είμαι περήφανη, αλλά το 2006 αρνήθηκα τη θέση που μου πρότεινε στη Γερμανία και εκ των υστέρων κάπου το μετάνιωσα».
Την ρωτάω γιατί δεν την δέχθηκε.
«Γιατί είπα όχι; Γιατί πιστεύω ότι ο καθένας πρέπει να παλεύει στον τόπο του, έχω κάτι τέτοιες ρημάδες απόψεις», μου απαντάει με κάποιον τόνο απογοήτευσης στη φωνή της.
Έτσι έφτασε να βρίσκεται σήμερα στον Ευαγγελισμό, όπου κάποια στιγμή έφυγε ο υπεύθυνος του Θωρακοχειρουργικού Τμήματος και πήρε εκείνη τη θέση. Με τον νόμο του 2013 το δικό της τμήμα ενώθηκε με εκείνο της καρδιοχειρουργικής, αν και όπως επισημαίνει «το επιστημονικό συμβούλιο έχει αντίθετη άποψη, αλλά κανείς δεν την προωθεί». Με εφτά καρδιοχειρουργούς «ενάντια» σε 2 θωρακοχειρουργούς – είναι η ίδια και ένα ακόμη άτομο – η μάχη μοιάζει άνιση και καταδικασμένη.
Η Καλλιόπη Αθανασιάδη όμως διανύει ήδη τον δεύτερο χρόνο της προεδρίας της στην Ελληνική Εταιρεία Χειρουργών Θώρακος–Καρδίας– Αγγείων και δεν πρόκειται να υποχωρήσει ούτε ένα εκατοστό. Ακόμα και εάν, όπως μου λέει, «ο γενικός γραμματέας στέλνει e-mail και υπογράφει από κάτω ως γενικός γραμματέας, αλλά εμένα με αποκαλεί αξιότιμη κ Αθανασιάδη και όχι αξιότιμη κ Πρόεδρε». Ακόμα και εάν, εν έτη 2015, έχει εκπαιδευόμενη στη θωρακοχειρουργική που της είπαν ότι «οι γυναίκες δεν κάνουν για αυτό». Ή ακόμα χειρότερα, όταν ο σεξισμός συνεχίζει να υπάρχει με την αισχρότερη μορφή του: «Εάν η γυναίκα πάει με τα νερά τους, είναι μια χαρά. Εάν είναι όμορφη και τους “κάτσει”, είναι επίσης μια χαρά. Ή εάν δέχεται κάτι χέρια κάτω από μπλούζες ή χαζογελάει με τα αστεία τους», ξεκαθαρίζει. Για την ίδια άλλωστε και μόνο το γεγονός ότι υπάρχει η οργάνωση «Women in Thoracic Surgery», στην οποία είναι μέλος, η οποία δημιουργήθηκε για να υποστηρίζει και κάνει mentoring στις γυναίκες για τη θωρακοχειρουργική, σημαίνει ότι υπάρχει πρόβλημα διεθνώς.
Στα 34 της επιλέχθηκε από την Ευρωπαϊκή Θωρακοχειρουργική Εταιρεία ως δικός της εκπρόσωπος στην Ελλάδα. Η αντίδραση του προέδρου της Ελληνικής Θωρακοχειρουργικής Εταιρείας ήρθε στη συνέλευση της εταιρείας, ενώ εκείνη ήταν μπροστά, χωρίς εκείνος να το ξέρει: «Εμείς θα την αλλάξουμε αυτή!». Η δική της απάντηση ήρθε άμεσα: «Σήκωσα το χεράκι μου, ήμουν και μικρή τότε, και λέω, “Αυτή που λέτε είμαι εγώ. Μήπως πρέπει να ρωτήσετε τον νομικό σύμβουλο της εταιρείας σας για να μην λέτε έτσι όσα λέτε; Δεν είμαι εκπρόσωπος της δικής σας εταιρείας στην ευρωπαϊκή, είμαι της ευρωπαϊκής στη δική σας”».
Έτσι ξεπερνά τα εμπόδια που θέλουν να τις υψώσουν, με επιχειρήματα, θάρρος και, όπως λέει και η ίδια, «με γλώσσα». Αλλά δεν είναι μόνη. «Αυτό που λένε για τις νοσηλεύτριες, ότι υπάρχει πόλεμος επειδή είσαι γυναίκα, δεν ισχύει. Εγώ έχω επιβιώσει χάρη σε αυτές, είναι η δεύτερη μου οικογένεια, υπάρχει βοήθεια και υποστήριξη. Και μετά υπάρχουν πάντα βέβαια οι ασθενείς, οι οποίοι ποτέ μα ποτέ δεν έχουν πρόβλημα επειδή είμαι γυναίκα. Έρχονται ασθενείς μου να με βρουν μετά από 8 χρόνια. Ρωτάνε τις νοσηλεύτριες τι να μου δώσουν και εκείνες τους απαντάνε “μην τολμήσετε να τις πείτε κάτι τέτοιο, θα σας πετάξει εκτός γραφείου”. Οπότε, επειδή ξέρουν πως μου αρέσουν τα γλυκά του κουταλιού, έρχονται και μου φέρνουν τέτοια. Αυτό εγώ το θεωρώ φοβερά σημαντικό, έτσι συνέβαινε και με τον πατέρα μου, οπότε είναι ένα στοιχείο που μου αρέσει».
Όταν την ρωτάω για τη ζωή μετά το ατύχημα, μου απαντάει κατηγορηματικά ότι ως παιδί δεν δέχθηκε bullying: «Μάλλον οι μαμάδες είχαν ενημερώσει τα παιδιά; Πάντα με πρόσεχαν και παντού με καλούσαν. Μόνο στο λεωφορείο υπήρχαν διάφορες ηλίθιες μαμάδες που με έδειχναν στα παιδιά τους και έλεγαν “είδες, αν δεν ακούς την μαμά σου θα γίνεις σαν τον κοριτσάκι!”. Τις έβαζε η μαμά μου στη θέση της και συμμετείχα και εγώ στη συζήτηση».
«Το πρόβλημα είναι στο μυαλό των ανδρών», συνεχίζει. «Όταν ήρθα στον Ευαγγελισμό ένας “ξύπνιος” ειδικευόμενος, ο οποίος είχε μπει στη καρδιοχειρουργική μονάδα, έλεγε “δεν φτάνει που είναι γυναίκα αυτή που θα έρθει θα σας μαυρίσει και την καρδιά μόλις την δείτε”. Στο "Σωτηρία" έλεγαν “θα έρθει γυναίκα, δεν θα ξέρει να πιάνει μαχαίρι”. Όταν τελικά έπιασα μαχαίρι, έλεγαν “αμάν, έπιασε μαχαίρι”. Οι άνδρες πανικοβάλλονται».
Όλη την ώρα που μιλάμε, τα τηλέφωνά της – ένα σταθερό και δύο κινητά - δεν σταματάνε να χτυπάνε. Το πρωί πριν τη συνάντησή μας είχε καταφέρει να βάλει ένα χειρουργείο και όσο είμαι εκεί σηκώνει μόνο τις κλήσεις που έχουν να κάνουν με το νοσοκομείο. Κατά τη διάρκεια ενός τηλεφωνήματος, από τα πολλά που δέχθηκε, σηκώνεται, ξεκρεμάει μια φωτογραφία από τον τοίχο και μου τη δίνει. Δείχνει μια αγέλη λυκόσκυλων που έχει περικυκλώσει μια γάτα. «Αυτήν μου την έκανε δώρο ένας καλός μου φίλος, Ιταλός θωρακοχειρουργός, Μπορείτε μάλλον να φανταστείτε ποια είναι η γατούλα και ποιοι είναι οι σκύλοι,» μου λέει και γελάει. Στη συνέχεια επιστρέφει στο τηλεφώνημα και στον υπολογιστή της για να δει κάτι ακτινογραφίες που τις έχει στείλει ένας συνάδελφος και εγώ μένω να κοιτάω μία τη φωτογραφία και μία το γραφείο της. Το γραφείο που όπως μου λέει μετά κράτησε με δυσκολία δικό της: «Έφτασα μέχρι και την Γραμματεία Ισότητας για αυτό. Σε αυτό το γραφείο καθόταν μόνο ο θωρακοχειρουργός».
Από αυτό το γραφείο και το νοσοκομείο θα φύγει την άλλη μέρα το μεσημέρι, αφού εκείνη τη μέρα που μιλάμε έχει εφημερία. Η βάρδια της αρχίζει στις 8 το πρωί, ή στις 7.30 εάν έχει χειρουργείο, και φεύγει μετά τις 18.00 ή μετά τις 22.00. Όταν την ρωτάω για ποιο λόγο δεν έχει παιδιά μου απαντάει ότι με τη δουλειά που κάνει η απόκτηση οικογένειας είναι αδύνατη: «Για τους άνδρες είναι σίγουρα ευκολότερα τα πράγματα. Οι γυναίκες πρέπει να κάνουν την τριπλή προσπάθεια».
Χρειάζεται λίγη ώρα να περάσεις μαζί της για να συνειδητοποιήσεις ότι τελικά τρία είναι τα «ελαττώματα» που έχει: είναι γυναίκα, δεν φοβάται να μιλήσει και δεν προδίδει τις αξίες της. Κοινώς, «χαλάει την πιάτσα», όπως μου λέει γελώντας. «Θα τα παίξω όλα για όλα, έχω πολλή τρέλα ακόμα», μου ανακοινώνει και δεν μπορώ παρά μόνο να την πιστέψω.
της Βασιλικής Ζιώγα