Εμπειρία από πρόσφατη νοσηλεία σε νοσοκομεία της Ελλάδας και της Γερμανίας, με προβλήματα διαφορετικής φύσης.
Τις προάλλες γλίστρησα σε μια πέτρα και θρυμμάτισα την ποδοκνημική μου άρθρωση. Αυτό δεν μου συνέβη στο Βερολίνο, αλλά στη Μάνη, στην Πελοπόννησο. Φαίνεται καμιά φορά ότι είναι ευκολότερο να περάσει κανείς τα σύνορα των κρατών εντός της ΕΕ από το να υπερβεί τα διοικητικά εμπόδια στο εσωτερικό μιας χώρας.
Για να μεταφερθώ με ασθενοφόρο στο κοντινότερο νοσοκομείο στην Καλαμάτα χρειάστηκε να μετεπιβιβαστώ στα διοικητικά όρια της περιοχής σε άλλο ασθενοφόρο, το οποίο είχαν στείλει για μένα από την Καλαμάτα.
Αργότερα, στο Βερολίνο, χρειάστηκε να με μεταφέρουν φίλοι μου από το αεροδρόμιο Σένεφελντ μέσα στη νύχτα στο νοσοκομείο, διότι το ασθενοφόρο του νοσοκομείου στο Βερολίνο δεν είχε άδεια να με παραλάβει από το κρατίδιο του Βρανδεμβούργου, όπου βρίσκεται το αεροδρόμιο.
Απαραίτητο στήριγμα οι συγγενείς λόγω της κρίσης
Ήθελα και έπρεπε πάντως να πάω στο Βερολίνο.
Μετά από τρεις μέρες σε ελληνικό νοσοκομείο ήμουν πεπεισμένη ότι πρέπει να κάνω την εγχείρηση στη Γερμανία.
Παρά τους εξαιρετικά καταρτισμένους γιατρούς, για τους οποίους μόνο καλά λόγια είχα ακούσει, οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στον κλάδο της υγείας με φόβισαν. Το περιορισμένο ιατρικό προσωπικό αναλάμβανε όλα τα καθήκοντα, όχι μόνο τα ιατρικά αλλά και το καθάρισμα, ξεπερνώντας τα όρια των αντοχών του.
Έλλειπαν βασικά μέσα και υλικά, όπως αναπηρικά καροτσάκια και επίδεσμοι. Στους ασθενείς που δεν μπορούσαν να περπατήσουν έδιναν αμέσως έναν καθετήρα και αντιβιοτικά, αν δεν είχαν στο πλευρό τους κάποιον συγγενή να τους βοηθά να πηγαίνουν στην τουαλέτα. Παρηγοριά ήταν το φαγητό. Δύο φορές την ημέρα σέρβιραν ζεστό σπιτικό φαγητό.
Μετά από κάποια εγχείρηση οι συγγενείς των ασθενών είναι απαραίτητοι. Μέλη της οικογένειας έμεναν στο πλευρό του άρρωστου συγγενή τους, κοιμούνταν σε ράντζα και κάθονταν σε άβολες καρέκλες, εφοδιάζοντάς τους ασθενείς 24 ώρες το 24ωρο με φάρμακα και άλλα χρήσιμα είδη που αγόραζαν στην πόλη. Το εξαντλημένο νοσηλευτικό προσωπικό ήταν απελπισμένο, ανυπόμονο και όχι ιδιαίτερα φιλικό. Οι συνθήκες μου θύμισαν όσα είχα ζήσει πριν από μερικά χρόνια σε νοσοκομείο της Ρουμανίας, όπου νοσηλευόταν ο άρρωστος πατέρας μου. Μαζί με όλα αυτά, στη Ρουμανία υπήρχε και η δωροδοκία του προσωπικού του νοσοκομείου, ως απαραίτητος παράγοντας επιβίωσης.
Νοσοκομεία σαν επιχειρήσεις
Όταν έφτασα στο νοσοκομείο του Βερολίνου αισθάνθηκα να ήμουν στον παράδεισο. Το προσωπικό φιλικό, υπομονετικό και πρόθυμο να βοηθήσει. Χειρουργοί υψηλής εξειδίκευσης επισκέπτονταν τους ασθενείς δύο φορές την ημέρα. Το νοσηλευτικό προσωπικό έδειχνε εξαιρετική αφοσίωση στους ασθενείς τους, παρότι υπήρχε έλλειψη νέων νοσοκόμων. Ακόμη υπήρχαν μασέρ, φυσικοθεραπευτές, προσωπικό καθαριότητας και άλλων καθηκόντων. Καθημερινά άλλαζαν τα σεντόνια και τις πετσέτες. Κάθε ασθενής είχε στη διάθεσή του τηλέφωνο, τηλεόραση, αναπηρικό καροτσάκι και βοηθητικά μέσα βαδίσματος. Τσάι και καφές υπήρχαν διαθέσιμα όλο το 24ωρο. Υπήρχε και μια καφετέρια σε κοντινή απόσταση.
Τα πρώτα προβλήματα άρχισαν με τη διατροφή. Τα γεύματα παραδίδονταν στο νοσοκομείο από μια εταιρεία κέτερινγκ. Ήταν εμφανές ότι ούτε είχαν ιδέα για τους κανόνες ή περιορισμούς του φαγητού για ασθενείς, ούτε ιδιαίτερο ενθουσιασμό για τη μαγειρική. Συχνά έφερναν σε ασθενείς φαγητό που ήταν ακατάλληλο για την περίπτωσή τους. Το φαγητό δεν υποστήριζε απαραίτητα την αποθεραπεία.
Θα πρέπει να διαμαρτυρηθείτε, ήταν η συμβουλή των νοσηλευτριών. Οι ασθενείς είναι πελάτες. Και ο πελάτης είναι βασιλιάς. Το νοσοκομείο είναι επιχείρηση που πρέπει να βγάλει κέρδος. Νοσοκομεία μπαίνουν στο χρηματιστήριο. Το ύψος του ποσού που προβλέπεται κατά περίπτωση δεν καθορίζεται με γνώμονα τη θεραπεία του ασθενή, αλλά με βάση το αν είναι οικονομικά συμφέρον. Όσο πιο γρήγορα πάρει εξιτήριο ένας ασθενής, τόσο μεγαλύτερο το κέρδος για το νοσοκομείο.
Πού να πάει όμως μια ασθενής μετά από μια σοβαρή εγχείρηση στο πόδι, η οποία μπορεί να μην είναι 75 ετών, αλλά δεν μπορεί να φροντίσει τον εαυτό της μόνη της στο σπίτι; Το σύστημα δεν είχε προβλέψει κάτι για την περίπτωσή μου κι έτσι έγινα μια ασθενής που αρνιόταν να εγκαταλείψει το νοσοκομείο, εάν δεν βρισκόταν προηγουμένως κάποια λύση. Τελικά βρέθηκε μια λύση σύντομα. Με μετέφεραν σε μια πτέρυγα μεταβατικής περίθαλψης. Τα νοσοκομεία πρέπει να δίνουν βάρος στις κριτικές των ασθενών. Και όταν ο ασθενής επιμένει, βρίσκεται πάντα μια έκτακτη λύση.
Μου φαίνεται όμως ότι κανείς από όσους εργάζεται ενεργά για την θεραπεία ασθενών στον τομέα της υγείας, είτε γιατροί, είτε νοσηλευτές, είτε άλλο προσωπικό, δεν συμφωνεί με τη λογική να αντιμετωπίζονται οι ασθενείς σαν πελάτες και τα νοσοκομεία να μετατρέπονται σε επιχειρήσεις που αποσκοπούν στο κέρδος. Ίσως θα βοηθούσε η ενίσχυση της επικοινωνίας, της ενότητας και της αλληλεγγύης ανάμεσα στους ασθενείς και το ιατρικό προσωπικό. Σε τελευταία ανάλυση οι ασθενείς θα πρέπει να νιώθουν αποδεκτοί με τα σωματικά τους ελαττώματα και τις ανάγκες τους. Και να μην χάσουν την πίστη τους ότι το κύριο ζητούμενο στα νοσοκομεία είναι να γίνουν καλά.
* H Κάρμεν-Φραντσέσκα Μπάντσιου είναι ρουμανογερμανίδα συγγραφέας και καθηγήτρια. Από το 1990 ζει στο Βερολίνο και οργανώνει σεμινάρια δημιουργικής γραφής.
Πηγή: Deutsche welle
Τις προάλλες γλίστρησα σε μια πέτρα και θρυμμάτισα την ποδοκνημική μου άρθρωση. Αυτό δεν μου συνέβη στο Βερολίνο, αλλά στη Μάνη, στην Πελοπόννησο. Φαίνεται καμιά φορά ότι είναι ευκολότερο να περάσει κανείς τα σύνορα των κρατών εντός της ΕΕ από το να υπερβεί τα διοικητικά εμπόδια στο εσωτερικό μιας χώρας.
Για να μεταφερθώ με ασθενοφόρο στο κοντινότερο νοσοκομείο στην Καλαμάτα χρειάστηκε να μετεπιβιβαστώ στα διοικητικά όρια της περιοχής σε άλλο ασθενοφόρο, το οποίο είχαν στείλει για μένα από την Καλαμάτα.
Αργότερα, στο Βερολίνο, χρειάστηκε να με μεταφέρουν φίλοι μου από το αεροδρόμιο Σένεφελντ μέσα στη νύχτα στο νοσοκομείο, διότι το ασθενοφόρο του νοσοκομείου στο Βερολίνο δεν είχε άδεια να με παραλάβει από το κρατίδιο του Βρανδεμβούργου, όπου βρίσκεται το αεροδρόμιο.
Απαραίτητο στήριγμα οι συγγενείς λόγω της κρίσης
Ήθελα και έπρεπε πάντως να πάω στο Βερολίνο.
Μετά από τρεις μέρες σε ελληνικό νοσοκομείο ήμουν πεπεισμένη ότι πρέπει να κάνω την εγχείρηση στη Γερμανία.
Παρά τους εξαιρετικά καταρτισμένους γιατρούς, για τους οποίους μόνο καλά λόγια είχα ακούσει, οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στον κλάδο της υγείας με φόβισαν. Το περιορισμένο ιατρικό προσωπικό αναλάμβανε όλα τα καθήκοντα, όχι μόνο τα ιατρικά αλλά και το καθάρισμα, ξεπερνώντας τα όρια των αντοχών του.
Έλλειπαν βασικά μέσα και υλικά, όπως αναπηρικά καροτσάκια και επίδεσμοι. Στους ασθενείς που δεν μπορούσαν να περπατήσουν έδιναν αμέσως έναν καθετήρα και αντιβιοτικά, αν δεν είχαν στο πλευρό τους κάποιον συγγενή να τους βοηθά να πηγαίνουν στην τουαλέτα. Παρηγοριά ήταν το φαγητό. Δύο φορές την ημέρα σέρβιραν ζεστό σπιτικό φαγητό.
Μετά από κάποια εγχείρηση οι συγγενείς των ασθενών είναι απαραίτητοι. Μέλη της οικογένειας έμεναν στο πλευρό του άρρωστου συγγενή τους, κοιμούνταν σε ράντζα και κάθονταν σε άβολες καρέκλες, εφοδιάζοντάς τους ασθενείς 24 ώρες το 24ωρο με φάρμακα και άλλα χρήσιμα είδη που αγόραζαν στην πόλη. Το εξαντλημένο νοσηλευτικό προσωπικό ήταν απελπισμένο, ανυπόμονο και όχι ιδιαίτερα φιλικό. Οι συνθήκες μου θύμισαν όσα είχα ζήσει πριν από μερικά χρόνια σε νοσοκομείο της Ρουμανίας, όπου νοσηλευόταν ο άρρωστος πατέρας μου. Μαζί με όλα αυτά, στη Ρουμανία υπήρχε και η δωροδοκία του προσωπικού του νοσοκομείου, ως απαραίτητος παράγοντας επιβίωσης.
Νοσοκομεία σαν επιχειρήσεις
Όταν έφτασα στο νοσοκομείο του Βερολίνου αισθάνθηκα να ήμουν στον παράδεισο. Το προσωπικό φιλικό, υπομονετικό και πρόθυμο να βοηθήσει. Χειρουργοί υψηλής εξειδίκευσης επισκέπτονταν τους ασθενείς δύο φορές την ημέρα. Το νοσηλευτικό προσωπικό έδειχνε εξαιρετική αφοσίωση στους ασθενείς τους, παρότι υπήρχε έλλειψη νέων νοσοκόμων. Ακόμη υπήρχαν μασέρ, φυσικοθεραπευτές, προσωπικό καθαριότητας και άλλων καθηκόντων. Καθημερινά άλλαζαν τα σεντόνια και τις πετσέτες. Κάθε ασθενής είχε στη διάθεσή του τηλέφωνο, τηλεόραση, αναπηρικό καροτσάκι και βοηθητικά μέσα βαδίσματος. Τσάι και καφές υπήρχαν διαθέσιμα όλο το 24ωρο. Υπήρχε και μια καφετέρια σε κοντινή απόσταση.
Τα πρώτα προβλήματα άρχισαν με τη διατροφή. Τα γεύματα παραδίδονταν στο νοσοκομείο από μια εταιρεία κέτερινγκ. Ήταν εμφανές ότι ούτε είχαν ιδέα για τους κανόνες ή περιορισμούς του φαγητού για ασθενείς, ούτε ιδιαίτερο ενθουσιασμό για τη μαγειρική. Συχνά έφερναν σε ασθενείς φαγητό που ήταν ακατάλληλο για την περίπτωσή τους. Το φαγητό δεν υποστήριζε απαραίτητα την αποθεραπεία.
Θα πρέπει να διαμαρτυρηθείτε, ήταν η συμβουλή των νοσηλευτριών. Οι ασθενείς είναι πελάτες. Και ο πελάτης είναι βασιλιάς. Το νοσοκομείο είναι επιχείρηση που πρέπει να βγάλει κέρδος. Νοσοκομεία μπαίνουν στο χρηματιστήριο. Το ύψος του ποσού που προβλέπεται κατά περίπτωση δεν καθορίζεται με γνώμονα τη θεραπεία του ασθενή, αλλά με βάση το αν είναι οικονομικά συμφέρον. Όσο πιο γρήγορα πάρει εξιτήριο ένας ασθενής, τόσο μεγαλύτερο το κέρδος για το νοσοκομείο.
Πού να πάει όμως μια ασθενής μετά από μια σοβαρή εγχείρηση στο πόδι, η οποία μπορεί να μην είναι 75 ετών, αλλά δεν μπορεί να φροντίσει τον εαυτό της μόνη της στο σπίτι; Το σύστημα δεν είχε προβλέψει κάτι για την περίπτωσή μου κι έτσι έγινα μια ασθενής που αρνιόταν να εγκαταλείψει το νοσοκομείο, εάν δεν βρισκόταν προηγουμένως κάποια λύση. Τελικά βρέθηκε μια λύση σύντομα. Με μετέφεραν σε μια πτέρυγα μεταβατικής περίθαλψης. Τα νοσοκομεία πρέπει να δίνουν βάρος στις κριτικές των ασθενών. Και όταν ο ασθενής επιμένει, βρίσκεται πάντα μια έκτακτη λύση.
Μου φαίνεται όμως ότι κανείς από όσους εργάζεται ενεργά για την θεραπεία ασθενών στον τομέα της υγείας, είτε γιατροί, είτε νοσηλευτές, είτε άλλο προσωπικό, δεν συμφωνεί με τη λογική να αντιμετωπίζονται οι ασθενείς σαν πελάτες και τα νοσοκομεία να μετατρέπονται σε επιχειρήσεις που αποσκοπούν στο κέρδος. Ίσως θα βοηθούσε η ενίσχυση της επικοινωνίας, της ενότητας και της αλληλεγγύης ανάμεσα στους ασθενείς και το ιατρικό προσωπικό. Σε τελευταία ανάλυση οι ασθενείς θα πρέπει να νιώθουν αποδεκτοί με τα σωματικά τους ελαττώματα και τις ανάγκες τους. Και να μην χάσουν την πίστη τους ότι το κύριο ζητούμενο στα νοσοκομεία είναι να γίνουν καλά.
* H Κάρμεν-Φραντσέσκα Μπάντσιου είναι ρουμανογερμανίδα συγγραφέας και καθηγήτρια. Από το 1990 ζει στο Βερολίνο και οργανώνει σεμινάρια δημιουργικής γραφής.
Πηγή: Deutsche welle
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου