Εκατομμύρια ασθενείς με χρόνιες παθήσεις παραμένουν σε κίνδυνο, καθώς η υγεία τους είναι εύθραυστη. Aδυνατούν ωστόσο να αναζητήσουν τις υπηρεσίες υγείας που τους χρειάζονται, εξαιτίας της υγειονομικής κρίσης από την πανδημία. Παντού στον κόσμο τα συστήματα υγείας κλυδωνίζονται από τον COVID19.
Aνάλογα με την οργάνωση της κάθε χώρας, παρατηρείται διακοπή σε βασικές υπηρεσίες υγείας σε ποσοστό που κυμαίνεται από 25-75%, ανάλογα με την περιοχή.
Στα συμπεράσματα αυτά καταλήγει μελέτη του Παγκοσμίου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) για τα προβλήματα στην παροχή βασικών υπηρεσιών υγείας στους ασθενείς, εν μέσω πανδημίας.
Σε ποσοστό 69% των ασθενών αφορούν προβλήματα στην διάγνωση και στην παροχή υπηρεσιών υγείας στους ασθενείς με μη μεταδιδόμενες (χρόνιες) ασθένειες, όπως καρδιαγγειακά, αναπνευστικά, διαβήτης και υπέρταση. Σε ασθενείς με ψυχιατρικά προβλήματα φτάνουν σε ποσοστό το 61% και σε καρκινοπαθείς το 55%. Μάλιστα, για το 5% των πασχόντων από μη μεταδιδόμενες ασθένειες ή καρκίνο και για το 3% των ψυχικά πασχόντων, η διακοπή των υπηρεσιών είναι σοβαρή.
Αντίστοιχα, εμπόδια βρήκαν οι μητέρες και τα νεογνά, με αποτέλεσμα να αυξηθεί η περιγεννητική θνησιμότητα, η οποία αποτελεί σημαντικό δείκτη για την λειτουργία των συστημάτων υγείας.
Η σχετική έκθεση, καταγράφει ότι μόνο το 24% των κρατών δεν αντιμετώπισαν προβλήματα στην παροχή υπηρεσιών υγείας στους πολίτες τους από την αρχή της πανδημίας, με την Ανατολική Μεσόγειο να πλήττεται περισσότερο (σε ποσοστό από 55-100% και κατά μέσο όρο στο 75%), ενώ η περιοχή του Δυτικού Ειρηνικού αντιμετώπισε προβλήματα από 10-65% με μέσο όρο το 20%). Στην Ευρώπη, καταγράφηκαν περιορισμένη διάγνωση και περίθαλψη σε ποσοστό από 25-50% και κατά μέσο όρο στο 35% των περιπτώσεων.
Από τις 105 χώρες που μετείχαν, οι 28 κατέγραψαν διακοπή των υπηρεσιών υγείας σε ποσοστό 75-100%, 27 σε ποσοστό 50-74%, 20 χώρες στο 25-49% των υπηρεσιών και 19 σε ποσοστό κάτω του 25% των υπηρεσιών υγείας. Ένδεκα χώρες δεν κατέγραψαν καμία διακοπή παροχής υπηρεσιών υγείας.
Τα περισσότερα προβλήματα - όπως ήταν αναμενόμενο - αφορούσαν τις χαμηλού εισοδήματος χώρες.
Από την έρευνα προέκυψε ότι τα κράτη αντιμετώπισαν προβλήματα στην παροχή υπηρεσιών υγείας στον τομέα των γεννήσεων και της παιδιατρικής, με αποτέλεσμα να αυξηθεί η περιγεννητική θνησιμότητα σημαντικά. Αναλυτικά, διακοπή υπηρεσιών καταγράφηκε στους εξής τομείς:
- οικογενειακός προγραμματισμός και αντισύλληψη 68%
- περιγεννητική φροντίδα 56%,
- γεννήσεις σε μονάδες υγείας 34%
- τακτικός εμβολιασμός σε υπηρεσίες υγείας 61%
- τακτικός εμβολιασμός στο γιατρό 70%
- περίθαλψη άρρωστων παιδιών 52%
- διαχείριση της κακής διατροφής 51%.
Κατά 45% στον έλεγχο λοιμώξεων πλην COVID - 19
Kατά 32% στη συνέχιση αγωγής σε πάσχοντες από HIV/AIDS
Κατά 42% στη διερεύνηση και θεραπεία φυματίωσης και
Κατά 46% στη διάγνωση και θεραπεία ελονοσίας.
Οι αιτίες
Αιτία διακοπής στην παροχή των υπηρεσιών υγείας ήταν τόσο τα ίδια τα συστήματα υγείας και η επάρκειά τους, όσο και οι ίδιοι οι ασθενείς οι οποίοι απέφυγαν ή δεν κατάφεραν να φτάσουν στις υπηρεσίες υγείας για τη θεραπεία τους.
- το 76% των ασθενών δεν εμφανίστηκε στα εξωτερικά ιατρεία
- το 48% δεν είχε πρόσβαση λόγω lockdown στα μαζικά μέσα μεταφοράς
- το 33% δεν έφτασε στις μονάδες υγείας λόγω οικονομικών προβλημάτων.
Σε ό,τι αφορά την προσφορά υπηρεσιών υγείας:
- το 66% των θεραπειών ακυρώθηκαν
- το 49% των υγειονομικών τοποθετήθηκαν σε μονάδες COVID, οπότε δεν υπήρχε επαρκές προσωπικό για κάλυψη των τακτικών περιστατικών σε ποσοστό 29%
- προγράμματα τακτικού ελέγχου έκλεισαν σε ποσοστό 41%
- εξειδικευμένα κέντρα εξωνοσοκομειακής περίθαλψης έκλεισαν σε ποσοστό 35%
- έκλεισαν εξωτερικά ιατρεία με κυβερνητικές οδηγίες σε ποσοστό 33%,
- δεν υπήρχαν επαρκείς κλίνες για άλλα νοσήματα σε ποσοστό 9%
- δεν υπήρχε επάρκεια προμηθειών με έλλειψη προϊόντων υγείας (30%) και ανεπάρκεια προστατευτικών μέσων για τους υγειονομικούς (44%).
- άλλαξαν οι θεραπευτικές προτεραιότητες σε ποσοστό 33%.
Οι προσπάθειες για λύση
Σχεδόν όλες οι χώρες έκαναν προσπάθειες για την αντιμετώπιση του προβλήματος που δημιουργήθηκε. Συγκεκριμένα, οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν αφορούσαν την αξιολόγηση των προτεραιοτήτων στο 76% των κρατών, την τηλεϊατρική στο 63%, την αλλαγή καθηκόντων στους υγειονομικούς στο 57% των χωρών και τις νέες προσαρμογές στην αλυσίδα εφοδιασμού και διανομής φαρμάκων (54%).
Επίσης την ενημέρωση του κοινού για διακοπή ή αλλαγές λειτουργίας μονάδων (53%) και την ανακατεύθυνση ασθενών σε εναλλακτικές εγκαταστάσεις περίθαλψης (52%). Μόνο το 14% των χωρών κατήργησαν τις οικονομικές επιβαρύνσεις των ασθενών με προφανείς επιπτώσεις στην πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες υγείας κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Άλλες προσεγγίσεις περιελάμβαναν τη δημιουργία ειδικών μονάδων περίθαλψης για COVID-19, κινητές ιατρικές ομάδες, ψηφιακή περίθαλψη, μεταφορά και οικονομική υποστήριξη σε ασθενείς, πρόσθετη εκπαίδευση και κατευθυντήριες οδηγίες στους υγειονομικούς, εντατικοποίηση της επικοινωνίας και εντατικοποίηση των εργαστηριακών δυνατοτήτων.
Aνάλογα με την οργάνωση της κάθε χώρας, παρατηρείται διακοπή σε βασικές υπηρεσίες υγείας σε ποσοστό που κυμαίνεται από 25-75%, ανάλογα με την περιοχή.
Στα συμπεράσματα αυτά καταλήγει μελέτη του Παγκοσμίου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) για τα προβλήματα στην παροχή βασικών υπηρεσιών υγείας στους ασθενείς, εν μέσω πανδημίας.
Σε ποσοστό 69% των ασθενών αφορούν προβλήματα στην διάγνωση και στην παροχή υπηρεσιών υγείας στους ασθενείς με μη μεταδιδόμενες (χρόνιες) ασθένειες, όπως καρδιαγγειακά, αναπνευστικά, διαβήτης και υπέρταση. Σε ασθενείς με ψυχιατρικά προβλήματα φτάνουν σε ποσοστό το 61% και σε καρκινοπαθείς το 55%. Μάλιστα, για το 5% των πασχόντων από μη μεταδιδόμενες ασθένειες ή καρκίνο και για το 3% των ψυχικά πασχόντων, η διακοπή των υπηρεσιών είναι σοβαρή.
Αντίστοιχα, εμπόδια βρήκαν οι μητέρες και τα νεογνά, με αποτέλεσμα να αυξηθεί η περιγεννητική θνησιμότητα, η οποία αποτελεί σημαντικό δείκτη για την λειτουργία των συστημάτων υγείας.
Η σχετική έκθεση, καταγράφει ότι μόνο το 24% των κρατών δεν αντιμετώπισαν προβλήματα στην παροχή υπηρεσιών υγείας στους πολίτες τους από την αρχή της πανδημίας, με την Ανατολική Μεσόγειο να πλήττεται περισσότερο (σε ποσοστό από 55-100% και κατά μέσο όρο στο 75%), ενώ η περιοχή του Δυτικού Ειρηνικού αντιμετώπισε προβλήματα από 10-65% με μέσο όρο το 20%). Στην Ευρώπη, καταγράφηκαν περιορισμένη διάγνωση και περίθαλψη σε ποσοστό από 25-50% και κατά μέσο όρο στο 35% των περιπτώσεων.
Από τις 105 χώρες που μετείχαν, οι 28 κατέγραψαν διακοπή των υπηρεσιών υγείας σε ποσοστό 75-100%, 27 σε ποσοστό 50-74%, 20 χώρες στο 25-49% των υπηρεσιών και 19 σε ποσοστό κάτω του 25% των υπηρεσιών υγείας. Ένδεκα χώρες δεν κατέγραψαν καμία διακοπή παροχής υπηρεσιών υγείας.
Τα περισσότερα προβλήματα - όπως ήταν αναμενόμενο - αφορούσαν τις χαμηλού εισοδήματος χώρες.
Σε ποιους τομείς καταγράφεται διακοπή υπηρεσιών
Από την έρευνα προέκυψε ότι τα κράτη αντιμετώπισαν προβλήματα στην παροχή υπηρεσιών υγείας στον τομέα των γεννήσεων και της παιδιατρικής, με αποτέλεσμα να αυξηθεί η περιγεννητική θνησιμότητα σημαντικά. Αναλυτικά, διακοπή υπηρεσιών καταγράφηκε στους εξής τομείς:
- οικογενειακός προγραμματισμός και αντισύλληψη 68%
- περιγεννητική φροντίδα 56%,
- γεννήσεις σε μονάδες υγείας 34%
- τακτικός εμβολιασμός σε υπηρεσίες υγείας 61%
- τακτικός εμβολιασμός στο γιατρό 70%
- περίθαλψη άρρωστων παιδιών 52%
- διαχείριση της κακής διατροφής 51%.
Σε ό,τι αφορά τις μεταδιδόμενες ασθένειες, παρατηρήθηκε διακοπή παροχής υπηρεσιών υγείας:
Κατά 45% στον έλεγχο λοιμώξεων πλην COVID - 19
Kατά 32% στη συνέχιση αγωγής σε πάσχοντες από HIV/AIDS
Κατά 42% στη διερεύνηση και θεραπεία φυματίωσης και
Κατά 46% στη διάγνωση και θεραπεία ελονοσίας.
Οι αιτίες
Αιτία διακοπής στην παροχή των υπηρεσιών υγείας ήταν τόσο τα ίδια τα συστήματα υγείας και η επάρκειά τους, όσο και οι ίδιοι οι ασθενείς οι οποίοι απέφυγαν ή δεν κατάφεραν να φτάσουν στις υπηρεσίες υγείας για τη θεραπεία τους.
Αναλυτικά, σε ό,τι αφορά την ζήτηση υπηρεσιών υγείας:
- το 76% των ασθενών δεν εμφανίστηκε στα εξωτερικά ιατρεία
- το 48% δεν είχε πρόσβαση λόγω lockdown στα μαζικά μέσα μεταφοράς
- το 33% δεν έφτασε στις μονάδες υγείας λόγω οικονομικών προβλημάτων.
Σε ό,τι αφορά την προσφορά υπηρεσιών υγείας:
- το 66% των θεραπειών ακυρώθηκαν
- το 49% των υγειονομικών τοποθετήθηκαν σε μονάδες COVID, οπότε δεν υπήρχε επαρκές προσωπικό για κάλυψη των τακτικών περιστατικών σε ποσοστό 29%
- προγράμματα τακτικού ελέγχου έκλεισαν σε ποσοστό 41%
- εξειδικευμένα κέντρα εξωνοσοκομειακής περίθαλψης έκλεισαν σε ποσοστό 35%
- έκλεισαν εξωτερικά ιατρεία με κυβερνητικές οδηγίες σε ποσοστό 33%,
- δεν υπήρχαν επαρκείς κλίνες για άλλα νοσήματα σε ποσοστό 9%
- δεν υπήρχε επάρκεια προμηθειών με έλλειψη προϊόντων υγείας (30%) και ανεπάρκεια προστατευτικών μέσων για τους υγειονομικούς (44%).
- άλλαξαν οι θεραπευτικές προτεραιότητες σε ποσοστό 33%.
Οι προσπάθειες για λύση
Σχεδόν όλες οι χώρες έκαναν προσπάθειες για την αντιμετώπιση του προβλήματος που δημιουργήθηκε. Συγκεκριμένα, οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν αφορούσαν την αξιολόγηση των προτεραιοτήτων στο 76% των κρατών, την τηλεϊατρική στο 63%, την αλλαγή καθηκόντων στους υγειονομικούς στο 57% των χωρών και τις νέες προσαρμογές στην αλυσίδα εφοδιασμού και διανομής φαρμάκων (54%).
Επίσης την ενημέρωση του κοινού για διακοπή ή αλλαγές λειτουργίας μονάδων (53%) και την ανακατεύθυνση ασθενών σε εναλλακτικές εγκαταστάσεις περίθαλψης (52%). Μόνο το 14% των χωρών κατήργησαν τις οικονομικές επιβαρύνσεις των ασθενών με προφανείς επιπτώσεις στην πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες υγείας κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Άλλες προσεγγίσεις περιελάμβαναν τη δημιουργία ειδικών μονάδων περίθαλψης για COVID-19, κινητές ιατρικές ομάδες, ψηφιακή περίθαλψη, μεταφορά και οικονομική υποστήριξη σε ασθενείς, πρόσθετη εκπαίδευση και κατευθυντήριες οδηγίες στους υγειονομικούς, εντατικοποίηση της επικοινωνίας και εντατικοποίηση των εργαστηριακών δυνατοτήτων.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου