Με δημοσίευσή τους στο The New England Journal of Medicine, στις 30.03.2020, οι Bhatraju και συνεργάτες αναφέρονται στην εμπειρία τους σχετικά με τη διαχείριση βαρέως πασχόντων ασθενών με COVID-19 που έχρηζαν νοσηλείας σε μονάδα εντατικής θεραπείας σε 9 νοσοκομεία της περιοχής του Seattle στις ΗΠΑ. Συνολικά, εντοπίστηκαν 24 ασθενείς με επιβεβαιωμένη λοίμωξη Covid-19. Η μέση ηλικία (± σταθερή απόκλιση) των ασθενών ήταν 64 ± 18 έτη, το 63% ήταν άνδρες και τα συμπτώματά τους είχαν ξεκινήσει 7 ± 4 ημέρες πριν από την εισαγωγή στο νοσοκομείο. Τα πιο συνηθισμένα συμπτώματα ήταν ο βήχας και η δύσπνοια, ενώ το 50% των ασθενών είχαν πυρετό κατά την εισαγωγή. Το 58% είχε σακχαρώδη διαβήτη. Κανένας από τους ασθενείς δεν είχε ταξιδέψει πρόσφατα σε χώρα με υψηλή συρροή κρουσμάτων όπως η Κίνα, η Νότια Κορέα, το Ιράν ή η Ιταλία.
Η οριακή πλειοψηφία των ασθενών (13 [54%]) είχαν πρόσφατη επαφή με ένα άτομο που ήταν γνωστό ότι ήταν άρρωστο, αλλά εάν οι ασθενείς αυτοί είχαν μολυνθεί με SARS-CoV-2 δεν ήταν γνωστό. Κατά την εισαγωγή, παρατηρήθηκε λεμφοπενία στο 75% των ασθενών, αυξημένο γαλακτικό σε 8 ασθενείς και αυξημένα ηπατικά ένζυμα σε 9 ασθενείς, ενώ 2 ασθενείς παρουσίασαν αύξηση στην τιμή της τροπονίνης. Όλοι οι ασθενείς εισήχθησαν σε μονάδα εντατικής θεραπείας εξαιτίας υποξαιμικής αναπνευστικής ανεπάρκειας. Το 75% (18 ασθενείς) χρειάστηκαν διασωλήνωση και μηχανικό αερισμό.
Οι περισσότεροι (17) από τους ασθενείς είχαν επίσης υπόταση και χρειάζονταν αγγειοσυσπαστικά. Κανένας ασθενής δεν είχε θετικό δείγμα για τη γρίπη Α, τη γρίπη Β ή άλλους ιούς της αναπνευστικής οδού. Οι μισοί ασθενείς (12) πέθαναν μεταξύ της 1ης και της 18ης ημέρας της ΜΕΘ, συμπεριλαμβανομένων 4 ασθενών που είχαν εντολή μη αναζωογόνησης. Από τους 12 επιζώντες ασθενείς, 5 έλαβαν εξιτήριο από το νοσοκομείο και βρίσκονται κατ’οίκον σπίτι, 4 εξήλθαν από τη ΜΕΘ αλλά παραμένουν στο νοσοκομείο και 3 συνεχίζουν να λαμβάνουν μηχανική υποστήριξη στη ΜΕΘ κατά τη συγγραφή του άρθρου. Από τη δημοσίευση, όπως αναλύει ο καθηγητής κος Δημόπουλος, φαίνεται ότι υπάρχει μακρά διάρκεια νοσηλείας μετά από διασωλήνωση. Η διάμεση διάρκεια νοσηλείας για τους επιζώντες είναι οι 17 ημέρες και η διάμεση διάρκεια νοσηλείας στη ΜΕΘ είναι οι 14 ημέρες. Επίσης, παρατηρήθηκε υψηλό ποσοστό θνητότητας κυρίως σε ασθενείς μεγαλύτερης ηλικίας και με συννοσηρότητες.
Η οριακή πλειοψηφία των ασθενών (13 [54%]) είχαν πρόσφατη επαφή με ένα άτομο που ήταν γνωστό ότι ήταν άρρωστο, αλλά εάν οι ασθενείς αυτοί είχαν μολυνθεί με SARS-CoV-2 δεν ήταν γνωστό. Κατά την εισαγωγή, παρατηρήθηκε λεμφοπενία στο 75% των ασθενών, αυξημένο γαλακτικό σε 8 ασθενείς και αυξημένα ηπατικά ένζυμα σε 9 ασθενείς, ενώ 2 ασθενείς παρουσίασαν αύξηση στην τιμή της τροπονίνης. Όλοι οι ασθενείς εισήχθησαν σε μονάδα εντατικής θεραπείας εξαιτίας υποξαιμικής αναπνευστικής ανεπάρκειας. Το 75% (18 ασθενείς) χρειάστηκαν διασωλήνωση και μηχανικό αερισμό.
Οι περισσότεροι (17) από τους ασθενείς είχαν επίσης υπόταση και χρειάζονταν αγγειοσυσπαστικά. Κανένας ασθενής δεν είχε θετικό δείγμα για τη γρίπη Α, τη γρίπη Β ή άλλους ιούς της αναπνευστικής οδού. Οι μισοί ασθενείς (12) πέθαναν μεταξύ της 1ης και της 18ης ημέρας της ΜΕΘ, συμπεριλαμβανομένων 4 ασθενών που είχαν εντολή μη αναζωογόνησης. Από τους 12 επιζώντες ασθενείς, 5 έλαβαν εξιτήριο από το νοσοκομείο και βρίσκονται κατ’οίκον σπίτι, 4 εξήλθαν από τη ΜΕΘ αλλά παραμένουν στο νοσοκομείο και 3 συνεχίζουν να λαμβάνουν μηχανική υποστήριξη στη ΜΕΘ κατά τη συγγραφή του άρθρου. Από τη δημοσίευση, όπως αναλύει ο καθηγητής κος Δημόπουλος, φαίνεται ότι υπάρχει μακρά διάρκεια νοσηλείας μετά από διασωλήνωση. Η διάμεση διάρκεια νοσηλείας για τους επιζώντες είναι οι 17 ημέρες και η διάμεση διάρκεια νοσηλείας στη ΜΕΘ είναι οι 14 ημέρες. Επίσης, παρατηρήθηκε υψηλό ποσοστό θνητότητας κυρίως σε ασθενείς μεγαλύτερης ηλικίας και με συννοσηρότητες.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου