επιμέλεια medlabnews.gr iatrikanea
“Το ένα άτομο που απεβίωσε με την τελική αιτία θανάτου να αποδίδεται στη νόσο COVID-19, αφορά σε άντρα ηλικίας 55 χρονών με υποκείμενα νοσήματα” είναι κάτι που ακούμε ή διαβάζουμε συχνά.
Τι σημαίνει και τι είναι το υποκείμενο νόσημα και κατά πόσο είμαστε όλοι υποψήφιοι σε αυτό το υποκείμενο νόσημα; Μήπως τελικά το υποκείμενο νόσημα είναι κάτι που μπορεί να έχουμε και εμείς;
Σύμφωνα με τον Καθηγητή Μικροβιολογίας/Μοριακής Ιολογίας του Πανεπιστημίου Λευκωσίας , Δρ Καραγιάννη , σε παλαιότερες δηλώσεις του ανέφερε ότι η λίστα των υποκείμενων νοσημάτων που έχουν αναγνωριστεί ως επιβαρυντικά για την υγεία του ασθενούς με κοροναϊό,περιλαμβάνει την υπέρταση, τον σακχαρώδη διαβήτη, καρδιαγγειακές νόσους, χρόνια αναπνευστικά προβλήματα και τον καρκίνο.
Εαν κάνετε μια έρευνα στο διαδίκτυο θα βρείτε πολλά άρθρα που αναφέρονται στο υποκείμενο νόσημα και πως επηρεάζεται με τον κοροναϊο;
“Ενα «υποκείμενο νόσημα είναι μια χρόνια νόσος, η οποία μπορεί να εξασθενήσει το ανοσοποιητικό σύστημα το οποίο καταπολεμά τις λοιμώξεις, όπως τον κοροναϊό. Συνήθως πρόκειται για ένα χρόνιο ή σοβαρό ιατρικό πρόβλημα, που απαιτεί μακροχρόνια θεραπεία. Τα υποκείμενα νοσήματα περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων την χρόνια πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ), το άσθμα, τα καρδιαγγειακά προβλήματα (αρτηριακή υπέρταση), την ανοσοκαταστολή, την παχυσαρκία, το σακχαρώδη διαβήτη, τη χρόνια νεφρική νόσο και νόσους του ήπατος.
Οι άνθρωποι με χρόνια νοσήματα συχνά έχουν εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι δεν μπορεί να καταπολεμήσει αποτελεσματικά τα βακτήρια ή τους ιούς. Αν δεν ελεγχθεί, το υποκείμενο νόσημα μπορεί να επηρεάσει τους ασθενείς όλων των ηλικιών, όχι μόνο τους ηλικιωμένους. Με το ανοσοποιητικό σύστημα να αντιμετωπίζει ήδη μια μακροχρόνια ασθένεια , το σώμα δεν μπορεί να ανταποκριθεί αποτελεσματικά σε εξωτερικούς παράγοντες, πράγμα που σημαίνει ότι τα άτομα έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να αρρωστήσουν, ή να έχουν σοβαρές επιπλοκές από λοιμώξεις, όπως από τον κοροναϊό.”
ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΚΟΡΟΝΑΪΟΣ
Τα υποκείμενα νοσήματα θέτουν 1,7 δισ. ανθρώπους σε κίνδυνο. Περίπου το 22% του παγκόσμιου πληθυσμού πάσχει από κάποιο υποκείμενο νόσημα και συνεπώς κινδυνεύει περισσότερο να εμφανίσει σοβαρή λοίμωξη Covid-19 κάποια στιγμή, σύμφωνα με διεθνείς μελέτες. Οι άνθρωποι με υποκείμενα νοσήματα έχουν εξαπλάσιο κίνδυνο να εισαχθούν σε νοσοκομείο μετά από λοίμωξη με τον κοροναϊό COVID-19 και 12πλασια να πεθάνουν από αυτόν, σε σχέση με όσους είναι κατά τα άλλα υγιείς.
Ποια υποκείμενα νοσήματα αυξάνουν τον κίνδυνο βαριάς νόσου παρά τον εμβολιασμό
Σύμφωνα με αδημοσίευτη μελέτη των CDC, όσοι νοσηλεύονται με βαριά μορφή της λοίμωξης που προκαλεί ο κοροναϊός παρά τον πλήρη εμβολιασμό τους, όχι μόνο είναι μεγαλύτερης ηλικίας, αλλά συνήθως έχουν και κλονισμένη υγεία. Στην πραγματικότητα, πολλοί πάσχουν από πολλαπλά υποκείμενα νοσήματα.
Η μελέτη βασίστηκε σε δείγμα 4.732 ασθενών. Η μέση ηλικία των ανεμβολίαστων ασθενών στα νοσοκομεία ήταν τα 59 έτη. Των πλήρως εμβολιασμένων ήταν τα 73 έτη.
Ειδικά μετά την επικράτηση του στελέχους Δέλτα, οι ανεμβολίαστοι είχαν 10πλάσιες πιθανότητες να εισαχθούν στα νοσοκομεία απ’ ό,τι οι πλήρως εμβολιασμένοι.
Τρία ή περισσότερα υποκείμενα νοσήματα
Το σχεδόν 71% των πλήρως εμβολιασμένων ασθενών που εισήχθησαν στα νοσοκομεία είχαν τρία ή περισσότερα υποκείμενα νοσήματα και διαταραχές, όπως:
- Υπέρταση (έπασχε το 70,5% των ασθενών)
- Καρδιαγγειακά νοσήματα (στεφανιαία νόσος, καρδιακή ανεπάρκεια κ.ά., έπασχε το 58,6%)
- Χρόνια μεταβολικά νοσήματα (48,5%)
- Παχυσαρκία (48,4%)
- Χρόνια πνευμονοπάθεια (χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, άσθμα κ.ά., έπασχε το 39,2% των ασθενών)
- Σακχαρώδης διαβήτης (έπασχε το 38,1% των ασθενών)
- Νευρολογικά νοσήματα (33%)
- Εξασθενημένο ανοσοποιητικό (32,1%)
- Νεφροπάθεια (30,4%)
Η μελέτη έδειξε ακόμα ότι περισσότερο από το 19% των πλήρως εμβολιασμένων που αρρώστησε βαριά ο κοροναϊός είχαν τουλάχιστον 2 υποκείμενα νοσήματα. Επιπλέον, το 6,3% είχαν ένα υποκείμενο νόσημα. Μόλις το 3,6% δεν είχαν κανένα. Αντιθέτως, στους ανεμβολίαστους το 8,6% δεν είχαν κανένα υποκείμενο νόσημα και το 14,3% είχαν ένα.
Η νέα μελέτη έχει αναρτηθεί στον διακομιστή ερευνών υγείας medRxiv.
Διαβαστε επίσης
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου