medlabnews.gr iatrikanea
Μεγάλη αναπαραγωγή στο ελληνικό διαδίκτυο γνώρισε ο ισχυρισμός πως, έρευνα του Πανεπιστημίου Johns Hopkins έδειξε ότι τα lockdowns μειώνουν τη θνησιμότητα της COVID-19 μόνο κατά 0.2%. Ωστόσο, πρόκειται για παραπληροφόρηση.
Στο δημοσίευμα του protothema.gr διαβάζουμε:
Tο lockdown, το «λουκέτο» στα σχολεία και οι περιορισμοί στις κοινωνικές συναθροίσεις μειώνουν την θνητότητα από τη νόσο Covid μόνο κατά 0,2%, με «τεράστιο οικονομικό και κοινωνικό κόστος», όπως επισημαίνει μελέτη του έγκριτου Πανεπιστημίου Johns Hopkins εκπλήσσοντας τους επιστήμονες.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα μέτρα καραντίνας που εφαρμόστηκαν κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας της Covid, μείωσαν τη θνητότητα από την COVID-19 σε πολύ μικρό βαθμό, κατά 0,2% σε ΗΠΑ και Ευρώπη. Όπως αναφέρει η βρετανική εφημερίδα «Daily Mail», η μελέτη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι περιορισμοί αυτοί δεν είχαν αξιοσημείωτη επίδραση στο ποσοστό των θανάτων από κορωνοιό.
Οι ερευνητές προειδοποιούν επίσης ότι τα οφέλη από το lockdown είναι ελάχιστα αν συγκριθούν από τα «καταστροφικά αποτελέσματα» που έχει στην οικονομία και την κοινωνία.
«Οδηγούν στη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας, στην αύξηση της ανεργίας, στη μείωση της σχολικής εκπαίδευσης, στην πρόκληση πολιτικής αναταραχής, στη συμβολή στην ενδοοικογενειακή βία και στην υπονόμευση της φιλελεύθερης δημοκρατίας», επισημαίνουν οι συντάκτες της έρευνας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, η νέα μελέτη αφορά το lockdown που επιβλήθηκε κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας και έδειξε ότι δεν είχε ουσιαστικά καμία επίδραση στη μείωση των θανάτων από τη νόσο COVID-19, σύμφωνα με μετα-ανάλυση πολλών ερευνών του Πανεπιστημίου Johns Hopkins.
«Ενώ αυτή η μετα-ανάλυση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα lockdown είχαν ελάχιστες έως καθόλου επιπτώσεις στη δημόσια υγεία, έχουν επιβάλει τεράστιο οικονομικό και κοινωνικό κόστος όπου έχουν εφαρμοστεί», υποστηρίζουν οι ερευνητές. «Συνεπώς, οι πολιτικές για lockdown είναι αβάσιμες και θα πρέπει να απορριφθούν ως μέσο πολιτικής για την αντιμετώπιση της πανδημίας».
Η μελέτη διεξήχθη από τον Στιβ Χανκ, ιδρυτή του Johns Hopkins School of Applied Economics, τον επιστήμονα Τζόνας Χέρμπαι και τον Λαρς Γιόνουνγκ, έναν Σουηδό οικονομολόγο με τους ερευνητές να υπογραμμίζουν ότι με το lockdown θυσιάζουμε πάρα πολλά και έχουμε λίγα οφέλη.
«Ένας τέτοιος τυπικός υπολογισμός οφέλους-κόστους οδηγεί σε ένα ισχυρό συμπέρασμα: τα lockdown θα πρέπει να απορριφθούν ως μέσο πολιτικής για την πανδημία».
Τον Νοέμβριο του 2021, ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν αποκάλυψε τη στρατηγική του για την καταπολέμηση της COVID και της ιδιαίτερα μεταδοτικής παραλλαγής «Oμικρον», λέγοντας ότι θα επικεντρωθεί στον εμβολιασμό κατά του κορωνοιού και την ενισχυτική δόση και όχι σε lockdown .
Χθες, οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν ότι έχουν καταγράψει συνολικά 75.112.854 κρούσματα της Covid και 888.996 θανάτους από την έναρξη της πανδημίας.
Τι ισχύει
Το Πανεπιστήμιο δεν υποστηρίζει την έρευνα
Στην εισαγωγή της επίμαχης έρευνας, διαβάζουμε ότι πρόκειται για «έγγραφο εργασίας», δηλαδή προδημοσίευση που δεν έχει ακόμη εξεταστεί από ομοτίμους για την εγκυρότητά της. Επιπλέον, διευκρινίζεται ότι πρόκειται μόνο για τις απόψεις των 3 συντακτών της, που δεν συμπίπτουν απαραίτητα με αυτές των ιδρυμάτων με τα οποία συνεργάζονται.
Και οι 3 συντάκτες είναι οικονομολόγοι, όχι ειδικοί δημόσιας υγείας. Μόνο ο ένας τους συνδέεται με το Πανεπιστήμιο Johns Hopkins που επικαλούνται τα δημοσιεύματα, ο Steve H. Hanke. Ο Dr. Hanke είναι επίσης ανώτερος συνεργάτης του υπερ-φιλελεύθερου Ινστιτούτου Cato που υποστηρίζει την ελαχιστοποίηση των κρατικών παρεμβάσεων, και ο ίδιος έχει χαρακτηρίσει επανειλημμένα τα ισχυρά μέτρα δημόσιας υγείας ως «φασιστικά». Αξίζει να σημειωθεί ότι αντίστοιχοι γενικευμένοι χαρακτηρισμοί είναι ανυπόστατοι στο ευρωπαϊκό δίκαιο.
Η επίμαχη έρευνα προδημοσιεύτηκε από ένα ινστιτούτο του Πανεπιστημίου Johns Hopkins, με την ονομασία “Applied Economics, Global Health, and the Study of Business Enterprise“. Όμως, το ινστιτούτο αυτό δε συνδέεται με την πρωτοβουλία “Coronavirus Resource Center“, που αποτελεί το πιο αναγνωρισμένο παράρτημα του Πανεπιστημίου αναφορικά με τη μελέτη της πανδημίας.
Σε επικοινωνία της ομάδας ελέγχου γεγονότων PolitiFact με εκπρόσωπο του Πανεπιστημίου Johns Hopkins, ο εκπρόσωπος δήλωσε ότι το Πανεπιστήμιο δεν υποστηρίζει τη μελέτη, και τυπικά δε συνηθίζει να παίρνει θέση σε τέτοιες περιπτώσεις. Έπειτα, ο Joshua Sharfstein, αναπληρωτής κοσμήτορας της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου, η οποία συμμετέχει και στο προαναφερόμενο “Coronavirus Resource Center”, καταδίκασε τα συμπεράσματα της μελέτης κατηγορηματικά:
Αυτό το έγγραφο εργασίας δεν έχει εξεταστεί από ομοτίμους, και οι συντάκτες του δεν είναι ερευνητές ιατρικής ή δημόσιας υγείας. Για να φτάσουν στο συμπέρασμά τους ότι τα “lockdown” είχαν μικρό αποτέλεσμα στη θνησιμότητα, οι συντάκτες όρισαν εκ νέου την έννοια “lockdown” και απέρριψαν πολλές μελέτες που έχουν εξεταστεί από ομοτίμους. Η εργασία δε συμπεριέλαβε νέα δεδομένα, και έχουν τεθεί σοβαροί προβληματισμοί για τη μεθοδολογία της.
Η COVID-19 προκαλείται από τον SARS-CoV-2, έναν αναπνευστικό ιό που μεταδίδεται μεταξύ ατόμων. Η μείωση της μετάδοσης του ιού οδηγεί σε λιγότερα κρούσματα, νοσηλείες και θανάτους. Νωρίς στην πανδημία, όταν λίγα ήταν γνωστά για την COVID-19, τα μέτρα περιορισμού στα σπίτια απέτρεψαν τις μολύνσεις του ιού και έσωσαν πολλές ζωές.
Τα θεμελιώδη προβλήματα της έρευνας
Η προδημοσίευση επέλεξε έναν ευρύτατο ορισμό της έννοιας “lockdown”: «η επιβολή τουλάχιστον μιας υποχρεωτικής μη φαρμακευτικής παρέμβασης / μέτρου δημόσιας υγείας (NPI)». Ωστόσο, όπως δήλωσαν ειδικοί δημόσιας υγείας, αυτός ο ορισμός θα σήμαινε ότι και μόνο οι κανονισμοί χρήσης μάσκας σε εσωτερικούς χώρους, ή της καθιερωμένης υποχρεωτικής καραντίνας για τα κρούσματα, θα θεωρούνταν “lockdown”, χωρίς ωστόσο καμιά γενικευμένη απαγόρευση μετακίνησης, που συνηθισμένα υποδηλώνει ο όρος.
Στην πραγματικότητα, το κάθε μέτρο δημόσιας υγείας λειτουργεί διαφορετικά αλλά και σε αλληλεπίδραση με άλλα μέτρα, οπότε μια ενιαία συγκεχυμένη εκτίμηση για το ρόλο όλων των μέτρων, δεν έχει νόημα. Για παράδειγμα, η προδημοσίευση εκτίμησε ότι η υποχρεωτική χρήση μάσκας συνολικά μείωσε τους θανάτους κατά 24%, ωστόσο, η χρήση μάσκας σε μια περίοδο γενικευμένης απαγόρευσης μετακινήσεων, αναμενόμενα θα είχε πολύ μικρότερη επίδραση σε σχέση με ένα σενάριο ελεύθερων μετακινήσεων.
Τις επόμενες μέρες από την ανάρτηση της προδημοσίευσης, πολυάριθμοι ειδικοί δημόσιας υγείας διεθνώς, επισήμαναν μια σειρά μεθοδολογικών προβλημάτων στην προδημοσίευση. [πηγή 1][πηγή 2][πηγή 3][πηγή 4][πηγή 5][πηγή 6]
Ενδεικτικά:
- Από την ανάλυση εξαιρέθηκαν πολλές ποιοτικές μελέτες, χωρίς πειστική αιτιολόγηση.
- Συμπεριλήφθηκαν μελέτες που δεν πληρούσαν τα επιλεκτικά κριτήρια της προδημοσίευσης.
- Όλες οι μελέτες που λήφθηκαν υπόψη χρησιμοποιούσαν την ίδια πηγή δεδομένων, και δεν ήταν στατιστικά έγκυρη η σύνθεσή τους ως ανεξάρτητες.
- Δε λήφθηκε κατάλληλα υπόψη το χρονικό διάστημα που απαιτείται από τη μείωση της μετάδοσης που επιτυγχάνουν τα μέτρα, μέχρι τη μείωση των θανάτων.
- Υπήρξαν τεράστιες διαφορές στη βαρύτητα που δόθηκε σε κάθε μελέτη, με αόριστα και ασυνήθιστα κριτήρια.
- Αρκετές μελέτες που συμπεριλήφθηκαν, στην πραγματικότητα εκτίμησαν σημαντική συνεισφορά των μέτρων δημόσιας υγείας στη μείωση των θανάτων, αλλά η προδημοσίευση χρησιμοποίησε τα δεδομένα τους επιλεκτικά και τα επανερμήνευσε με αδιαφανείς μεθοδολογίες, φτάνοντας σε αντίθετα συμπεράσματα.
- Ο επικεφαλής μιας εκ των βασικών μελετών που χρησιμοποιήθηκε στην προδημοσίευση, δήλωσε ότι η χρήση των δεδομένων της μελέτης του δεν έγινε με έγκυρο τρόπο. Επίσης, η επικεφαλής της μελέτης όπου δόθηκε το 92% της βαρύτητας στη σύνθεση των αποτελεσμάτων, δήλωσε ότι οι συντάκτες της προδημοσίευσης είχαν προαποφασίσει το συμπέρασμά τους, προτού ξεκινήσουν την εργασία τους.
Σύντομα, ο πρώτος συντάκτης της προδημοσίευσης, Jonas Herby, επιχείρησε να απαντήσει στην κριτική με ένα άρθρο ερωταπαντήσεων, καθώς και με ανάρτησή του στο λογαριασμό του στο Twitter. Για την αξιολόγηση και των εν λόγω επιχειρημάτων, ήρθαμε σε επικοινωνία με τον επιδημιολόγο Gideon Meyerowitz-Katz, που μετά τη συνοπτική επισήμανση των μεθοδολογικών προβλημάτων της προδημοσίευσης, ανέφερε ότι η ομάδα του ετοιμάζεται να δημοσιεύσει μια πληρέστερη σχετική ακαδημαϊκή αξιολόγηση.
Ο κ. Meyerowitz-Katz μας δήλωσε ότι οι προαναφερόμενες απαντήσεις του κ. Herby αφορούσαν μόνο τα πιο απλά προβλήματα της προδημοσίευσης, αλλά συνέχιζαν να μην καλύπτουν τα πιο ουσιώδη· ενδεικτικά, τα αντιφατικά κριτήρια συμπερίληψης μελετών, τη μη ισορροπημένη απόδοση βαρύτητας στη σύνθεσή τους, τον στατιστικά μη έγκυρο τρόπο συνεκτίμησης των δεδομένων τους, και τις αντιφάσεις μεταξύ των ευρημάτων τους και των συμπερασμάτων της προδημοσίευσης.
Ένα συγκεκριμένο παράδειγμα, αφορά το επιχείρημα του κ. Herby ότι αν εξαιρεθεί η μελέτη 92% βαρύτητας που προαναφέραμε, η εκτιμώμενη μείωση θανάτων μεταβάλλεται από 0.2%, σε 3.5%, που ο ίδιος αναφέρει ως ελάχιστη διαφοροποίηση. Όπως όμως επισήμανε ο κ. Meyerowitz-Katz, το πρώτο εύρημα είναι 17 φορές μικρότερο από το δεύτερο, γεγονός καταδεικνύει ευρύτερα πόσο προβληματική είναι η στάθμιση των μελετών που επιλέχθηκε.
Η προστασία των μέτρων δημόσιας υγείας
Πλέον, είναι επιστημονικά εδραιωμένο ότι σχεδόν το σύνολο της μετάδοσης του κορωνοϊού SARS-CoV-2, λαμβάνει χώρα μέσω των σταγονιδίων που αποβάλλουν οι μολυσμένοι. Τα μεγάλα σταγονίδια μπορούν να φτάσουν σε αποστάσεις μέχρι και 2 μέτρων, ενώ τα μικρότερα σταγονίδια, υπό κατάλληλες συνθήκες σε εσωτερικούς χώρους, είναι σε θέση να παραμείνουν στον αέρα για μερικές ώρες και να φτάσουν σε απόσταση μέχρι και μερικών δεκάδων μέτρων. Από μεγάλο μέρος έως και η πλειοψηφία της μετάδοσης, λαμβάνει χώρα ασυμπτωματικά, σε κλειστούς χώρους και εντός μερικών ημερών από τη λοίμωξη. [πηγή 1][πηγή 2][πηγή 3][πηγή 4][πηγή 5][πηγή 6][πηγή 7][πηγή 8][πηγή 9]
Από τα παραπάνω, προκύπτει με άμεσο τρόπο ότι ο περιορισμός των μαζικών επαφών μεταξύ του γενικού πληθυσμού, θα ήταν αδύνατο να έχει επουσιώδη επίπτωση στη μεταδοτικότητα του SARS-CoV-2 και στους αντίστοιχους θανάτους της COVID-19. Έτσι, όλες οι έγκριτες επιστημονικές ανασκοπήσεις για το υγειονομικό όφελος των γενικευμένων υγειονομικών μέτρων, που έχουν αξιολογηθεί από ομοτίμους και έχουν δημοσιευτεί σε επιστημονικά περιοδικά, έχουν καταγράψει μεγάλη συνεισφορά στη μείωση της μετάδοσης και των θανάτων του SARS-CoV-2. [πηγή 1][πηγή 2][πηγή 3]
Πάντως, όπως σημείωσε η πιο πρόσφατη σχετική ανασκόπηση, δεν κατέστη εφικτή η εκτίμηση της συνεισφοράς διαφόρων μεμονωμένων μέτρων και του πλήρους lockdown, λόγω της πολυεπίπεδης αλληλεπίδρασης μεταξύ των μέτρων που προαναφέραμε. Επίσης, φαίνεται πιθανό ότι, εφόσον έχουν ήδη εφαρμοστεί ισχυρά μέτρα όπως η παύση λειτουργίας σχολείων, εστίασης και επιχειρήσεων, η επιπλέον απαίτηση παραμονής στο σπίτι, δεν προσφέρει σημαντική παραπάνω προστασία.
Ενώ τα ισχυρά μέτρα δημόσιας υγείας έχουν συνδεθεί και με αρνητικές επιπτώσεις, η εδραιωμένη θέση στην επιστημονική κοινότητα, πρεσβεύει πως τα μέτρα αυτά ήταν προτιμότερα συγκριτικά με τους κινδύνους μιας ανεξέλεγκτης πανδημικής έξαρσης, και ειδικά στο περιβάλλον αβεβαιότητας κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας. Αντίθετα με τους ισχυρισμούς των δημοσιευμάτων για την “καταστροφικότητα των lockdown”, τα συνολικά επιστημονικά δεδομένα δείχνουν πως όλες οι αναφερόμενες αρνητικές επιπτώσεις, τόσο σε υγειονομικό όσο και σε κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο, αναμένεται να ήταν σημαντικά χειρότερες στο σενάριο της ανεξέλεγκτης έξαρσης.
Είναι επίσης σκόπιμο να σημειωθεί ότι η μείωση της μεταδοτικότητας παίζει καθοριστικό ρόλο στους συνολικούς θανάτους που θα προκαλέσει η COVID-19, καθώς η εξάπλωση λαμβάνει χώρα εκθετικά. Στο παρακάτω γράφημα, απεικονίζεται ένα απλουστευμένο παράδειγμα αναφορικά με το πόσο περισσότεροι θάνατοι μπορούν να συσσωρευτούν σε λίγα βήματα μετάδοσης, σε ένα σενάριο όπου ο ιός θα μόλυνε 50% περισσότερα άτομα (πορτοκαλί έναντι γκρι γραμμής).
Γι’ αυτόν το λόγο, όπως έχουμε γράψει και στο παρελθόν, διεθνής μελέτη εκτίμησε ότι, αν η Ελλάδα δεν είχε λάβει καθόλου μέτρα ασφαλείας το 2020, αντί να είχε καταγράψει 3870 θανάτους COVID-19 μέχρι τα τέλη του 2020, θα είχε καταγράψει 76798, δηλαδή σχεδόν 20 φορές περισσότερους. Στο ίδιο άρθρο μας, είχαμε εξηγήσει ότι η έγκαιρη λήψη ισχυρών μέτρων δημόσιας υγείας κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας στην Ελλάδα, μείωσε σημαντικά τους θανάτους που θα καταγράφονταν σε ένα σενάριο καθυστέρησης και μόνο μερικών εβδομάδων.
Ένα επιχείρημα που έχει τεθεί κατά της χρησιμότητας της μείωσης μετάδοσης του SARS-CoV-2, είναι ότι, εφόσον ο ιός φαίνεται αδύνατο να εξαλειφθεί, έτσι και αλλιώς τελικά θα μολύνει σχεδόν το σύνολο του πληθυσμού. Ωστόσο, η καθυστέρηση της εξάπλωσής του ιού το 2020, ήδη αποδείχτηκε σωτήρια για εκατοντάδες χιλιάδες άτομα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, λόγω των εξαιρετικά αποτελεσματικών εμβολίων που έγιναν διαθέσιμα στα τέλη του έτους. Επιπλέον, η αποτροπή της υπερφόρτωσης του συστήματος υγείας, απέτρεψε και μια αντίστοιχη αύξηση στη θνητότητα του ιού.
Και επί του 2022 όμως, η καθυστέρηση της εξάπλωσης μπορεί να σώσει πολλές ζωές ακόμη, καθώς οι κλινικές γνώσεις και οι διαθέσιμες αγωγές για την COVID-19 βελτιώνονται, και καθώς αυξάνεται η διαθεσιμότητα των πρώτων σχετικών χαπιών, που μπορούν να ληφθούν εύκολα στην αρχή της νόσησης, και να μειώσουν τη θνητότητά της μέχρι και κατά 90%.
Συμπέρασμα
Ο ισχυρισμός πως, έρευνα του Πανεπιστημίου Johns Hopkins έδειξε ότι τα lockdowns μειώνουν τη θνησιμότητα της COVID-19 μόνο κατά 0.2%, είναι ψευδής.
Πρόκειται για προδημοσίευση που δεν έχει αξιολογηθεί από ομοτίμους, και επισημαίνει ότι εκφράζει μόνο τις απόψεις των 3 συντακτών της. Οι ίδιοι είναι οικονομολόγοι, όχι ειδικοί υγείας, και ενώ εξέδωσαν την εργασία μέσω ενός ινστιτούτου του Πανεπιστημίου, αυτό δε συνδέεται με την καθιερωμένη πρωτοβουλία του Πανεπιστημίου για την έρευνα της πανδημίας. Εκπρόσωπος του Πανεπιστημίου δήλωσε ότι το ίδιο δεν υποστηρίζει τη μελέτη, και ο αναπληρωτής κοσμήτορας της Σχολής Δημόσιας Υγείας του, καταδίκασε κατηγορηματικά τα συμπεράσματα της μελέτης.
Σειρά ειδικών διεθνώς, έχει επισημάνει πολυάριθμα μεθοδολογικά προβλήματα στη μελέτη, που καθιστούν το συμπέρασμά της άκυρο. Ενδεικτικά, η προδημοσίευση εξαίρεσε πολλές ποιοτικές μελέτες, και συμπεριέλαβε άλλες που δεν πληρούσαν τα κριτήριά της. Μάλιστα, αρκετές μελέτες από τις συμπεριλαμβανόμενες, στην πραγματικότητα έφτασαν σε αντίθετα συμπεράσματα από την προδημοσίευση, και η επικεφαλής της βασικής μελέτης που χρησιμοποιήθηκε, δήλωσε ότι οι συντάκτες της προδημοσίευσης είχαν προαποφασίσει το συμπέρασμά τους, προτού ξεκινήσουν την εργασία τους. Έγκριτες επιστημονικές ανασκοπήσεις, έχουν πολύπλευρα τεκμηριώσει ότι τα ισχυρά μέτρα δημόσιας υγείας κατά την πανδημία, έχουν μειώσει εξαιρετικά τη θνησιμότητά της.
Πηγή ellinikahoaxes.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου