επιμέλεια Κλεοπάτρα Ζουμπουρλή, μοριακή βιολόγος, medlabnews.gr
Πριν μερικές ημέρες ο ΠΟΥ ανακοίνωσε ότι ξαναεμφανίστηκαν κρούσματα εμπολα στο Κογκό. Από την άλλη γνωρίζουμε ότι από τις νυχτερίδες ξεκίνησε η πανδημία του κοροναϊού. Και ο εμπολα προήλθε από τις νυχτερίδες. Ψάχνοντας βρήκαμε μια πολύ ενδιαφέρουσα ομιλία που μας εξηγεί αρκετά αναλυτικά για τις νυχτερίδες και πώς μετέφεραν ιώσεις στους ανθρώπους.
Η ιστορία που θα σας πω σήμερα, για μένα ξεκίνησε το 2006. Τότε πρωτοάκουσα για την έξαρση μιας μυστηριώδους ασθένειας που συνέβαινε στο δάσος του Αμαζονίου στο Περού. Οι άνθρωποι που υπέφεραν απ' αυτή την ασθένεια, είχαν τρομερά, εφιαλτικά συμπτώματα. Είχαν απίστευτους πονοκεφάλους, δεν έτρωγαν, δεν έπιναν. Κάποιοι είχαν και παραισθήσεις -- γίνονταν μπερδεμένοι και επιθετικοί. Το πιο τραγικό απ' όλα ήταν ότι πολλά απ' τα θύματα ήταν παιδιά. Κι απ' αυτούς που αρρώστησαν, δεν επέζησε κανείς. Μάθαμε ότι αυτό, που τους σκότωνε ήταν ένας ιός, αλλά δεν ήταν ο Έμπολα, ούτε ο Ζίκα. Δεν ήταν καν ένας νέος ιός που δεν είχε ξαναδεί η επιστήμη. Αυτοί οι άνθρωποι πέθαιναν από έναν αρχαίο φονιά που είναι γνωστός εδώ κι αιώνες. Πέθαιναν από λύσσα. Αυτό που όλοι τους είχαν κοινό, ήταν πως όταν κοιμόντουσαν, τους δάγκωνε το μόνο θηλαστικό που ζει αποκλειστικά με αίμα: η νυχτερίδα βαμπίρ.
Αυτές οι εξάρσεις που μεταδίδονται από νυχτερίδες σε ανθρώπους, έχουν γίνει όλο και πιο συνηθισμένες τις τελευταίες δεκαετίες. Πριν ήταν η γρίπη των πτηνών. Εμφανίστηκε στην κινέζικη αγορά ζώων κι εξαπλώθηκε παγκοσμίως. Ο ιός, όπως αυτός στο Περού, προερχόταν απ' τις νυχτερίδες, που μάλλον τον κουβαλούσαν απαρατήρητα για αιώνες. Μετά, 10 χρόνια αργότερα, ο Έμπολα εμφανίστηκε στη Δυτική Αφρική κι αυτό τους ξάφνιασε όλους, επειδή σύμφωνα με την τότε επιστήμη, ο Έμπολα δεν έπρεπε να είναι στη Δυτική Αφρική. Αυτό προκάλεσε την μεγαλύτερη και την εκτενέστερη έξαρση του Έμπολα στην ιστορία.
Είναι μια ανατριχιαστική τάση, σωστά; Θανατηφόροι ιοί εμφανίζονται σε μέρη που δεν τους περιμένουμε και ως παγκόσμια κοινότητα για την υγεία, είμαστε σε επιφυλακή. Κυνηγάμε συνεχώς το επόμενο επείγον περιστατικό σε έναν αέναο κύκλο, και προσπαθούμε να εξαφανίσουμε τις επιδημίες μετά την έναρξή τους. Τώρα που εμφανίζονται νέες ασθένειες κάθε χρόνο, τώρα ήρθε η στιγμή, να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε τι μπορούμε να κάνουμε γι' αυτό. Αν περιμένουμε να ξαναχτυπήσει ο Έμπολα, ίσως να μην είμαστε τόσο τυχεροί. Ίσως αντιμετωπίσουμε έναν άλλο ιό, που είναι πιο θανατηφόρος, που μεταδίδεται πιο εύκολα στους ανθρώπους, ή που δεν επηρεάζεται καθόλου απ' τα εμβόλια και μας αφήνει ανυπεράσπιστους.
Μπορούμε να προλάβουμε τις πανδημίες, να τις σταματήσουμε; Αυτές τις ερωτήσεις είναι δύσκολο να τις απαντήσουμε κι ο λόγος είναι ότι οι πανδημίες -- αυτές που εξαπλώνονται παγκοσμίως, αυτές που θέλουμε να προλάβουμε -- συμβαίνουν σπάνια. Για το είδος μας αυτό είναι καλό -- γι' αυτό είμαστε όλοι εδώ. Όμως από επιστημονικής άποψης αυτό είναι λίγο πρόβλημα. Επειδή αν κάτι συμβαίνει μόνο μία ή δύο φορές, δεν μπορεί να βρεθεί κάποιο μοτίβο, το οποίο θα μας έλεγε πότε ή πού θα χτυπήσει η επόμενη πανδημία. Οπότε τι κάνουμε; Πιστεύω ότι μια λύση είναι η έρευνα ορισμένων ιών που μεταφέρονται τακτικά από άγρια ζώα σε ανθρώπους, στα κατοικίδιά μας ή στα ζωντανά μας. ακόμα κι αν δεν είναι οι ίδιοι ιοί που νομίζουμε, ότι θα προκαλέσουν πανδημία. Αν μπορέσουμε να κάνουμε χρήση των κοινών ιών, για να βρούμε κάποια μοτίβα που πυροδοτούν αυτή την αρχική μετάδοση από ένα είδος σε ένα άλλο και δυνητικά πώς να τους σταματήσουμε, τότε θα μπορέσουμε να προετοιμαστούμε για τους ιούς που μεταδίδονται ανάμεσα σε είδη πιο σπάνια, αλλά είναι πιο πιθανό να φέρουν πανδημία.
Η λύσσα, όσο φρικτή κι αν είναι, είναι ένας ωραίος ιός σ' αυτή την περίπτωση. Η λύσσα είναι ένας τρομαχτικός, θανατηφόρος ιός. Έχει ποσοστό θνησιμότητας 100%. Αυτό σημαίνει ότι αν έχετε λύσσα και δεν τη θεραπεύσετε πρόωρα, δεν υπάρχει σωτηρία. Δεν υπάρχει θεραπεία. Θα πεθάνετε. Κι η λύσσα δεν είναι μόνο πρόβλημα του παρελθόντος. Ακόμα και σήμερα η λύσσα σκοτώνει 50 με 60.000 ανθρώπους κάθε χρόνο. Απλώς σκεφτείτε τον αριθμό. Φανταστείτε όλη την έξαρση του Έμπολα στη Δυτική Αφρική -- σχεδόν 2,5 χρόνια. Συμπυκνώνετε όλους αυτούς που πέθαναν απ' την έξαρση μέσα σε μία χρονιά. Είναι πολύ άσχημο. Μετά πολλαπλασιάζετε επί τέσσερα και βρίσκετε όσους πεθαίνουν από λύσσα κάθε χρόνο.
Αυτό που ξεχωρίζει τη λύσσα από έναν ιό σαν τον Έμπολα, είναι ότι όταν κάποιος κολλήσει δεν μεταδίδει την ασθένεια παρακάτω. Αυτό σημαίνει ότι κάθε φορά που ένα άτομο κολλάει λύσσα, είναι επειδή το δάγκωσε ένα λυσσασμένο ζώο, συνήθως σκύλος ή νυχτερίδα. Όμως αυτό σημαίνει, ότι η μετάδοση από είδος σε είδος, που είναι τόσο σημαντικό να κατανοήσουμε αλλά τόσο σπάνιο για τους περισσότερους ιούς, για τη λύσσα συμβαίνει χιλιάδες φορές πιο συχνά. Άρα κάτα κάποιον τρόπο, η λύσσα είναι σαν τη φρουτόμυγα ή σαν το εργαστηριακό ποντίκι των θανατηφόρων ιών. Είναι ένας ιός που μπορούμε να εξετάσουμε για να βρούμε μοτίβα και να δοκιμάσουμε νέες λύσεις. Κι έτσι, όταν πρωτοάκουσα για την έξαρση της λύσσας στον περουβιανό Αμαζόνιο σκέφτηκα ότι ίσως είναι κάτι ισχυρό, επειδή ήταν ένας ιός που μεταδιδόταν από τις νυχτερίδες σε άλλα ζώα αρκετά συχνά ώστε να μπορούμε να τον προλάβουμε... Ίσως και να τον σταματήσουμε.
Οπότε ως απόφοιτος φοιτητής που θυμάται αμυδρά το μάθημα των Ισπανικών στο λύκειο, πήρα ένα αεροπλάνο και πήγα στο Περού για να βρω νυχτερίδες βαμπίρ. Τα πρώτα χρόνια αυτού του πρότζεκτ ήταν πολύ δύσκολα. Είχα πολλά φιλόδοξα σχέδια για να τους απαλλάξω από τη λύσσα, αλλά την ίδια ώρα, υπήρχαν πολλές κατολισθήσεις λάσπης, ξεφούσκωτα λάστιχα, διακοπές ρεύματος, γαστρεντερίτιδες κι όλα αυτά με εμπόδιζαν. Όμως αυτά ήταν μέρος της πορείας, της εργασίας στη Νότια Αμερική και για 'μένα, ήταν μέρος της περιπέτειας. Όμως αυτό που μου έδινε κίνητρο να συνεχίσω, ήταν η γνώση ότι για πρώτη φορά η δουλειά που κάνω ίσως να έχει πραγματικό αντίκτυπο στις ζωές των ανθρώπων βραχυπρόθεσμα. Κι αυτό με εξέπληξε πιο πολύ, όταν βγήκαμε στον Αμαζόνιο για να πιάσουμε νυχτερίδες βαμπίρ. Το μόνο που έπρεπε να κάνουμε ήταν να ρωτήσουμε σε ένα χωριό: «Ποιος δαγκώθηκε τελευταία από νυχτερίδα;» Κι ο κόσμος σήκωνε το χέρι, γιατί σ' αυτές τις κοινότητες το δάγκωμα από νυχτερίδα είναι συνηθισμένο, συμβαίνει κάθε μέρα. Και το μόνο που έπρεπε να κάνουμε ήταν να πάμε στο σωστό σπίτι, να ανοίξουμε ένα δίχτυ, να μείνουμε το βράδυ και να περιμένουμε, μέχρι να δοκιμάσουν να μπουν και να τραφούν με αίμα. Το να βλέπω ένα παιδί με δάγκωμα στο κεφάλι ή σταγόνες αίματος στα σεντόνια του ήταν ένα υπεραρκετό κίνητρο, για να ξεπεράσω όποιον λογιστικό ή σωματικό πονοκέφαλο, που μπορεί να είχα εκείνη τη μέρα.
Όμως, μιας και δουλεύαμε όλη τη νύχτα, είχα πολλή ώρα να σκεφτώ πώς θα λύσω αυτό το πρόβλημα και πρόσεξα, ότι υπήρχαν δύο φλέγοντα ερωτήματα. Κατ' αρχήν, ξέρουμε ότι ο κόσμος δαγκώνεται συνέχεια, αλλά η έξαρση της λύσσας δεν συμβαίνει κάθε φορά -- κάθε λίγα χρόνια, ίσως κάθε δεκαετία υπάρχει έξαρση της λύσσας. Οπότε αν μπορούμε να προλάβουμε με κάποιο τρόπο την επόμενη έξαρση, θα ήταν μια μεγάλη ευκαιρία, και σημαίνει ότι οι άνθρωποι θα εμβολιάζονται νωρίτερα πριν αρχίσουν να πεθαίνουν. Όμως απ' την άλλη, ο εμβολιασμός είναι όπως ένα τσιρότο. Είναι μια στρατηγική για ελάχιστες απώλειες. Φυσικά είναι σωτήριος και σημαντικός και πρέπει να γίνει, αλλά στην τελική, άσχετα με το πόσες αγελάδες ή κόσμο εμβολιάζουμε, θα έχουμε ακόμα εκεί τις ίδιες νυχτερίδες με λύσσα. Ο κίνδυνος να δαγκωθείς, δεν έχει αλλάξει καθόλου. Οπότε η άλλη μου ερώτηση ήταν: Θα μπορούσαμε με κάποιο τρόπο να σταματήσουμε τον ιό στην πηγή του; Αν μπορούσαμε να μειώσουμε την ποσότητα της λύσσας στις νυχτερίδες, αυτό θα άλλαζε τα πάντα.
Έχουμε μιλήσει για αλλαγή, από στρατηγική ελάχιστων απωλειών σε στρατηγική πρόληψης. Άρα, πώς θα το κάνουμε αυτό; Το πρώτο πράγμα που πρέπει να καταλάβουμε, είναι πώς δουλεύει ο ιός στον φυσικό του ξενιστή -- τις νυχτερίδες. Κι αυτό είναι δύσκολο για κάθε μεταδοτική ασθένεια, ειδικά όταν βρίσκεται σε ένα μοναχικό είδος, όπως οι νυχτερίδες. Από κάπου έπρεπε να ξεκινήσουμε, οπότε αρχίσαμε να κοιτάμε κάποια ιστορικά στοιχεία. Πού και πότε συνέβησαν αυτές οι εξάρσεις στο παρελθόν. Ήταν ξεκάθαρο, ότι η λύσσα ήταν ένας ιός που συνεχώς μετακινείται. Δεν ήταν ακίνητος. Ο ιός μπορεί να κυκλοφορεί σε μια περιοχή, για ένα με δύο χρόνια, αλλά αν δεν βρει νέες νυχτερίδες για να μολύνει άλλη περιοχή, αργά ή γρήγορα θα εξαφανιστεί. Οπότε με αυτό λύσαμε ένα καίριο κομμάτι, για την μετάδοση της λύσσας. Ξέραμε ότι είναι ένας ιός που μετακινείται, αλλά δεν ξέραμε πού πάει.
Ουσιαστικά, αυτό που ήθελα, ήταν μια πρόβλεψη σαν του Google Maps, δηλαδή: «Ποιος είναι ο προορισμός του ιού; Ποια διαδρομή θα ακολουθήσει για να φτάσει; Πόσο γρήγορα θα κινηθεί;» Για να το κάνω αυτό, στράφηκα στο γονιδίωμα της λύσσας. Η λύσσα, όπως πολλοί ιοί, έχουν ένα πολύ μικρό γονιδίωμα, αλλά εξελίσσεται πάρα πολύ γρήγορα. Τόσο γρήγορα που μέχρι ο ιός να μετακινηθεί από ένα σημείο σε ένα άλλο, θα έχει υποστεί μερικές νέες μεταλλάξεις. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να καταλάβουμε το εξελικτικό δέντρο κι αυτό θα μας πει πού ήταν ο ιός στο παρελθόν και πώς θα εξαπλωθεί ανάμεσα στον χώρο. Οπότε πήγα και μάζεψα εγκεφάλους από αγελάδες, επειδή εκεί βρίσκεται ο ιός της λύσσας. Κι απ' τις γονιδιωματικές αλληλουχίες, που πήραμε από τους ιούς των αγελάδων, κατάφερα να ανακαλύψω, ότι αυτός ο ιός εξαπλώνεται από 15 μέχρι 30 χιλιόμετρα κάθε χρόνο.
Αυτό σημαίνει, ότι έχουμε το όριο ταχύτητας του ιού, αλλά ακόμα δεν ξέρουμε το άλλο καίριο σημείο, τον προορισμό του. Γι' αυτό έπρεπε να σκεφτώ όπως μια νυχτερίδα, επειδή η λύσσα είναι ιός -- δεν μετακινείται μόνος, μετακινείται μέσω του ξενιστή-νυχτερίδα του. Οπότε έπρεπε να σκεφτώ πόσο μακριά και πόσο συχνά πετάνε. Ούτε η φαντασία μου με βοήθησε πολύ ούτε οι μικροί ψηφιακοί ιχνηλάτες που βάλαμε στις νυχτερίδες. Δεν μπορούσαμε να πάρουμε τις πληροφορίες που θέλαμε. Οπότε στραφήκαμε στο μοτίβο ζευγάρωματος των νυχτερίδων. Βλέπαμε το γονιδίωμα της νυχτερίδας και μάθαμε ότι ομάδες νυχτερίδων ζευγάρωναν μεταξύ τους ενώ άλλες ήταν απομονωμένες. Κι ο ιός ακολουθούσε το μονοπάτι του γονιδιώματος των νυχτερίδων. Όμως ένα απ' αυτά τα μονοπάτια ήταν λίγο αναπάντεχο -- σχεδόν απίστευτο. Ήταν ένα μονοπάτι που περνούσε πάνω απ' τις περουβιανές Άνδεις, απ' τον Αμαζόνιο μέχρι τον Ειρηνικό κι αυτό ήταν σχεδόν απίστευτο όπως είπα, γιατί οι Άνδεις είναι πολύ ψηλές -- περίπου 7.000 μέτρα, κι αυτό το ύψος είναι πολύ μεγάλο για μια νυχτερίδα βαμπίρ. Παρ'όλα αυτά όταν κοιτάξαμε καλύτερα, είδαμε ότι στο βόρειο Περού, υπάρχει ένα δίκτυο από κοιλάδες που δεν ήταν τόσο ψηλό για τις νυχτερίδες, σε κάθε πλευρά ώστε να ζευγαρώσουν. Και κοιτάξαμε ακόμα καλύτερα -- σίγουρα υπάρχει λύσσα που εξαπλώνεται στις κοιλάδες, περίπου 15 χιλιόμετρα κάθε χρόνο. Ουσιαστικά, όπως ακριβώς προέβλεψαν τα εξελικτικά μας μοντέλα.
Αυτό που δεν σας είπα είναι ότι αυτό είναι σημαντικό, γιατί η λύσσα δεν είχε ξαναεμφανιστεί στις δυτικές πλαγιές των Άνδεων ή στον Ειρηνικό της Νότιας Αμερικής. Οπότε βλέπαμε με τα ίδια μας τα μάτια μια ιστορική πρώτη εισβολή σε ένα μεγάλο μέρος της Νότιας Αμερικής που δημιουργεί ένα ερώτημα: «Τι θα κάνουμε γι' αυτό;»
Η προφανής προσωρινή απάντηση που δίνουμε στον κόσμο: «Πρέπει να εμβολιαστείτε εσείς και τα ζώα σας. Η λύσσα έρχεται». Όμως μακροπρόθεσμα, θα έχουμε μεγαλύτερη δύναμη αν χρησιμοποιήσουμε τη νέα πληροφορία για να σταματήσουμε την άφιξη του ιού, εντελώς. Φυσικά, δεν μπορούμε να πούμε στις νυχτερίδες, «Μην πετάξετε σήμερα», αλλά ίσως μπορούμε να εμποδίσουμε τον ιό να πάει με τη νυχτερίδα.
Κι αυτό μας φέρνει στο καίριο μάθημα που έχουμε μάθει απ' τα παγκόσμια προγράμματα επιτήρησης της λύσσας ανά τον κόσμο, είτε είναι σε σκύλους, αλεπούδες, μεφίτιδες, ρακούν, στη Βόρεια Αμερική, στην Αφρική, στην Ευρώπη. Ο εμβολιασμός του ζώου-ξενιστή είναι το μόνο πράγμα που σταματά τη λύσσα.
Οπότε, μπορούμε να εμβολιάσουμε τις νυχτερίδες; Συνέχεια ακούμε για εμβολιασμό σκύλων και γάτων, αλλά δεν ακούμε συχνά για εμβολιασμό νυχτερίδων. Μπορεί να ακουστεί τρελή ερώτηση, αλλά τα καλά νέα είναι ότι ήδη έχουμε φαγώσιμα εμβόλια λύσσας που σχεδιάστηκαν ειδικά για νυχτερίδες. Και αυτό που είναι καλύτερο, είναι ότι αυτά τα εμβόλια μπορούν να μεταδοθούν από νυχτερίδα σε νυχτερίδα. Πρέπει μόνο να το απλώσεις σε μία, και με τη συνήθεια των νυχτερίδων να καθαρίζει η μία την άλλη να κάνει την υπόλοιπη δουλειά για σένα. Άρα αυτό σημαίνει τουλάχιστον, ότι δεν χρειάζεται να εμβολιάζουμε εκατομμύρια νυχτερίδες μία μία με μικροσκοπικές σύριγγες.
Όμως επειδή έχουμε το εργαλείο, δεν σημαίνει ότι ξέρουμε τον τρόπο χρήσης. Τώρα έχουμε ολόκληρη λίστα με ερωτήσεις. Πόσες νυχτερίδες πρέπει να εμβολιάσουμε; Ποια περίοδο του χρόνου πρέπει να εμβολιάσουμε; Πόσες φορές το χρόνο πρέπει να τις εμβολιάσουμε; Όλες αυτές οι ερωτήσεις είναι πολύ βασικές για να ξεκινήσουμε μια εκστρατεία εμβολιασμού, αλλά είναι ερωτήσεις που δεν έχουν απάντηση στο εργαστήριο. Αντί γι' αυτό, παίρνουμε μια πιο ενδιαφέρουσα προσέγγιση. Χρησιμοποιούμε αληθινές νυχτερίδες, αλλά ψεύτικα εμβόλια. Χρησιμοποιούμε φαγώσιμα τζελ για γυαλιστερό τρίχωμα κι υπεριώδεις πούδρες που εξαπλώνονται από νυχτερίδα σε νυχτερίδα. Αυτό μας βοηθά να μελετήσουμε πόσο καλά θα εξαπλωθεί το εμβόλιο σ' αυτές τις αποικίες νυχτερίδων. Ακόμα είμαστε στα πρώτα στάδια του πρότζεκτ, αλλά τα αποτελέσματα είναι πολύ ενθαρρυντικά. Υποδεικνύουν ότι η χρήση των εμβολίων που έχουμε ήδη, θα μπορεί να μειώσει δραστικά τις εξάρσεις της λύσσας. Κι αυτό έχει σημασία, γιατί αν θυμάστε η λύσσα είναι ένας ιός που πάντα πρέπει να μετακινείται κι έτσι κάθε φορά που μειώνουμε το μέγεθος της έξαρσης, μειώνουμε και την πιθανότητα να μεταδοθεί ο ιός στην επόμενη αποικία. Σπάμε έναν κρίκο στην αλυσίδα της μετάδοσης. Κι έτσι κάθε φορά που το κάνουμε, φέρνουμε τον ιό ένα βήμα πιο κοντά στον αφανισμό. Για 'μένα, αυτή η σκέψη, ενός κόσμου στο κοντινό μέλλον όπου θα ξεφορτωθούμε τη λύσσα μια και καλή, είναι πολύ ενθαρρυντική και συναρπαστική.
Λοιπόν, θα επιστρέψω στην αρχική ερώτηση. Μπορούμε να εμποδίσουμε πανδημίες; Αν και δεν υπάρχει μαγική λύση στο πρόβλημα, αλλά η εμπειρία μου με τη λύσσα με έκανε αισιόδοξο. Δεν απέχουμε πολύ από ένα μέλλον όπου θα έχουμε γονιδιώματα που θα προβλέπουν τις εξάρσεις και θα έχουμε έξυπνες νέες τεχνολογίες, όπως φαγώσιμα, αυτο-εξαπλούμενα εμβόλια που θα διώχνουν τους ιούς απ' την πηγή τους, πριν προλάβουν να μολύνουν ανθρώπους.
Όσον αφορά την αντιμετώπιση πανδημιών, η μόνη λύση είναι να έχουμε το προβάδισμα. Κι αν με ρωτάτε, νομίζω ότι ένας τρόπος να το κάνουμε, είναι η χρήση κάποιων προβλημάτων που ήδη έχουμε, όπως η λύσσα -- όπως ένας αστροναύτης χρησιμοποιεί έναν προσομοιωτή πτήσης, βλέπουμε τι δουλεύει και τι όχι κι εξελίσσουμε τα εργαλεία μας, ώστε όταν το ρίσκο είναι ψηλό, να μην πηγαίνουμε στα τυφλά.
Σας ευχαριστώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου