του Αλέξανδρου Γιατζίδη, διευθυντή σύνταξης, medlabnews.gr
Όταν κάτι είναι σπασμένο, προσπαθεί κανείς να το επισκευάσει. Όταν αυτό δεν λειτουργεί, ψάχνει να το αντικαταστήσει. Αυτή η αρχή εφαρμόζεται και στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Την ώρα που η ανάκαμψη και η έλευση της μετα-Covid εποχής καθυστερούν, εξαιτίας των αβεβαιοτήτων που προκαλούν οι μεταλλάξεις του ιού, και ο πληθωρισμός «καλπάζει» σε παγκόσμιο επίπεδο, τα δημόσια και ιδιωτικά χρέη συσσωρεύονται. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στα τέλη της περασμένης χρονιάς δημοσίευσε έκθεση (IMF Global Database) σύμφωνα με την οποία το παγκόσμιο χρέος ανήλθε το 2020 στα 226 τρισεκατομμύρια δολάρια, αποτελώντας ιστορικό υψηλό. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη ετήσια συσσώρευση χρέους από την εποχή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το παγκόσμιο χρέος αυξήθηκε κατά 28 ποσοστιαίες μονάδες στο 256% του ΑΕΠ το 2020.
Πιο συγκεκριμένα, στις αναπτυγμένες οικονομίες το δημόσιο χρέος, από το 70% του ΑΕΠ το 2007, ανέβηκε στο 124% του ΑΕΠ το 2020, ενώ, την ίδια περίοδο, το ιδιωτικό χρέος, από το 164% έφτασε στο 178%, με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση (2007-2008) και την πανδημική κρίση (2020) να αποτελούν τα σημεία καμπής για την εκτόξευση του χρέους.
Οι αριθμοί είναι ακόμη πιο δραματικοί για τις αναπτυσσόμενες οικονομίες, οι οποίες ούτως ή άλλως ήταν σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με τις αναπτυγμένες και προ πανδημίας. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, οι φτωχότερες χώρες του κόσμου αντιμετωπίζουν συσσωρευμένες αποπληρωμές χρέους ύψους 10,9 δισ. δολαρίων για αυτή τη χρονιά. Συνολικά 74 χώρες χαμηλού εισοδήματος (όπως οι Σρι Λάνκα, Γκάνα, Ελ Σαλβαδόρ, Τυνησία κ.ά.) θα πρέπει να αποπληρώσουν περίπου 35 δισεκατομμύρια στον επίσημο και στον ιδιωτικό τομέα, ποσό αυξημένο κατά 45% σε σχέση με το 2020.
Η Τράπεζα επισήμανε πρόσφατα ότι περίπου το 60% των φτωχών χωρών πρέπει να αναδιαρθρώσει το κρατικό χρέος τους ή βρίσκεται στο όριο να χρειαστεί να το κάνει. Τα παραπάνω στοιχεία, σε συνδυασμό με την παγκόσμια έκρηξη του πληθωρισμού, που ανεβάζει/θα ανεβάσει και τα επιτόκια –άρα και το κόστος δανεισμού των χωρών–, δημιουργούν φόβους, που εκφράζονται επίσημα από διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ, για μια αλληλουχία αδυναμιών πληρωμής (άρα, χρεοκοπιών), με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την παγκόσμια ανάκαμψη. Η βρετανική Μη Κυβερνητική Οργάνωση Jubilee Debt Campaign (JDC) σε πρόσφατη έκθεσή της προειδοποίησε ότι η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής της αμερικανικής Fed είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει στη χρεοκοπία δεκάδες αναπτυσσόμενες υπερχρεωμένες χώρες
Η πανδημία του κοροναϊού έχει προκαλέσει τεράστια ελλείμματα στους κρατικούς προϋπολογισμούς. Οι οικονομολόγοι εκφράζουν ανησυχίες για μια νέα ευρωκρίση και ήδη συζητούν για το ενδεχόμενο να χρειαστεί κούρεμα χρέους.
Πρόκειται, ουσιαστικά, για μια ωρολογιακή «βόμβα» η οποία είναι τοποθετημένη στα θεμέλια της παγκόσμιας οικονομίας και την απειλεί με ολοκαύτωμα. Μια βόμβα η οποία, πρακτικά, δεν μπορεί να απενεργοποιηθεί με κανένα άλλο τρόπο από μια γενναία αναδιάρθρωση, που θα περιλαμβάνει και «κούρεμα» σημαντικού μέρους του χρέους, με όλες τις συνέπειες που κάτι τέτοιο μπορεί να έχει.
«Οι τεράστιες δαπάνες εκ μέρους των κυβερνήσεων κράτησαν ζωντανή την παγκόσμια οικονομία στη διάρκεια της πανδημίας, καθώς δόθηκε μια απάντηση η οποία, από δημοσιονομικής άποψης, δεν έχει προηγούμενο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο .
Όμως, το χρέος των σχεδόν 300 τρισ. δολαρίων που προέκυψε ως αποτέλεσμα θα καταστήσει πολλές χώρες ευάλωτες και θα επιδράσει αρνητικά στις προσπάθειές τους να αντιμετωπίσουν επείγουσες προκλήσεις, όπως η κλιματική αλλαγή και η γήρανση του πληθυσμού», σημειώνει το Reuters σε σχετικό ρεπορτάζ του.
Αυτό σημαίνει, στη γλώσσα των αγορών, ότι διαθέτει σαφές ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στις τάξεις των ανεπτυγμένων και πλούσιων κρατών. Τόσο σε σύγκριση με τους περισσότερους εταίρους της στην ΕΕ και την ευρωζώνη – όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ιταλία ή ακόμη και η Γαλλία – όσο και έναντι των ΗΠΑ, όπου μόνο το δημόσιο χρέος ανέρχεται σε περίπου 130% του ΑΕΠ και βεβαίως της Ιαπωνίας, όπου το δημόσιο χρέος ανέρχεται στο 250%.
Χώρες όπως η Ελλάδα (με χρέος πάνω από 200% του ΑΕΠ), η Ιταλία (πάνω από 150%), η Πορτογαλία (πάνω από 130%), η Ισπανία (πάνω από 120%), η Γαλλία (σχεδόν 115%) δεν θα βρουν βιώσιμους τρόπους ανάκαμψης εάν δεν αλλάξουν οι κανόνες σχετικά με το χρέος.
Υπενθυμίζεται, επίσης, ότι κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης της Ευρωζώνης το χρέος διαδραμάτισε ισχυρό πολιτικό ρόλο. Στην περίπτωση της Ελλάδας αποτέλεσε τη βασική αιτία προστριβών μεταξύ των Ευρωπαίων και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, καθώς η μη διαγραφή ή αναδιάρθρωσή του το 2010 και η συνακόλουθη προσφυγή της χώρας στο μηχανισμό στήριξης οδήγησαν επί της ουσίας σε μια βίαιη δημοσιονομική προσαρμογή με τιμωρητικές πολιτικές εσωτερικής υποτίμησης.
Εκεί, όμως, όπου η κατάσταση είναι κυριολεκτικά δραματική είναι στις πιο φτωχές χώρες και στις «αναπτυσσόμενες οικονομίες». Για του λόγου το αληθές, το συνολικό χρέος των χωρών που ανήκουν σε αυτή την κατηγορία ανήλθε στο τέλος του τρίτου τριμήνου στα 92,6 τρισ. δολάρια, ποσό που αποτελεί ιστορικό ρεκόρ και δημιουργεί σοβαρή ανησυχία για το μέλλον αρκετών εξ’ αυτών.
Η ιστορία της διαγραφής τεράστιων κρατικών χρεών
Η υπόθεση της ηττημένης Γερμανίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στάθηκε αφορμή για μια γενικευμένη επενδυτική επέκταση του δολαρίου μακριά από την ασφάλεια της αμερικανικής ηπείρου. Μάλιστα, το κέντρο της κατεστραμμένης από τον πιο αιματηρό πόλεμο της ανθρώπινης ιστορίας, Ευρώπης, αποτέλεσε ένα προνομιακό πεδίο για μια σειρά από γιγαντιαίες επενδύσεις.
Μετά από ισχυρές πιέσεις των Αμερικανών, τα λάθη της Συνθήκης των Βερσαλιών δεν επαναλήφθηκαν στη μετα-ναζιστική Γερμανία, καθώς οι πολεμικές θηριωδίες ήταν ακόμη πολύ φρέσκες στους Ευρωπαίους πολίτες και τις κυβερνήσεις τους και οι αμφιβολίες μιας χαριστικής ελάφρυνσης του γερμανικού χρέους, πολλές.
Άποψη των ΗΠΑ ήταν πως μόνο μια διαγραφή ενός μέρους του χρέους και αποπληρωμή του υπολοίπου από τα έσοδα των εξαγωγικών δραστηριοτήτων θα αποτελούσε την απάντηση τού υπό ανάπτυξη δυτικού κόσμου απέναντι στον «σοβιετικό κίνδυνο» – όπως ανέφεραν οι Αμερικανοί.
Η διαγραφή σχεδόν του μισού χρέους από τα 30 δισ. μάρκα που χρώσταγε η Γερμανία μαζί με τη μαζική παραγωγή προϊόντων από τις τεράστιες χρηματοδοτήσεις, γέννησαν το λεγόμενο «γερμανικό θαύμα» και κατέστησαν τις ΗΠΑ ως μια από τις εγγυήτριες χώρες της αλματώδους γερμανικής ανάπτυξης στα επόμενα χρόνια.
Η περίπτωση του Ιράκ
Η διδαχή της γερμανικής περίπτωσης από τις -λιγότερο δογματικές- αμερικανικές κυβερνήσεις, έφερε στο προσκήνιο μια ακόμη τεράστια διαγραφή κρατικού χρέους που έλαβε χώρα στον 21 πρώτο αιώνα και το μετα-πολεμικό Ιράκ.
Έπειτα από την αμερικανική επέμβαση του 2003 και την πτώση του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν, οι ΗΠΑ κατέστρωσαν ένα σχέδιο μαζικής διαγραφής χρέους με σκοπό να επανεκκινήσουν την ιρακινή οικονομία, χωρίς τα βάρη του παρελθόντος.
Τα αποτελέσματα –όσον αφορά τους αριθμούς- ήταν εντυπωσιακά. Το εξωτερικό χρέος του Ιράκ το 2003 υπολογιζόταν στα 130-140 δισ. δολάρια. Σύμφωνα με τις διαπραγματεύσεις που ξεκίνησαν το 2004, στόχος ήταν μια εξαιρετικά γενναία απομείωσή του. Από τα χρήματα που η χώρα χρωστούσε πριν την αμερικανική εισβολή, τα 42,5 δισ. δολάρια ήταν προς τις χώρες της Λέσχης των Παρισίων, τα 67,4 δισ. σε χώρες εκτός της Λέσχης, τα 20 δισ. δολάρια προς ιδιώτες και το 0,5 δισ. προς άλλους επενδυτές.
Αρχικός στόχος ήταν η αναδιάρθρωση του 80% του χρέους του Ιράκ προς τη Λέσχη των Παρισίων, ενώ πάνω σε αυτήν τη συμφωνία η χώρα κινήθηκε και για τα χρέη προς άλλους, με τα περισσότερα κράτη να έχουν ήδη προχωρήσει σε έναν «φιλικό διακανονισμό» με το μετα- Χουσεΐνικό καθεστώς. Ως αποτέλεσμα των ενεργειών αυτών, και σύμφωνα με τα στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας του Ιράκ, το κρατικό χρέος της χώρας μειώθηκε στα 45 δισ. δολάρια το 2010.
Το παράδειγμα της Κούβας
Πηγή έμπνευσης των διαγραφών χρεών από τις ΗΠΑ αποτέλεσε μια παλιά ιστορία που ενέπλεκε την ίδια τη χώρα, την Κούβα, και την παρακμάζουσα Ισπανική Αυτοκρατορία. Το 1898, κι έπειτα από το ξέσπασμα της επανάστασης των Κουβανών κατά της ισπανικής υπερκυριαρχίας, οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις ενεπλάκησαν σε μια πολεμική σύρραξη η οποία έφερε μια σειρά από προσαρτήσεις εδαφών όπως το Πουέρτο Ρίκο, τη Χαβάη και τη Νήσο Γκουάμ, την εξαγορά των Φιλιππίνων για 20 εκατ. δολάρια, αλλά και την –υπό αμερικανική «κηδεμονία»- ανεξαρτητοποίηση της Κούβας.
Με τις ΗΠΑ να θεωρούνται ως οι άτυποι εγγυητές του νέου στάτους κβο της Κούβας, οι αρχές τους αντιμετώπισαν ένα σημαντικό πρόβλημα: Το κουβανικό εξωτερικό χρέος που δημιούργησε το προηγούμενο καθεστώς και ο τρόπος αποπληρωμής του. Ο λεγόμενος «Splendid Little War» (Υπέροχος Μικρός Πόλεμος) που κατέληξε με νίκη των αμερικανικών δυνάμεων, οδήγησε στην απαίτηση των Ισπανών για άμεση αποπληρωμή των χρεών που είχαν συναφθεί με την Κούβα.
Μπροστά στο ισπανικό αίτημα, οι ΗΠΑ αρνούνται να πληρώσουν λέγοντας πως τα χρήματα που το νησί της Καραϊβικής χρωστούσε δημιουργήθηκαν από χρέη που εξυπηρετούσαν μονάχα τις στρατιωτικές επεμβάσεις για την εξουδετέρωση της επανάστασης, κι επομένως κατά του ίδιου του λαού της Κούβας. Τελικά το χρέος των 400 περίπου εκατομμυρίων δολαρίων διαγράφεται, με την Ισπανία να μη δέχεται μεν αυτήν την απόφαση, αλλά να παραδέχεται λίγα χρόνια πριν την επανάσταση ότι ο μόνος λόγος που το χρέος διογκωνόταν ήταν για να αποπληρώσει παλαιότερες οφειλές οι οποίες δημιουργούσαν έναν φαύλο κύκλο οικονομικής δυσπραγίας.
Οι ιστορίες του Ιράκ και της Κούβας, αποτέλεσαν κατά κάποιο τρόπο μια μορφή αναγνώρισης εκείνου του χρέους που είναι γνωστό κι ως «απεχθές»: Οι οφειλές που δημιουργήθηκαν από ένα μη δημοκρατικό –και πολλές φορές καταπιεστικό- καθεστώς, τις οποίες καλούνται οι πολίτες να αποπληρώσουν. Όπως όμως σημειώνουν πολλοί ιστορικοί, οι λέξεις «απεχθές χρέος» δεν ακούστηκαν ποτέ από επίσημα χείλη, καθώς εγκυμονεί πάντα ο «κίνδυνος» να χρησιμοποιηθούν
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου