της Κασσιανής Τσώνη, medlabnews.gr
Περισσότεροι από δύο εκατομμύρια Έλληνες ταλαιπωρούνται από διαταραχές ύπνου, ενώ, σε πρόσφατη έρευνα που πραγματοποιήθηκε στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, περίπου ένας στους τρεις ενήλικες ανέφερε ότι αντιμετωπίζει παρόμοια προβλήματα. Οι περισσότερες διαταραχές του ύπνου μπορούν να προληφθούν ή να θεραπεύτουν, αλλά λιγότερο από το ένα τρίτο των πασχόντων αναζητούν βοήθεια από ειδικούς.
Το φαινόμενο καταγράφεται πιο συχνά στις γυναίκες, ενώ οι ηλικιωμένοι άνω των 65 χρόνων αναφέρεται ότι πάσχουν από αϋπνία σε ποσοστό, που προσεγγίζει το 50%.
Η αϋπνία συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο για καρδιαγγειακά νοσήματα και διαβήτη και οι διαταραχές του ύπνου μπορεί να έχουν σοβαρές επιπτώσεις στη μνήμη, τη μάθηση, το καρδιαγγειακό, το ανοσοποιητικό, το νευρικό σύστημα, ακόμη και στην κοινωνική συμπεριφορά. Επιπλέον, τα άτομα που πάσχουν από αϋπνία, για περισσότερο από έναν χρόνο, έχουν 40 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να αναπτύξουν κατάθλιψη.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αναγνωρίζοντας το πρόβλημα, έχει θεσπίσει την τρίτη Παρασκευή του Μαρτίου, ως Παγκόσμια Ημέρα Ύπνου, στο πλαίσιο της προσπάθειας ευαισθητοποίησης, τόσο του κοινού, όσο και των γιατρών και των άλλων επαγγελματιών υγείας, για τη σημασία του επαρκούς, σε ποσότητα και ικανοποιητικής ποιότητας, ύπνου.
Ο ύπνος είναι μία σημαντική, φυσιολογική διαδικασία αναζωογόνησης του οργανισμού, που επηρεάζει την καθημερινή λειτουργικότητα και τη σωματική και διανοητική υγεία του ανθρώπου.
Ο χρόνος που περνάμε κοιμώμενοι είναι κατά 20% λιγότερος σε σχέση με εκείνον που οι άνθρωποι «επένδυαν» στον ύπνο, μόλις πριν από 100 χρόνια.
Το πρόβλημα του μειωμένου ύπνου φαίνεται ότι επεκτείνεται και σε νεαρότερες ηλικίες καθώς πρόσφατη μελέτη σε εφήβους δείχνει ότι 1/3 των ερωτηθέντων εμφανίζουν σημαντική καθυστέρηση στην επέλευση του ύπνου και 1/3 αναφέρουν ανεπαρκή διάρκεια ύπνου.
Η αϋπνία που χαρακτηρίζεται από δυσκολία στη διατήρηση του ύπνου, λόγω νυχτερινών αφυπνίσεων, είναι εξίσου συχνή με την αϋπνία που χαρακτηρίζεται από καθυστερημένη επέλευση ύπνου.
Οι επιστήμονες προσπαθούν ακόμη να προσδιορίσουν επακριβώς τους λόγους για τους οποίους ο άνθρωπος χρειάζεται τον ύπνο. Μελέτες στέρησης ύπνου έχουν δείξει, χωρίς αμφιβολία, ότι ο ύπνος αποτελεί σημαντική αναζωογονητική διαδικασία που επηρεάζει την καθημερινή λειτουργικότητα και τη σωματική και διανοητική υγεία, ενώ είναι επίσης καίριας σημασίας για την επιβίωση του ανθρώπου.
Συγκεκριμένα, ο ύπνος έχει αποδειχθεί ότι διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην παγίωση της μνήμης, τη μάθηση και τη σκέψη. Η απόδοση ενός ατόμου σε γνωστικές δοκιμασίες είναι σημαντικά μειωμένη, όταν υπάρχει στέρηση ύπνου, ενώ σε μεγάλο βαθμό επηρεάζεται και η συγκέντρωση.
Επίσης, όταν υποφέρουμε από έλλειψη ύπνου είμαστε πιο ευάλωτοι σε λοιμώξεις και διάφορες άλλες νόσους, γεγονός που δείχνει ότι ο ύπνος παίζει ρόλο στην καλύτερη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος, ενώ κατά τη διάρκεια του ύπνου θεωρείται ότι οι νευρώνες «ξεκουράζονται», επιτρέποντας έτσι την επιδιόρθωση οποιασδήποτε βλάβης και την ανάκτηση της βέλτιστης λειτουργίας τους, εκκρίνεται αυξητική ορμόνη, και πραγματοποιείται καλύτερα η κυτταρική ανάπτυξη.
Τα άτομα που πάσχουν από στέρηση ύπνου είναι συχνά βλοσυρά, κατηφή και απογοητεύονται εύκολα. Το τμήμα του εγκεφάλου που ελέγχει τη διάθεση, τα συναισθήματα και την κοινωνική λειτουργικότητα διακόπτει τη λειτουργία του κατά τη διάρκεια του ύπνου, προκειμένου να διασφαλισθεί η βέλτιστη απόδοσή του κατά την ημέρα.
Η «ποσότητα» ύπνου, που χρειάζονται οι άνθρωποι, διαφέρει από άτομο σε άτομο και εξαρτάται από έναν αριθμό παραγόντων, συμπεριλαμβανομένης της ηλικίας, της γενετικής προδιάθεσης, της άσκησης, των καθημερινών δραστηριοτήτων και της ποιότητας του ύπνου. Η σύσταση ότι χρειαζόμαστε οκτώ ώρες ύπνου τη νύχτα, ώστε να λειτουργούμε σωστά τις υπόλοιπες ώρες δεν ισχύει για όλους. Γενικά, αν ο άνθρωπος, όταν ξυπνάει αισθάνεται ανανεωμένος και δεν νιώθει νύστα κατά τη διάρκεια της ημέρας, ο ύπνος τους είναι επαρκής. Τα μωρά, οι ηλικιωμένοι και οι έγκυες ενδέχεται να χρειάζονται περισσότερο ύπνο από τον μέσο όρο.
Ο ανθρώπινος οργανισμός ενδέχεται να χρειασθεί να αναπληρώσει τις χαμένες ώρες ύπνου, σε περίπτωση που δεν «ξεκουρασθεί» μία νύχτα.
Η κλινική αϋπνία ορίζεται ως η δυσκολία του ατόμου να αποκοιμηθεί ή να διατηρήσει τον ύπνο του, ή έχει κακή ποιότητα ύπνου. Όταν η διαταραχή συμβαίνει τουλάχιστον τρεις φορές την εβδομάδα για διάστημα το λιγότερο ενός μηνός και εφόσον η μη ικανοποιητική ποσότητα ή ποιότητα του ύπνου προκαλεί έντονη κόπωση ή επηρεάζει τις συνήθεις δραστηριότητες της καθημερινής ζωής του πάσχοντα.
Τα περισσότερα άτομα είναι εξοικειωμένα με τις επιδράσεις που μπορεί να έχει η στέρηση ύπνου στη γενική λειτουργικότητά τους κατά τη διάρκεια της ημέρας, δηλαδή με τη μειωμένη ικανότητα συγκέντρωσης και λήψης αποφάσεων και την αρνητική επίδραση στη διάθεση και τη συμπεριφορά τους.
Σε μεγάλη διεθνή έρευνα για τις συνέπειες του διαταραγμένου ύπνου μεταξύ ασθενών με αϋπνία που επισκέπτονται γιατρούς της πρωτοβάθμιας περίθαλψης, στην οποία συμμετείχε και η Ελλάδα, διαφαίνεται μεταξύ άλλων η συσχέτιση της αϋπνίας με χαμηλή παραγωγικότητα στην εργασία, αλλά και μεγαλύτερη έκθεση σε ατυχήματα.
Εν ολίγοις, η έλλειψη ύπνου αυξάνει τις πιθανότητες ατυχήματος, αύξησης του σωματικού βάρους (λόγω αυξημένης όρεξης), κατάθλιψης, κατάχρησης ουσιών (ναρκωτικά, τσιγάρο, αλκοόλ), υπέρτασης και καρδιαγγειακών προβλημάτων, εμφάνισης σακχαρώδους διαβήτη και της νόσου του Αλτσχάιμερ, ενώ μειώνει τη μνήμη, την ικανότητα αυτοσυγκέντρωσης, τις ανακλαστικές αντιδράσεις, την άμυνα του οργανισμού, τη σωματική και νοητική απόδοση, την ικανότητα επιδιόρθωσης των κυττάρων, την ερωτική επιθυμία.
Το πιο συχνά αναφερόμενο σύμπτωμα αϋπνίας στη Δυτική Ευρώπη και τις ΗΠΑ είναι η διατήρηση του ύπνου (75% και 78%, αντίστοιχα). Σύμφωνα με τα δεδομένα της μελέτης, στην Ελλάδα 75% του πληθυσμού, που δηλώνουν προβλήματα στον ύπνο, έχουν νυχτερινές αφυπνίσεις.
Οι συνηθέστερες διαταραχές ύπνου είναι το σύνδρομο άπνοιας - υπόπνοιας ύπνου, το σύνδρομο ανεπαρκούς ύπνου, η αϋπνία, η διαταραχή ύπνου, λόγω εργασίας σε βάρδιες, το jetlag, η ναρκοληψία, κ.α.
Παρότι η αϋπνία αποτελεί συχνό πρόβλημα στον γενικό πληθυσμό, υπάρχουν πολλοί, οι οποίοι, ενώ υποφέρουν, δεν γνωρίζουν από πού να ζητήσουν βοήθεια και δεν έχουν ποτέ κάνει κάτι για ν’ απαλλαγούν από το πρόβλημα.
Σήμερα, διατίθενται διάφορες μέθοδοι αντιμετώπισης της αϋπνίας. Υπάρχουν εξειδικευμένες φαρμακευτικές αγωγές και μη φαρμακευτικές μέθοδοι. Σε κάθε περίπτωση, η φαρμακευτική, και μη, αγωγή θα πρέπει να εξατομικεύεται και να χορηγείται από ειδικευμένους ιατρούς.
Στην Ελλάδα υπάρχουν Κέντρα Αντιμετώπισης των Διαταραχών του Ύπνου που μπορούν να παρέχουν εξειδικευμένη βοήθεια στους πάσχοντες από αϋπνία. Ορισμένα από αυτά είναι:
- Αιγινήτειο Νοσοκομείο (Αθήνα), Ψυχιατρική Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών, τηλ.: 210-7289324
- Νοσοκομείο Σωτηρία (Αθήνα), Πανεπιστημιακή Πνευμονολογική Κλινική, τηλ.: 210-7710012 Νοσοκομείο Ευαγγελισμού (Αθήνα), Πανεπιστημιακή Κλινική Εντατικής Θεραπείας και Πνευμονολογίας, τηλ.: 210-7236743
- Σισμανόγλειο Νοσοκομείο (Αθήνα), τηλ.: 210-8043203
- Ευγενίδειο Νοσοκομείο (Αθήνα), τηλ.: 210-7236743
- Νοσοκομείο Παπανικολάου (Θεσσαλονίκη), τηλ.: 2310-358278
- Νοσοκομείο Άγιος Παύλος (Θεσσαλονίκη), τηλ.: 2310-493500
- Πνευμονολογική Κλινική του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Κρήτης (Ηράκλειο), τηλ.:2810-394824
- Πνευμονολογική Κλινική του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Θεσσαλίας (Λάρισα), τηλ.: 2410-301193
Διαβάστε επίσης