επιμέλεια medlabnews.gr iatrikanea
Για άλλη μια φορά αναφερόμαστε σε ορολογία, επίκαιρη μια και αρκετές φορές αναγνώστες μας εκφράζουν την δική τους άποψη, σε ζητήματα ορολογίας. Σήμερα λοιπόν αναφερόμαστε σε δύο όρους την Θνητότητα και την Θνησιμότητα. Αναφέρουμε τι γράφει το wikipedia και τι έχει γράφει και ο γνωστός καθηγητής Γ. Μπαμπινιώτης, σχετικά.
Να μη συγχέεται με Θνησιμότητα.
Στην επιδημιολογία, η θνητότητα είναι η αναλογία των θανάτων από κάποια νόσο σε σχέση με τον συνολικό αριθμό ανθρώπων που έχουν διαγνωστεί με την νόσο σε δεδομένο χρονικό διάστημα. Η θνητότητα εκφράζεται συνήθως ως ποσοστό και είναι δείκτης της σοβαρότητας της νόσου. Η θνητότητα χρησιμοποιείται συνήθως για νόσους με περιορισμένη χρονική διάρκεια, όπως εξάρσεις κρουσμάτων κάποιας οξείας λοίμωξης. Η θνητότητα θεωρείται οριστική όταν καταγραφεί η έκβαση όλων των κρουσμάτων (ίαση ή θάνατος). Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η θνητότητα μιας ασθένειας δεν είναι σταθερή. Διαφέρει μεταξύ πληθυσμών και μεταβάλλεται με τον χρόνο, λόγω της αλληλεπίδρασης μεταξύ του αιτιολογικού παράγοντα της νόσου, του ξενιστή και του περιβάλλοντος, όπως επίσης και των διαθέσιμων θεραπειών και της ποιότητας της ιατρικής φροντίδας.
H θνησιμότητα –που συχνά συγχέεται με την θνητότητα– μετράει τον αριθμό των θανάτων σε ένα πληθυσμό (είτε γενικά είτε λόγω συγκεκριμένης αιτίας) σε δεδομένο χρονικό διάστημα σε σχέση με το μέγεθος του πληθυσμού. Η θνητότητα παίρνει τιμές από 0 μέχρι και 1 (ή από 0% μέχρι και 100%), επομένως μετράει τον κίνδυνο. Με άλλα λόγια είναι πιθανότητα ή αναλογία επίπτωσης, η οποία ονομάζεται και αθροιστική επίπτωση. Δεν είναι λόγος, εφόσον οι λόγοι παίρνουν τιμές και εκτός του διαστήματος 0 με 1. Επίσης, η θνητότητα δεν είναι ρυθμός (rate) ή πυκνότητα επίπτωσης, εφόσον δεν μετράει αλλαγές με την πάροδο του χρόνου. Επομένως, παρόλο που ο όρος «ρυθμός θνητότητας» (case fatality rate ή CFR) εμφανίζεται συχνά στην επιστημονική βιβλιογραφία, στην πραγματικότητα είναι λανθασμένη η χρήση του, εάν θέλουμε να είμαστε εντελώς ακριβείς.
Πρακτικές δυσκολίες
Η μεγαλύτερη δυσκολία στην εκτίμηση της θνητότητας είναι η διασφάλιση της ακρίβειας του αριθμητή και του παρονομαστή. Για παράδειγμα, όσο μεγαλύτερη είναι η διάρκεια μιας νόσου, αυξάνεται η πιθανότητα ότι ο ασθενής θα πεθάνει από αιτία που δεν σχετίζεται με την συγκεκριμένη νόσο. Αν αυτό συμβεί, τότε θα υποεκτιμηθεί η θνητότητα της ασθένειας. Αυτό εξηγεί γιατί η θνητότητα χρησιμοποιείται κυρίως για οξείες λοιμώδεις νόσους. Ακόμα και σε αυτές τις περιπτώσεις όμως υπάρχει πιθανότητα λανθασμένης εκτίμησης. Για παράδειγμα, κατά την διάρκεια μιας έξαρσης κρουσμάτων με υψηλές ημερήσιες αυξήσεις και μεγάλη περίοδο μέχρι την οριστική έκβαση, είναι πιθανό να υποεκτιμηθεί η θνητότητα. Από την άλλη, σε μια έξαρση όπου καταγράφονται μόνο τα κρούσματα με σοβαρά συμπτώματα και όπου πολλοί ασθενείς με ήπια ή καθόλου συμπτώματα δεν προσέρχονται για διάγνωση, η θνητότητα θα υπερεκτιμηθεί. Για τον λόγο αυτό χρησιμοποιείται συχνά στην βιβλιογραφία για την εκτίμηση λοιμωδών νόσων ο λόγος:
Ο λόγος αυτός ονομάζεται στην αγγλική βιβλιογραφία IFR (Infection Fatality Rate). Για την ορθή εκτίμηση τόσο του αριθμητή όσο και του παρονομαστή χρειάζονται επαρκή και αξιόπιστα τεστ για την διαπίστωση της μόλυνσης (ακόμα και σε υγιή άτομα, άτομα δηλαδή που μολύνθηκαν χωρίς να παρουσιάσουν συμπτώματα ασθένειας), σχετικά ακριβής εκτίμηση του μέσου χρόνου μεταξύ μόλυνσης και θανάτου στις περιπτώσεις θανατηφόρας έκβασης, καθώς και επαρκώς τυχαιοποιημένες έρευνες μέτρησης της συχνότητας της μόλυνσης στον γενικό πληθυσμό (ακόμη και μεταξύ υγιών ατόμων).
Στο θέμα πήρε θέση ο καθηγητής κ. Γ. Μπαμπινιώτης απαντώντας σε αναγνώστη της Καθημερινής.
Ο αναγνώστης της Καθημερινής έγραφε:
«Αυξήθηκε η θνητότητα», μας ξαναθυμίζουν διάφοροι τηλεοπτικοί αστέρες της ιατρικής, ενώ έπρεπε να γνωρίζουν ότι η θνητότης είναι το ουσιαστικό του θνητού και τίποτα άλλο. Επομένως, η θνητότης ούτε τάσεις έχει ούτε στατιστικό ενδιαφέρον παρουσιάζει, διότι απλούστατα όποιος γεννιέται πεθαίνει. Η δημοκρατική θνητότης ή, επί το δημοκρατικότερον, θνητότητα είναι η μοιραία κατάληξη, η ιδιότης του θνητού. Αντιθέτως, «η αναλογία ή και συχνότητα των θανάτων εν σχέσει προς τους κατοίκους» λέγεται θνησιμότης. Έχουμε θνησιμότητα παιδικής ηλικίας, συγκεκριμένης φυλής, συγκεκριμένης περιοχής, όπως και χρονική θνησιμότητα, ετησία, εποχιακή και ούτω καθεξής. Με τη θνησιμότητα ασχολείται η επιστήμη στο σύνολό της. Με τη θνητότητα ασχολείται μόνο η θρησκεία και η φιλοσοφία.
Κύριε διευθυντά
Επ’ ευκαιρία μιας επιστολής αναγνώστη (κ. Χάρης Ιωαννίδης «Καθημερινή» 26 Οκτ.), ο οποίος επιτίθεται εναντίον γιατρών, δημοσιογράφων, καθηγητών κ.ά. και εμού προσωπικά, που σωστά – όπως εξηγώ κατωτέρω– χρησιμοποιούμε τη λέξη «θνητότητα» για τα θύματα της πανδημίας, αντιδιαστέλλοντάς την προς την ομόρριζη λέξη «θνησιμότητα», διασαφώ τι ισχύει για τις δύο αυτές λέξεις: θνητότητα, ΟΧΙ θνησιμότητα.
Μια «μακάβρια» σημασιολογική διάκριση στο πλαίσιο τού «κορωνοϊκού» λεξιλογίου που χρησιμοποιείται αυτόν τον καιρό.
Ο αριθμός των νεκρών από μια νόσο αποκαλείται θνητότητα. Στο Λεξικό μου ορίζω τη θνητότητα ως: «θνητότητα (η) [μτγν.] {χωρ. πληθ.} 1. το να υπόκειται κανείς στον θάνατο, να είναι θνητός ΑΝΤ. αθανασία 2. «ΙΑΤP. ο αριθμός των θανάτων από μια νόσο σε σχέση με τον συνολικό αριθμό περιπτώσεων εκδήλωσης νόσου από τη συγκεκριμένη νόσο, εκφραζόμενος σε ποσοστά επί τοις εκατό (%) ή επί τοις χιλίοις (‰)». Στα αγγλικά χρησιμοποιούνται οι όροι fatality ή death rate.
Με τη λέξη θνησιμότητα δηλώνουμε γενικότερα τον αριθμό θανάτων ασχέτως νόσου καθώς και την αναλογία θανάτων και ζώντων (πληθυσμού) ή θανάτων και γεννήσεων.
Στο Λεξικό μου ορίζω τη θνησιμότητα ως: «1. το ποσοστό ανθρώπων που πεθαίνουν σε δεδομένο τόπο και χρόνο 2. (ειδικότ.) η αναλογία που υφίσταται ανάμεσα στον αριθμό των θανάτων και στον πληθυσμό (ή μία κατηγορία αυτού) ή/και στο ποσοστό των γεννήσεων σε δεδομένο τόπο και χρόνο: στις υπανάπτυκτες χώρες παρατηρείται υψηλή παιδική θνησιμότητα». Στα αγγλικά χρησιμοποιείται ο όρος mortality.
Διαβάστε επίσης
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου