της Κλεοπάτρας Ζουμπουρλή, μοριακής βιολόγου, medlabnews.gr iatrikanea
Εάν ένας άνθρωπος πρόσφατα έχει αρρωστήσει από άλλους κοροναϊούς του κοινού κρυολογήματος, τότε πιθανότατα κινδυνεύει λιγότερο να αρρωστήσει σοβαρά από τη νόσο Covid-19, χωρίς όμως να μειώνεται η πιθανότητα να μολυνθεί από τον νέο κοροναϊό.
Παραθέτουμε τρεις διαφορετικές μελέτες που δείχνουν ότι κύτταρα του ανοσοποιητικού έναντι του κοινού κρυολογήματος μπορεί να αναγνωρίζουν το νέο κορωνοϊό SARS-CoV-2
Προηγούμενες μελέτες δείχνουν ότι 20-50% των ανθρώπων που δεν έχουν εκτεθεί στον νέο κοροναϊό SARS-CoV-2 εμφανίζουν ανοσιακή απάντηση διαμεσολαβούμενη από Τ-λεμφοκύττταρα εναντίον τμημάτων του SARS-CoV-2.
1η
Όποιος έχει περάσει κοινό κρυολόγημα, τότε πιθανότατα κινδυνεύει λιγότερο να αρρωστήσει σοβαρά από τη νόσο Covid-19, χωρίς όμως να μειώνεται η πιθανότητα να μολυνθεί από τον νέο κοροναϊό SARS-CoV-2.
Αυτό είναι το συμπέρασμα μίας νέας αμερικανικής επιστημονικής έρευνας.Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον λοιμωξιολόγο δρα Μανίς Σαγκάρ, επίκουρο καθηγητή της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου και του Ιατρικού Κέντρου της Βοστώνης, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό «Journal of Clinical Investigation», ανέλυσαν στοιχεία από ανθρώπους που είχαν κάνει από το 2015 έως τον Μάρτιο του 2020 μοριακό τεστ, το οποίο, μεταξύ άλλων, ανίχνευε τους τέσσερις γνωστούς ενδημικούς κοροναϊούς του κρυολογήματος.
Επίσης, αναλύθηκαν στοιχεία ατόμων από παρόμοιο μοριακό τεστ, που είχαν διαγνωστεί θετικοί στον νέο πανδμημικό κοροναϊό.
Διαπιστώθηκε ότι όσοι ασθενείς νοσηλεύονταν με Covid-19 και είχαν παλαιότερα διαγνωσθεί θετικοί σε τεστ για κοροναϊό του κρυολογήματος είχαν σημαντικά μικρότερες πιθανότητες να εισαχθούν σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) και να χρειαστούν διασωλήνωση.
Είχαν, επίσης, σημαντικά μεγαλύτερη πιθανότητα επιβίωσης από την Covid-19. Όμως, ένα παλαιότερο θετικό τεστ για κοροναϊό του κρυολογήματος δεν εμπόδιζε κάποιον να εμφανίσει αρχικά λοίμωξη από τον νέο κοροναϊό SARS-CoV-2.
Αυτό, κατά τους ερευνητές, σημαίνει ότι η ανοσία από παλαιότερες λοιμώξεις από άλλους κοροναϊούς δεν προστατεύει τους ανθρώπους από το να αρρωστήσουν με Covid-19, όμως έχουν αυξημένες πιθανότητες ότι η νόσος θα έχει λιγότερο σοβαρά συμπτώματα στην περίπτωσή τους.
2η
Και μια νέα μελέτη για παιδιά με επικεφαλής τον Γιώργο Κασσιώτη του Ινστιτούτου Φράνσις Κρικ Λονδίνου
Ένα από τα πιο μυστηριώδη θέματα της πανδημίας είναι η σχέση των παιδιών με τον κοροναϊό. Γιατί, άραγε, προσβάλλονται σπανιότερα από αυτόν; Ακόμα, όμως, και όταν αυτό συμβεί, γιατί εμφανίζουν σχεδόν πάντα ήπια συμπτώματα; Μια πιθανή εξήγηση είναι ότι τα παιδιά διαθέτουν την ανοσία που ανέπτυξαν σε άλλους κοροναϊούς.
Βρετανοί ερευνητές με επικεφαλής τον Γιώργο Κασσιώτη του Ινστιτούτου Φράνσις Κρικ Λονδίνου και την Ελένη Ναστούλη του Πανεπιστημιακού Κολεγίου του Λονδίνου (UCL) δημοσίευσαν στο περιοδικό Science μελέτη που αποδεικνύει ότι τα παιδιά διαθέτουν κάποια προστατευτικά αντισώματα έναντι της COVID-19. Ειδικότερα, διαπίστωσαν ότι το 44% των παιδιών και εφήβων ηλικίας ενός έως 16 ετών που εξέτασαν διέθετε αντισώματα IgG κατά του νέου κοροναϊού. Οι ειδικοί πιθανολογούν ότι αυτά δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια παλαιότερων λοιμώξεων, από κοροναϊούς του κοινού κρυολογήματος.
Τα εν λόγω προϋπάρχοντα αντισώματα δρουν σε μια συγκεκριμένη περιοχή της πρωτεϊνικής ακίδας, την οποία ο νέος λοιμώδης παράγοντας χρησιμοποιεί για να εισβάλει στα ανθρώπινα κύτταρα. Μολονότι προηγούμενες μελέτες έδειχναν πως αυτή η «επίκτητη» ανοσία σε παλαιότερους συγγενικούς ιούς δεν θωρακίζει έναντι του πανδημικού στελέχους, η παρουσία των αντισωμάτων μπορεί να μειώσει τη μεταδοτικότητα και να μετριάσει τα συμπτώματα σε περίπτωση λοίμωξης. Επίσης, εργαστηριακά πειράματα απέδειξαν ότι το πλούσιο σε «προϋπάρχοντα» αντισώματα πλάσμα αίματος παιδιών και ενηλίκων που ουδέποτε προσβλήθηκαν από τον νέο κοροναϊό μπορεί να εξουδετερώσει το πανδημικό στέλεχος. Αυτό δεν συνέβαινε με το πλάσμα αίματος από άτομα χωρίς τέτοια προϋπάρχοντα αντισώματα.
Όπως εξηγεί ο δρ Στίβεν Ελεντζ, καθηγητής Γενετικής της Ιατρικής Σχολής του πανεπιστημίου Χάρβαρντ, οι ενήλικες συνήθως παθαίνουν κοινό κρυολόγημα μία ή δύο φορές τον χρόνο, ενώ τα παιδιά μπορεί να αρρωστήσουν πάνω από δέκα φορές. Έτσι, στους ανηλίκους παράγονται υψηλές συγκεντρώσεις αντισωμάτων, που παραμένουν στον οργανισμό πρακτικώς συνέχεια, καθιστώντας τα συμπτώματα της λοίμωξης πιο ήπια. Πολλά παιδιά, μάλιστα, παραμένουν ασυμπτωματικοί φορείς της νόσου, αλλά με ικανότητα μετάδοσης.
Κατά τη διάρκεια μιας λοίμωξης εντείνεται η παραγωγή αντισωμάτων, τα οποία μετά την ίαση σταδιακά εξαλείφονται. Ομως ο οργανισμός διατηρεί τα λεγόμενα «κύτταρα μνήμης», που επιτρέπουν την άμεση και μαζική παραγωγή αντισωμάτων εφόσον αποπειραθεί ο ιός να εισβάλει ξανά. Το ερώτημα που γεννάται είναι, αφού υπάρχουν αυτά τα «κύτταρα ανοσολογικής μνήμης», γιατί καταλήξαμε να έχουμε πανδημία;
Ο δρ Ελεντζ πιστεύει ότι ο νέος κοροναϊός με κάποιο τρόπο παρεμβάλλεται και παρεμποδίζει την ενεργοποίηση των «κυττάρων μνήμης». Μια λοίμωξη μπορεί να αφήσει πίσω της «μια ομιχλώδη ανάμνηση, που σιγά σιγά σβήνει», εξηγεί. Αν συμβαίνει αυτό, είναι αναγκαία μια πολύ πρόσφατη λοίμωξη από κοινό κρυολόγημα για να προστατευθούμε από τον νέο κοροναϊό.
Ακόμα και έτσι, όμως, η προστασία αυτή μπορεί να έχει περιορισμένη διάρκεια. Ίσως αυτό να εξηγεί γιατί τα παιδιά, με τα συνεχή τους κρυολογήματα, μοιάζουν καλύτερα προστατευμένα από την COVID-19.
3η από το ΕΚΠΑ
Προκειμένου να διερευνήσουν περαιτέρω το ζήτημα οι Jose Mateus και συνεργάτες από το Ινστιτούτο La Jolla των ΗΠΑ ανέλυσαν δείγματα αίματος που είχαν συλλεχθεί μεταξύ Μαρτίου 2015 και Μαρτίου 2018 για να διαπιστώσουν πιθανή ανοσιακή απόκριση έναντι του SARS-CoV-2. Η ερευνητική εργασία δημοσιεύτηκε στις 4 Αυγούστου στο έγκριτο περιοδικό Science και τα βασικά σημεία συνοψίζονται από τους Ιατρούς της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ιωάννη Ντάναση, Μαρία Γαβριατοπούλου και Θάνο Δημόπουλο (Πρύτανη ΕΚΠΑ).
Οι ερευνητές εξέτασαν αρχικά την ανοσιακή απάντηση έναντι σε τμήματα πρωτεϊνών του ιού SARS-CoV-2. Το κάθε πεπτίδιο, δηλαδή το κάθε πρωτεϊνικό τμήμα, αποτελούταν από 15 αμινοξέα του νέου κορωνοϊού. Τα κύτταρα του ανοσοποιητικού που εμφάνισαν ανταπόκριση έναντι μιας ομάδας πεπτιδίων του SARS-CoV-2 αξιολογήθηκαν περαιτέρω ως προς την ικανότητά τους να εγείρουν ανοσιακή απόκριση τόσα στα πεπτίδια της πρωτεΐνης S του νέου κορωνοϊού (μέσω της οποίας ο ιός διεισδύει στα κύτταρα του ξενιστή) όσο και στα υπόλοιπα πρωτεϊνικά συστατικά του SARS-CoV-2. Συνολικά ελέγχθησαν 474 πεπτίδια του SARS-CoV-2.
Οι ερευνητές εντόπισαν 142 ιικά τμήματα (66 από την περιοχή της πρωτείνης Sκαι 76 από άλλα τμήματα του SARS-CoV-2) που εμφάνισαν αλληλεπίδραση με τα Τ-λεμφοκύτταρα. 40 εξ αυτών αναγνωρίζονταν από Τ-λεμφοκύτταρα που προέρχονταν από δύο ή περισσότερα διαφορετικά άτομα. Αυτό το εύρημα κρίνεται σημαντικό γιατί μπορεί να έχει εφαρμογή στην πραγματοποίηση κλινικών δοκιμών εμβολίων καθώς και στην ιχνηλάτηση των Τ-λεμφοκυττάρων μνήμης κατά τη διάρκεια της λοίμωξης COVID-19.
Επιπλέον, οι ερευνητές προσδιόρισαν κυτταρικές σειρές Τ-λεμφοκυττάρων μνήμης που αναγνώριζαν τμήματα του ιού SARS-CoV-2. Ακολούθως, διερεύνησαν τη διασταυρούμενη αντίδραση με πεπτίδια που προέρχονταν από άλλους κορωνοϊούς. Διαπίστωσαν ότι το 57% των πεπτιδίων που είναι κοινά στο νέο κορωνοϊό SARS-CoV-2 και στους κορωνοϊούς του απλού κρυολογήματος εμφάνισαν διασταυρούμενη αντίδραση με τα Τ-λεμφοκύτταρα μνήμης. Με άλλα λόγια, σε μερικούς ανθρώπους τα Τ-λεμφοκύτταρα μνήμης που έχουν δημιουργηθεί ως απάντηση σε λοίμωξη από κορωνοϊούς του κοινού κρυολογήματος μπορούν να αναγνωρίσουν τμήματα του νέου κορωνοϊού SARS-CoV-2. Αυτό ενδέχεται να εξηγεί εν μέρει τις διαφορές στις κλινικές εκδηλώσεις της λοίμωξης COVID-19 από άνθρωπο σε άνθρωπο.
Ωστόσο, μένει να αποδειχθεί εάν η ανοσολογική μνήμη έναντι άλλων κορωνοϊών αρκεί ώστε να προσφέρει κάποιου είδους προστασία έναντι στο νέο κορωνοϊό με το να δημιουργεί καλύτερη και ισχυρότερη ανοσολογική αντίδραση μεσολαβούμενη από τα Τ-λεμφοκύτταρα. Τέλος, οι ερευνητές σημειώνουν ότι τα ευρήματα αυτά έρχονται σε αντίθεση με ό,τι γνωρίζουμε έως σήμερα για την ανοσία μέσω αντισωμάτων, καθώς τα αντισώματα έναντι των κορωνοϊών του κοινού κρυολογήματος δεν εμφανίζουν διασταυρούμενη αντίδραση με τα αντιγόνα του νέου κορωνοϊού SARS-CoV-2.
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου