MEDLABNEWS.GR / IATRIKA NEA: Χιονη Μαρια

Responsive Ad Slot

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χιονη Μαρια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χιονη Μαρια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Γιατί όταν έχουμε στρες πέφτουμε με τα μούτρα στο φαγητό; Πώς καταλαβαίνει ο οργανισμός ότι χόρτασε;


της Μαρίας Χιόνη*, medlabnews.gr iatrikanea

Όπως κάθε συμπεριφορά, έτσι και η διατροφική συμπεριφορά ρυθμίζεται κυρίως από το κεντρικό νευρικό σύστημα (ΚΝΣ). Τα κύρια κέντρα του εγκεφάλου που ρυθμίζουν τη διατροφική συμπεριφορά βρίσκονται στο επίπεδο του υποθαλάμου. Οι κλασικές απόψεις της δεκαετίες του 50 σύμφωνα με τις οποίες υπάρχουν δύο ξεχωριστά κέντρα στον υποθάλαμο, ένα της όρεξης και ένα του κορεσμού, έχουν αντικατασταθεί από τις σύγχρονες απόψεις σύμφωνα με τις οποίες η αλληλεπίδραση διαφόρων νευροδιαβιβαστών και νευροορμονών στον υποθάλαμο και σε άλλα σημεία του εγκεφάλου παίζουν ρόλο στην εναλλαγή πείνας και κορεσμού. Οι νευροδιαβιβαστές αυτοί λειτουργούν μέσα σε νευρωνικά κυκλώματα τα οποία δέχονται ορμονικά και νευρικά ερεθίσματα από τους περιφερικούς ιστούς. Τα ερεθίσματα αυτά στέλνουν πληροφορίες στον εγκέφαλο αναφορικά με την από την ενεργειακή κατάσταση του οργανισμού και επιτρέπουν, κατ’ αυτόν τον τρόπο, την προσαρμογή της πρόσληψης τροφής ανάλογα με τις ανάγκες.
Η φυσιολογική αυτή ρύθμιση επηρεάζεται από διάφορους ψυχολογικούς, κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες οι οποίοι πολλές φορές εκτρέπουν την ενεργειακή αυτή ισορροπία από τα φυσιολογικά όρια και μπορεί να προκαλέσουν διαταραχή στο σωματικό βάρος με αποτέλεσμα παχυσαρκία ή απίσχναση.

Ένα επεισόδιο πρόσληψης τροφής αποτελείται από 3 φάσεις : 

- Την προγευματική,
- την φάση του κυρίου γεύματος και
- την μεταγευματική φάση

Κατά την προγευματική φάση το άτομο βρίσκεται σε εγρήγορση για αναζήτηση τροφής και προετοιμάζει τη διαδικασία του γεύματος. Οι αισθήσεις που συνοδεύουν την φάση αυτή είναι η πείνα (hunger) και ή όρεξη (appetite).
Οι διαφορές των δύο αυτών αισθήσεων είναι ότι η μεν πείνα αποτελεί μια φυσιολογική ανάγκη για φαγητό χωρίς να συνυπάρχει ειδική επιθυμία και η οποία προκαλεί ανησυχία, νευρικότητα και εκνευρισμό ενώ η όρεξη είναι η επιθυμία για συγκεκριμένη τροφή ή ομάδα τροφών (π.χ. έχω όρεξη για μακαρόνια ή για σοκολάτα) και συνοδεύεται με αίσθηση απόλαυσης.
Η κύρια φάση του γεύματος -2η φάση- χαρακτηρίζεται από την έναρξη πρόσληψης τροφής όπου το άτομο επιλέγει την ποσότητα και ποιότητα της τροφής, τη διαδικασία λήψης τροφής και τη διακοπή. Η φάση αυτή χαρακτηρίζεται από την αίσθηση της όρεξης, της απόλαυσης και την έναρξη κορεσμού.
Η μεταγευματική φάση -3η φάση- συνοδεύεται από αίσθημα ευεξίας και ελαφρά υπνηλία οι δε αισθήσεις που κυριαρχούν είναι αυτές του κορεσμού, της πληρότητας και της ικανοποίησης. Στο σημείο αυτό είναι σκόπιμο να ξεχωρίσουμε τον κορεσμό (satiation) κατά τον οποίο υπάρχει αίσθηση γαστρικής πληρότητας, εξαφάνιση της αίσθησης της πείνας και χαλάρωση, από τον κόρο (satiety) όπου υπάρχει πλήρης αναστολή επιπλέον λήψης τροφής.

Σε γενικές γραμμές η πρόσληψη τροφής μπορεί να ρυθμίζεται είτε μέσω της ποσότητας της τροφής κατά τη διάρκεια του γεύματος είτε μέσω του μεσοδιαστήματος 2 γευμάτων. Μελέτες σε πειραματόζωα έδειξαν ότι η ποσότητα (το μέγεθος) του γεύματος είναι αυτή που κυρίως παίζει ρόλο στο μεσοδιάστημα που μεσολαβεί μέχρι το επόμενο γεύμα. Αντίθετα, το μεσοδιάστημα χωρίς γεύμα δεν παίζει σημαντικό ρόλο στο μέγεθος του επομένου γεύματος. Με άλλα λόγια, δεν ισχύει η άποψη ότι οι μεγαλύτερες καθυστερήσεις από το τελευταίο γεύμα έως το επόμενο οδηγούν σε μεγαλύτερη κατανάλωση τροφής. Η σημαντική επίδραση του μεγέθους του
γεύματος στο επακόλουθο μεσοδιάστημα νηστείας εξηγείται από το γεγονός ότι υπάρχουν κάποιοι παράγοντες κορεσμού οι οποίοι είναι ανάλογοι με το μέγεθος του γεύματος και οι οποίοι εξαφανίζονται μετά από κάποιο χρονικό διάστημα.

Η φυσιολογία της διατροφικής συμπεριφοράς αποτελεί ένα πολύπλοκο σύστημα στο οποίο εμπλέκονται βιολογικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες.
Μεταξύ των βιολογικών παραγόντων κυριαρχεί ο υποθάλαμος του εγκεφάλου ο οποίος δέχεται μηνύματα ενεργειακών αποθεμάτων από  το λιπώδη ιστό (σε χρόνια βάση) μέσω της ινσουλίνης και της λεπτίνης. Επίσης, δέχεται μηνύματα από το πεπτικό σύστημα, μέσω νευροπεπτιδίων όπως η χολοκυστοκινίνη, η γκρελίνη, το GLP1 κ.ά. τα οποία επηρεάζουν κυρίως τον κορεσμό σε οξεία βάση. Βέβαια το βιολογικό αυτό μοντέλο της διατροφικής συμπεριφοράς επηρεάζεται σημαντικά από παράγοντες του περιβάλλοντος αλλά και της προσωπικότητας του ατόμου όπως είναι κοινωνικοί, οικογενειακοί, οικονομικοί, ψυχολογικοί, συναισθηματικοί και παράγοντες υγείας. Φαίνεται ότι η έναρξη πρόσληψης τροφής εξαρτάται περισσότερο από την προσωπικότητα και τους εξωγενείς παράγοντες ενώ η διάρκεια του γεύματος και ο κορεσμός από τους βιολογικούς παράγοντες. Σε κάθε περίπτωση και υπό φυσιολογικές συνθήκες η πρόσληψη ενέργειας (τροφής) συγχρονίζεται με την κατανάλωση ενέργειας (καύσεις) ώστε να υπάρχει ομοιοστατική ισορροπία.


Στρες και διατροφική συμπεριφορά

Το στρες (distress) επάγει έναν καταρράκτη αντιδράσεων στο σώμα που ξεκινά από τον υποθάλαμο και το συμπαθητικό νευρικό σύστημα και καταλήγει στα επινεφρίδια με την απελευθέρωση κορτιζόλης και κατεχολαμινών (επινεφρίνης και νορεπινεφρίνης). Η προκαλούμενη ανισορροπία επιφέρει άμεσες ή έμμεσες επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία, όπως δυσλειτουργία του καρδιαγγειακού συστήματος, καταστολή της ανοσολογικής απάντησης και τροποποίηση συμπεριφορών υγείας. Η διατροφική συμπεριφορά, ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που καθορίζουν την υγεία, επηρεάζεται σημαντικά από το στρες.
Ένα ποσοστό ατόμων όταν υποβάλλονται σε οξύ στρες τροποποιούν τη διατροφική τους συμπεριφορά ως απάντηση στο στρεσογόνο ερέθισμα. Αυτή η αλλαγή μπορεί να περιλαμβάνει μείωση ή αύξηση της καταναλισκόμενης τροφής, σε ποσοστό 30% και 70% αντίστοιχα. Ωστόσο, ανεξάρτητα από την ποσότητα της τροφής που θα καταναλωθεί, οι διατροφικές επιλογές στρέφονται προς μια σταθερή κατεύθυνση και πιο συγκεκριμένα προς την κατανάλωση υψηλών σε θερμίδες, και κυρίως σε λίπος, τροφίμων (τύπου σνακ, με γλυκιά γεύση).

Υπό συνθήκες στρες, φαίνεται ότι οι γυναίκες έχουν την τάση να υποβαθμίζουν την ποιότητα της διατροφής τους συνολικά καταναλώνοντας περισσότερα ανθυγιεινά τρόφιμα, ενώ ουδέτερη ή μικρή επίδραση έχει το στρες στις διατροφικές επιλογές των ανδρών, οι οποίοι καταναλώνουν τα ίδια ή λιγότερα. Μια πιθανή εξήγηση γι’ αυτή τη διαφοροποίηση είναι ο διαιτητικός περιορισμός, ένα χαρακτηριστικό που εντοπίζεται συχνότερα μεταξύ των γυναικών. Πιο συγκεκριμένα, υπό φυσιολογικές συνθήκες οι γυναίκες περιορίζουν την κατανάλωση γλυκών και λιπαρών τροφίμων, τόσο επειδή επιθυμούν να διατηρήσουν το σωματικό τους βάρος, όσο και εξαιτίας της αυξημένης ευαισθητοποίησής τους σε θέματα υγείας. Ωστόσο, έρευνες υποστηρίζουν ότι τα άτομα αυτά είναι περισσότερο ευάλωτα σε διατροφικές παρεκτροπές υπό συνθήκες στρες, σε αντίθεση με τους μη περιοριστικούς τύπους επειδή ο γνωσιακός έλεγχος που ασκούν καταστέλλεται.
Το στρες διαταράσσει την ανθρώπινη φυσιολογία σε πολλαπλά επίπεδα, μεταξύ των οποίων και τη διατροφική συμπεριφορά. Αν και βραχυπρόθεσμα οι διατροφικές αλλαγές που παρατηρούνται δεν απειλούν την υγεία, όταν το στρες είναι καθημερινό η στιγμιαία τάση κατανάλωσης των λιπαρών, γλυκών σνακ γίνεται συνήθεια με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο κίνδυνος εμφάνισης χρόνιων νοσημάτων σχετιζόμενων με την υπερκατανάλωση κορεσμένου λίπους και ζάχαρης, όπως παχυσαρκία, καρδιαγγειακά νοσήματα κλπ. Στη σημερινή «στρεσογόνο» εποχή είναι πλέον επιτακτική η ανάγκη για πιο αποτελεσματική διαχείριση των στρεσογόνων παραγόντων και μείωση του στρες.
Οι άνθρωποι που τρώνε όταν είναι πεινασμένοι και σταματούν όταν νιώθουν πλήρεις, είναι συντονισμένοι με τα βιολογικά σήματά τους. Πρόκειται για ανθρώπους που δεν έχουν όρεξη για φαγητό όταν αγχώνονται. Όσοι αγνοούν τα βιολογικά σήματά τους, πρέπει να γνωρίζουν τις συναισθηματικές και ψυχολογικές ωθήσεις που τους οδηγούν κατευθείαν στο ψυγείο - και να βρουν τακτικές αντιστροφής αυτής της κατάστασης. 
Η απάντηση στο άγχος υπογραμμίζει τη σημαντικότητα αυτών των προσεγγίσεων στον έλεγχο βάρους, οι οποίες μειώνουν τον διαιτητικό περιορισμό και δίνουν έμφαση στην υψηλή πρόσληψη φρούτων και λαχανικών, που είναι χαμηλά σε θερμίδες και πλούσια σε θρεπτικά συστατικά. Αυτά τα τρόφιμα έχουν τη δυνατότητα να αραιώσουν το θερμιδικό φορτίο στα επεισόδια αδηφαγίας.

Πώς εμφανίζεται ο τραυλισμός; Σε ποια ηλικία; Τι θα πρέπει να γνωρίζουν οι γονείς; Παγκόσμια Ημέρα για τον Τραυλισμό


της Μαρίας Χιόνη εκπαιδευτικός, μεταπτυχιακή Ιατρικής Σχολής Αθηνών, medlabnews.gr


Η Παγκόσμια Ημέρα για τον Τραυλισμό καθιερώθηκε το 1998, με πρωτοβουλία του Καλιφορνέζου ακτιβιστή Μάικλ Σούγκαρμαν κι έκτοτε γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 22 Οκτωβρίου. Με την πάροδο του χρόνου υιοθετήθηκε από τις παγκόσμιες οργανώσεις για τον τραυλισμό (ELSA, ISA, IFA).



Στόχος της Παγκόσμιας Ημέρας για τον Τραυλισμό (International Stuttering Awareness Day) είναι η ευαισθητοποίηση του κοινού, η ενημέρωση των γονέων και των προσώπων που τραυλίζουν στις σύγχρονες απόψεις για τον τραυλισμό και τη θεραπεία του, η ευαισθητοποίηση και ενημέρωση των εκπαιδευτικών, των παιδιάτρων, των θεραπευτών και των λοιπών επαγγελματιών ψυχικής υγείας και κυρίως, το «άνοιγμα» της συζήτησης για ένα θέμα που πολλοί «αποφεύγουν».

Ένα 5% των παιδιών προσχολικής ηλικίας τραυλίζουν, πράγμα που σημαίνει ότι περισσότερα από 50.000 παιδιά στην Ελλάδα αντιμετωπίζουν αυτό το πρόβλημα. Για την πλειοψηφία, η κατάσταση είναι προσωρινή και την ξεπερνούν καθώς μεγαλώνουν, αλλά περίπου το 1/3 αν δεν βοηθηθούν έγκαιρα, κινδυνεύουν να αναπτύξουν τραυλισμό και στην ενήλικη τους ζωή.



Τι είναι ο Τραυλισμός;

Ο τραυλισμός είναι μια δυσκολία στη ροή της ομιλίας. Ο Τραυλισμός αποτελεί ένα σωματικό και ψυχολογικό τρόπο αντίδραση που χαρακτηρίζεται από υπερβολικές διακοπές και διαφοροποιήσεις της κινητικότητας της ομιλίας οι οποίες επηρεάζουν την διαδοχή των λέξεων, το ρυθμό καθώς και το χρονισμό της ομιλίας και της επικοινωνίας ( D.Cross 2000). Αποτελεί μία σύνθετη διαταραχή που συνήθως χαρακτηρίζεται από διακοπτόμενη ροή ομιλίας λόγω επαναλαμβανόμενων κολλημάτων, επαναλήψεων ή επιμηκύνσεων ήχων στην αρχή ή τη μέση της λέξης. Συχνά συνοδεύονται από αντανακλαστικές συσπάσεις του προσώπου ή του σώματος και σε ορισμένες περιπτώσεις από απώλεια βλεμματικής επαφής και απώλεια ελέγχου του ρυθμού της αναπνοής. Τα λεκτικά συμπτώματα συσχετίζονται με αρνητικά συναισθήματα όπως είναι ο φόβος για λεκτική επικοινωνία ή ένα αίσθημα επικοινωνιακής ανεπάρκειας και ανασφάλειας και με συμπεριφορές αποφυγής όπως είναι η αποφυγή λέξεων, προσώπων, ή επικοινωνιακών περιστάσεων. Στα παιδιά σχολικής ηλικίας και στους ενηλίκους εμφανίζεται με συχνότητα 1% του συνολικού πληθυσμού ενώ το ποσοστό των παιδιών προσχολικής ηλικίας που για κάποιο διάστημα της ζωής τους εμφάνισαν δυσκολίες ροής αγγίζει το 5%. Είναι 3 φορές συχνότερος σε οικογένειες με ανάλογο κληρονομικό ιστορικό και 4 φορές συχνότερος στα αγόρια από ότι στα κορίτσια.

Ποια τα χαρακτηριστικά της ομιλίας των παιδιών που τραυλίζουν;

Στην ομιλία των ατόμων που τραυλίζουν παρατηρούνται συνήθως:
– επαναλήψεις ήχων και συλλαβών
– επαναλήψεις μονοσύλλαβων λέξεων
– επιμηκύνσεις ήχων
– επιφωνήματα όπως «εεε…», «μμμ…»
– παύσεις ανάμεσα σε μια λέξη
– παύσεις της ομιλίας
– αντικατάσταση λέξεων με περιφράσεις για την αποφυγή δύσκολων λέξεων
– παραγωγή λέξεων με μεγαλύτερη ένταση της φωνής

Αναλογία αγοριών κοριτσιών:

Τα αγόρια έχουν περισσότερες πιθανότητες να τραυλίσουν σε σχέση με τα κορίτσια με αναλογία 4:1, ενώ το ένα τέταρτο των παιδιών με φυσιολογική ανάπτυξη περνούν κάποια περίοδο της ζωής τους τραυλίζοντας.

Πώς εμφανίζεται ο τραυλισμός και σε ποια ηλικία;

Γιατί και πως εμφανίζεται ο τραυλισμός, είναι ένα από τα πιο συχνά ερωτήματα που ταλανίζουν κάθε  άτομο που εκδηλώνει τραυλισμό αλλά και τους γονείς των παιδιών που τραυλίζουν. Οι Περισσότεροι μελετητές δέχονται ότι ο τραυλισμός εμφανίζεται στην πλειοψηφία των παιδιών περί τα 2 με 6 έτη, αλλά πιθανά η προετοιμασία έχει ήδη ξεκινήσει  από την άρθρωση των πρώτων κιόλας φθόγγων. Η απότομη φυσική ανάπτυξη  και νευρολογική ωρίμανση έχει αρνητικά και θετικά σημεία όσον αφορά την ομαλότητα του λόγου, από τη μία πλευρά η ωρίμανση αυξάνει το λειτουργικό χώρο του εγκεφάλου ενώ από την άλλη, μπορεί να δυσκολέψει ή να καθυστερήσει κάποιες  διεργασίες οι οποίες δρουν ανταγωνιστικά μεταξύ τους. Τέτοιου είδους ανταγωνιστικές διεργασίες είναι η ανάπτυξη του λόγου και η ικανότητα της βάδισης. Τα παιδιά μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις πρώτα να βαδίσουν και μετά να μιλήσουν ή και το αντίστροφο, αλλά και τα δύο δεν μπορούν να συμβούν ταυτόχρονα στον ίδιο βαθμό επιτυχίας (R.Netsel,1981) Τα πρώτα συμπτώματα εμφανίζονται συνήθως μεταξύ του δεύτερου και του πέμπτου έτους σαν μία δυσχέρεια στη ροή της ομιλίας που χαρακτηρίζεται κυρίως από επαναλήψεις της αρχικής συλλαβής, επαναλήψεις ολόκληρων λέξεων (κυρίως μικρών) ή φράσεων και σπανιότερα από απώλεια ελέγχου του ρυθμού της αναπνοής, μπλοκαρίσματα και συσπάσεις του προσώπου. Για πολλά παιδιά (όχι για όλα) η δυσχέρεια αυτή είναι ένα αναμενόμενο, φυσιολογικό και παροδικό χαρακτηριστικό του σταδίου εξέλιξης της ομιλίας στο οποίο βρίσκονται. Για άλλα παιδιά τα συμπτώματα αυτά μπορεί να είναι τα σημάδια ενός αρχόμενου τραυλισμού. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, πριν την εμφάνιση της δυσχέρειας στη ροή της ομιλίας προηγείται μία περίοδος καλής ομιλίας χωρίς κολλήματα ή επαναλήψεις. Η εκκίνηση μπορεί να είναι σταδιακή ή και αιφνίδια. Άλλες φορές σχετίζεται με κάποιο σημαντικό γεγονός στη ζωή του παιδιού και άλλες όχι.
Μελέτες του εγκεφάλου ατόμων με τραυλισμό δεν έχουν γίνει δυστυχώς αρκετές, λόγω του υψηλού κόστους και της πολυπλοκότητας που παρουσιάζει η διαταραχή. Κοινά αποδεκτή είναι η άποψη, ότι το αριστερό ημισφαίριο είναι πιο εξειδικευμένο όσον αφορά  τις γλωσσικές διεργασίες, λόγω της ικανότητας της ταχύτερης επεξεργασίας εναλλασσόμενων ερεθισμάτων, όπως αυτά της ομιλίας ενώ το δεξί ημισφαίριο συνδέεται περισσότερο με την επεξεργασία των μουσικών ερεθισμάτων και άλλων ερεθισμάτων του περιβάλλοντος χώρου. Μελέτες των ( D.McFarland & W. Moore 1982 in T.Peters & Guitαr 1991) έδειξαν ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των γλωσσικών διεργασιών ανθρώπων που τραυλίζουν, πραγματοποιείται στο δεξί ημισφαίριο, αλλά δεν έχει αποδειχτεί, εάν αυτές οι μετατοπίσεις είναι η αιτία ή το αποτέλεσμα του τραυλισμού. Επιστημονικά είναι γνωστό ότι οι δραστηριότητες του δεξιού ημισφαιρίου είναι συνδεδεμένες με την συναισθηματική έκφραση και αυτό μπορεί να μας οδηγήσει στην υπόθεση ότι ο τραυλισμός έχει άμεση σχέση με την συναισθηματική φόρτιση κατά την ώρα της επικοινωνίας. Αλλά ακόμα δεν είναι τεκμηριωμένο εάν λόγω αυτού εκδηλώνεται η διαταραχή ή αυτό είναι αποτέλεσμα της  γλωσσικής ολοκλήρωσης σε γενικότερο πλαίσιο.

Ο τραυλισμός έχει νευρολογική βάση και σχετίζεται με τον γενετικό προγραμματισμό του εγκεφάλου του παιδιού και την κληρονομικότητα. Δευτερογενώς τα λεκτικά συμπτώματα συσχετίζονται με αρνητικά συναισθήματα όπως είναι ο φόβος για λεκτική επικοινωνία ή ένα αίσθημα επικοινωνιακής ανεπάρκειας και ανασφάλειας και με συμπεριφορές αποφυγής όπως είναι η αποφυγή λέξεων, προσώπων, ή επικοινωνιακών περιστάσεων.
Ο τραυλισμός οφείλεται σε ένα συνδυασμό αναπτυξιακών, περιβαλλοντικών αλλά και ψυχολογικών παραγόντων.
Σημαντικό ρόλο παίζουν εγγενείς και περιβαλλοντικοί παράγοντες. Η κληρονομική προδιάθεση. Οι γενικότερες δυσκολίες που μπορεί να έχει το παιδί στην ανάπτυξή του. Οι ειδικότερες δυσκολίες που μπορεί να έχει στην εξέλιξη του λόγου και της ομιλίας και η επικοινωνιακή του ικανότητα και αποτελεσματικότητα. Οι απαιτήσεις που θέτει το περιβάλλον του παιδιού σε σχέση με τις ικανότητες που έχει το παιδί με βάση την ανάπτυξή του. Ο τρόπος που λειτουργούν οι σχέσεις μεταξύ των μελών της οικογένειας. Οι αντιδράσεις του άμεσου και ευρύτερου περιβάλλοντος του παιδιού στην εμφάνιση του τραυλισμού. Σημαντικά γεγονότα που συμβαίνουν στη ζωή του παιδιού ή της οικογένειας τη δεδομένη χρονική στιγμή.

Οι περισσότερες σύγχρονες οικογένειες ζουν σε γρήγορους ρυθμούς, οργανώνοντας δραστηριότητες σε καθημερινό επίπεδο και  προσπαθώντας να ανταποκριθούν στις διάφορες υποχρεώσεις μέσα και έξω από το σπίτι και επιπλέον να καλύψουν τις διάφορες ανάγκες των μελών τους. Οι  γρήγοροι αυτοί ρυθμοί της συνεχόμενης χρονικής πίεσης συν τις διάφορες καταστάσεις που μπορεί να προκύψουν, όπως συγκρούσεις και διαφωνίες σίγουρα δεν είναι το ιδανικό περιβάλλον για ένα παιδί. Ακόμα και παιδιά χωρίς τραυλισμό θα δυσκολευτούν να ακολουθήσουν αυτούς τους ρυθμούς οι οποίοι λειτουργούν καταπιεστικά και δρουν αρνητικά στο ψυχισμό τους. Μέσα λοιπόν σε ένα τέτοιο κλίμα τα παιδιά  γίνονται πιο ευαίσθητα στις δυσκολίες και τα λάθη τα οποία συνοδεύουν το λόγο τους και ακριβώς αυτό το δεδομένο μπορεί να προκαλέσει την εκδήλωση τραυλισμού. (P.Tonef 2006)
Παρεμβαίνοντας με στόχο τον έλεγχο των ανωτέρω παραγόντων –απαραιτήτως σε συνεργασία με τους γονείς- μπορούμε να βοηθήσουμε στην πρόληψη μιας αρνητικής εξέλιξης στην ομιλία του παιδιού.

Πότε ο «τραυλισμός» ενός παιδιού προσχολικής ηλικίας μπορεί να εξελιχθεί σε μια μονιμότερη κατάσταση;

Ανάμεσα στο δεύτερο και τον τρίτο χρόνο ζωής, τότε δηλαδή που το παιδί εμπλουτίζει τόσο το λεξιλόγιο και το συντακτικό του, όσο και την ικανότητα να μεταφράζει τις σκέψεις του σε λέξεις, αρχίζουν να φαίνονται και τα πρώτα προβλήματα - αν υπάρχουν - στο λόγο. Για παράδειγμα, πολλοί γονείς θα έχουν παρατηρήσει ότι το παιδί επαναλαμβάνει κάποιες συλλαβές ή κομπιάζει με κάποιες  λέξεις. Σ αυτές τις περιπτώσεις και σ' αυτήν την ηλικία έχουμε να κάνουμε με ένα φυσιολογικό φαινόμενο, το λεγόμενο«φυσιολογικό τραυλισμό», που στις περισσότερες περιπτώσεις σταδιακά εξαφανίζεται από μόνος του και κρατάει για μερικές ημέρες ή και εβδομάδες.
Σε κάποια παιδιά όμως ο τραυλισμός αυτός δεν μειώνεται αλλά σταδιακά χειροτερεύει. Η ομιλία τους δεν έχει την αναμενόμενη ροή. Επαναλαμβάνουν ήχους, συλλαβές και ολόκληρες μονοσύλλαβες λέξεις. Δείχνουν να πιέζονται κάθε φορά που προσπαθούν να πουν κάτι και έτσι μιλούν με υπέρμετρη ένταση, επιμηκύνουν κάποιους ήχους και, κάποιες φορές, κάνουν μία παύση στη μέση μιας λέξης. Στην πραγματικότητα, καταλαβαίνουν ότι δυσκολεύονται να μιλήσουν και γι αυτό προσπαθούν να «παρακάμψουν» αυτό που τους ενοχλεί. Προτιμούν να το περιγράψουν με άλλα λόγια ή ακόμα και να το δείξουν με κάποιον άλλον τρόπο. Όλα αυτά συνήθως συνοδεύονται με δυσκολίες στην αναπνοή ή με κάποιο τικ του κεφαλιού ή των ματιών.

Ποια είναι η καλύτερη θεραπεία;

Η θεραπεία για ένα πρόβλημα σαν τον τραυλισμό εξαρτάται από την οικογένεια. Οι γονείς είναι αυτοί που θα εντοπίσουν το πρόβλημα και θα αποταθούν σε κάποιον ειδικό για τη λύση του. Η καλύτερη περίοδος για να συμβουλευτεί ένας γονιός κάποιον ειδικό είναι συνήθως 2 με 3 μήνες μετά από την εμφάνιση του προβλήματος στα μικρά παιδιά και ακόμα πιο νωρίς στα μεγαλύτερα. Γεγονός είναι ότι όσο πιο νωρίς αναφερθεί το πρόβλημα, τόσο πιο εύκολα θα αντιμετωπιστεί.

Τα βήματα που πρέπει να ακολουθήσουν οι γονείς είναι:

1. Η ψυχολογική υποστήριξη του παιδιού είναι το πρώτο βήμα, ώστε εμείς να εντοπίσουμε και το παιδί να εκφράσει αυτήν την εσωτερική σύγκρουση που κρύβει.
2. Η οικογενειακή θεραπεία μπορεί να λύσει προβλήματα επικοινωνίας ανάμεσα στους γονείς και το παιδί, ιδιαίτερα όταν είναι σε μικρή ηλικία (3-4 χρονών). Βασικός στόχος είναι οι γονείς να βοηθήσουν το παιδί τους να εκφράσει και να ξεπεράσει τις φοβίες ή τα άγχη του.
3. Βέβαια, αναγκαία θεωρείται και η λογοθεραπεία (ιδιαίτερα στα μεγαλύτερα παιδιά και τους εφήβους) με την οποία εφαρμόζονται τεχνικές χαλάρωσης, ασκήσεις της φωνής και ρύθμιση της αναπνοής. Η λογοθεραπεία διαρκεί λιγότερο και έχει πιο άμεσα αποτελέσματα συγκριτικά με την ψυχοθεραπεία. Ωστόσο, ενώ η λογοθεραπεία αντιμετωπίζει μόνο τα συμπτώματα, η ψυχοθεραπεία αντιμετωπίζει τα αίτια του προβλήματος. Έτσι, ο συνδυασμός των δύο είναι ουσιαστικά η πιο αποτελεσματική θεραπεία.



Τι θα πρέπει να γνωρίζουν οι γονείς για τον τραυλισμό:

  • Ο τραυλισμός δεν αποτελεί σκόπιμη, προκλητική ή μιμητική συμπεριφορά εκ μέρους του παιδιού, ούτε φυσιολογικό στάδιο κατά την ανάπτυξη του λόγου.
  • Ο τραυλισμός δεν αποτελεί απλώς πρόβλημα λόγου και ομιλίας, αλλά έχει και πλείστες ψυχολογικές και κοινωνικές προεκτάσεις.
  • Η εκδήλωση των συμπτωμάτων του τραυλισμού δεν βρίσκεται υπό τον έλεγχο του παιδιού.
  • Σύμφωνα με τις σύγχρονες επιστημονικές απόψεις, ο τραυλισμός ενδέχεται να είναι απόρροια μιας κληρονομικής προδιάθεσης, η οποία ενεργοποιείται κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες οι οποίες σχετίζονται τόσο με ορισμένα χαρακτηριστικά του παιδιού όσο και με χαρακτηριστικά και αντιδράσεις του περιβάλλοντος του.
  • Ο τραυλισμός αποτελεί συχνά περιοδικό φαινόμενο και ενδέχεται να περνά φάσεις έξαρσης και ύφεσης, ακόμη και να εξαφανίζεται εντελώς για ορισμένα χρονικά διαστήματα.
  • Ο μηχανισμός εκδήλωσης του τραυλισμού συχνά συνδέεται με συγκεκριμένους παράγοντες, για αυτό και επηρεάζεται ανάλογα με την περίσταση και τα πρόσωπα που εμπλέκονται σε αυτή. (Εξηγούμε για παράδειγμα στους γονείς γιατί το παιδί μπορεί να μην τραυλίζει με όλα τα πρόσωπα, ή όταν τραγουδά και να τραυλίζει περισσότερο όταν μιλάει στο τηλέφωνο).
  • Σε περίπτωση που υπάρχουν συνοδά προβλήματα ή άλλα συμπτώματα άγχους, εξηγούμε στους γονείς την πιθανή σύνδεση μεταξύ τους.
  • Εξηγούμε στους γονείς ότι με τη θεραπευτική παρέμβαση αναμένεται η υποχώρηση των συμπτωμάτων του τραυλισμού και η βελτίωση του παιδιού σε πλείστους άλλους τομείς, αλλά ότι η πλήρης και ολοσχερής εξάλειψη των συμπτωμάτων του τραυλισμού δεν είναι εφικτή σε όλες τις περιπτώσεις.

Οδηγίες για γονείς και δασκάλους:

Όταν ένα παιδί τραυλίζει,
  • Αφήστε το να ολοκληρώσει αυτό που θέλει να πει. Μην διακόπτεται και μην σταματάτε την κουβέντα κάθε φορά που τραυλίζει
  • Μην χρησιμοποιείτε φράσεις όπως “Προσπάθησε να μην τραυλίζεις”, “Αυτή τη φορά τα κατάφερες όπως ο αδερφός σου”, “Πάρε μια βαθιά ανάσα πριν ξεκινήσεις”, “Μίλα πιο αργά”, “Μήπως ήθελες να πεις…”, “Δοκίμασε πάλι μήπως τα καταφέρεις καλύτερα”
  • Μην συμπληρώνετε τις φράσεις του. Δεν διευκολύνετε το παιδί με τον τρόπο αυτό, αντίθετα νιώθει ότι το μειώνουν
  • Όταν τον ρωτάνε κάτι αφήστε το να απαντήσει, μην απαντάτε για αυτόν θεωρώντας ότι μπορεί να εκτεθεί
  • Ως εκπαιδευτικοί μη χαμηλώνετε τον πήχη για ένα παιδί που τραυλίζει. Θεωρήστε το ισότιμο με τα υπόλοιπα. Κάτι τέτοιο θα προκαλέσει στο παιδί αισθήματα ντροπής
  • Προσέχετε κάθε φορά που σας μιλάει. Δείξτε υπομονή και εστιάστε στο περιεχόμενο αυτών που λέει και όχι στον τρόπο
  • Μην βομβαρδίζετε το παιδί με ερωτήσεις. Δώστε χρόνο για κάθε απάντηση που προσπαθεί να δώσει
  • Αποδεχτείτε το παιδί σας και μη νιώθετε άσχημα κάθε φορά που δυσκολεύεται… Το παιδί καταλαβαίνει και αυτό του προκαλεί άγχος και ανασφάλεια.

Όσο περισσότερο προσπαθεί ένα παιδί να μην τραυλίζει τόσο περισσότερο επιδεινώνεται η κατάσταση.

Ο κάθε άνθρωπος είναι μια ξεχωριστή, πολυσύνθετη, ψυχοσωματική οντότητα, που καλείται να λειτουργήσει σε μια πολύμορφη και απαιτητική κοινωνία ανθρώπων. Έτσι είναι νομοτελειακά καθορισμένο ο κάθε ένας να αντιδράσει διαφορετικά στα διάφορα ερεθίσματα και καταστάσεις, μια από αυτές είναι και η επικινδυνότητα εμφάνισης της διαταραχής της ροής του λόγου που ονομάζεται  ‘’Τραυλισμός’’.

Η έγκαιρη και έγκυρη διάγνωση είναι προϋπόθεση για τη σωστή αντιμετώπιση. 
Ακόμα και σήμερα είναι πεποίθηση πολλών ενήλικων που τραυλίζουν ότι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα για τον τραυλισμό τους. Παρότι, από τη στιγμή που ο τραυλισμός γίνει χρόνιος, δεν υπάρχει θεραπεία με την έννοια της ίασης, ο ενήλικος και ο έφηβος που τραυλίζει μπορεί να μειώσει την ένταση και τη συχνότητα των στιγμών του τραυλισμού, να αλλάξει την ομιλία του σε έναν εύκολο και αποδεκτό τρόπο ομιλίας και να μειώσει στο ελάχιστο τις λειτουργικές συνέπειες που μπορεί να έχει ο τραυλισμός στη ζωή του.

Διαβάστε επίσης

Τραυλισμός. Πώς και σε ποια ηλικία εμφανίζεται; Υπάρχει θεραπεία; Μπορεί να γίνει μόνιμος; Οδηγίες σε γονείς και εκπαιδευτικούς


της Μαρίας Χιόνη εκπαιδευτικού, μεταπτυχιακής  Ιατρικής Σχολής Αθηνών, medlabnews.gr iatrikanea

Η Παγκόσμια Ημέρα για τον Τραυλισμό καθιερώθηκε το 1998, με πρωτοβουλία του Καλιφορνέζου ακτιβιστή Μάικλ Σούγκαρμαν κι έκτοτε γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 22 Οκτωβρίου. Με την πάροδο του χρόνου υιοθετήθηκε από τις παγκόσμιες οργανώσεις για τον τραυλισμό (ELSA, ISA, IFA).
Στόχος της Παγκόσμιας Ημέρας για τον Τραυλισμό (International Stuttering Awareness Day) είναι η ευαισθητοποίηση του κοινού, η ενημέρωση των γονέων και των προσώπων που τραυλίζουν στις σύγχρονες απόψεις για τον τραυλισμό και τη θεραπεία του, η ευαισθητοποίηση και ενημέρωση των εκπαιδευτικών, των παιδιάτρων, των θεραπευτών και των λοιπών επαγγελματιών ψυχικής υγείας και κυρίως, το «άνοιγμα» της συζήτησης για ένα θέμα που πολλοί «αποφεύγουν».

Ένα 5% των παιδιών προσχολικής ηλικίας τραυλίζουν, πράγμα που σημαίνει ότι περισσότερα από 50.000 παιδιά στην Ελλάδα αντιμετωπίζουν αυτό το πρόβλημα. Για την πλειοψηφία, η κατάσταση είναι προσωρινή και την ξεπερνούν καθώς μεγαλώνουν, αλλά περίπου το 1/3 αν δεν βοηθηθούν έγκαιρα, κινδυνεύουν να αναπτύξουν τραυλισμό και στην ενήλικη τους ζωή.

Τι είναι ο Τραυλισμός;

Ο τραυλισμός είναι μια δυσκολία στη ροή της ομιλίας. Ο Τραυλισμός αποτελεί ένα σωματικό και ψυχολογικό τρόπο αντίδραση που χαρακτηρίζεται από υπερβολικές διακοπές και διαφοροποιήσεις της κινητικότητας της ομιλίας οι οποίες επηρεάζουν την διαδοχή των λέξεων, το ρυθμό καθώς και το χρονισμό της ομιλίας και της επικοινωνίας ( D.Cross 2000). Αποτελεί μία σύνθετη διαταραχή που συνήθως χαρακτηρίζεται από διακοπτόμενη ροή ομιλίας λόγω επαναλαμβανόμενων κολλημάτων, επαναλήψεων ή επιμηκύνσεων ήχων στην αρχή ή τη μέση της λέξης. Συχνά συνοδεύονται από αντανακλαστικές συσπάσεις του προσώπου ή του σώματος και σε ορισμένες περιπτώσεις από απώλεια βλεμματικής επαφής και απώλεια ελέγχου του ρυθμού της αναπνοής. Τα λεκτικά συμπτώματα συσχετίζονται με αρνητικά συναισθήματα όπως είναι ο φόβος για λεκτική επικοινωνία ή ένα αίσθημα επικοινωνιακής ανεπάρκειας και ανασφάλειας και με συμπεριφορές αποφυγής όπως είναι η αποφυγή λέξεων, προσώπων, ή επικοινωνιακών περιστάσεων. Στα παιδιά σχολικής ηλικίας και στους ενηλίκους εμφανίζεται με συχνότητα 1% του συνολικού πληθυσμού ενώ το ποσοστό των παιδιών προσχολικής ηλικίας που για κάποιο διάστημα της ζωής τους εμφάνισαν δυσκολίες ροής αγγίζει το 5%. Είναι 3 φορές συχνότερος σε οικογένειες με ανάλογο κληρονομικό ιστορικό και 4 φορές συχνότερος στα αγόρια από ότι στα κορίτσια.

Ποια τα χαρακτηριστικά της ομιλίας των παιδιών που τραυλίζουν;

Στην ομιλία των ατόμων που τραυλίζουν παρατηρούνται συνήθως:
– επαναλήψεις ήχων και συλλαβών
– επαναλήψεις μονοσύλλαβων λέξεων
– επιμηκύνσεις ήχων
– επιφωνήματα όπως «εεε…», «μμμ…»
– παύσεις ανάμεσα σε μια λέξη
– παύσεις της ομιλίας
– αντικατάσταση λέξεων με περιφράσεις για την αποφυγή δύσκολων λέξεων
– παραγωγή λέξεων με μεγαλύτερη ένταση της φωνής

Αναλογία αγοριών κοριτσιών:
Τα αγόρια έχουν περισσότερες πιθανότητες να τραυλίσουν σε σχέση με τα κορίτσια με αναλογία 4:1, ενώ το ένα τέταρτο των παιδιών με φυσιολογική ανάπτυξη περνούν κάποια περίοδο της ζωής τους τραυλίζοντας.

Πώς εμφανίζεται ο τραυλισμός και σε ποια ηλικία;

Γιατί και πως εμφανίζεται ο τραυλισμός, είναι ένα από τα πιο συχνά ερωτήματα που ταλανίζουν κάθε  άτομο που εκδηλώνει τραυλισμό αλλά και τους γονείς των παιδιών που τραυλίζουν. Οι Περισσότεροι μελετητές δέχονται ότι ο τραυλισμός εμφανίζεται στην πλειοψηφία των παιδιών περί τα 2 με 6 έτη, αλλά πιθανά η προετοιμασία έχει ήδη ξεκινήσει  από την άρθρωση των πρώτων κιόλας φθόγγων. Η απότομη φυσική ανάπτυξη  και νευρολογική ωρίμανση έχει αρνητικά και θετικά σημεία όσον αφορά την ομαλότητα του λόγου, από τη μία πλευρά η ωρίμανση αυξάνει το λειτουργικό χώρο του εγκεφάλου ενώ από την άλλη, μπορεί να δυσκολέψει ή να καθυστερήσει κάποιες  διεργασίες οι οποίες δρουν ανταγωνιστικά μεταξύ τους. Τέτοιου είδους ανταγωνιστικές διεργασίες είναι η ανάπτυξη του λόγου και η ικανότητα της βάδισης. Τα παιδιά μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις πρώτα να βαδίσουν και μετά να μιλήσουν ή και το αντίστροφο, αλλά και τα δύο δεν μπορούν να συμβούν ταυτόχρονα στον ίδιο βαθμό επιτυχίας (R.Netsel,1981) Τα πρώτα συμπτώματα εμφανίζονται συνήθως μεταξύ του δεύτερου και του πέμπτου έτους σαν μία δυσχέρεια στη ροή της ομιλίας που χαρακτηρίζεται κυρίως από επαναλήψεις της αρχικής συλλαβής, επαναλήψεις ολόκληρων λέξεων (κυρίως μικρών) ή φράσεων και σπανιότερα από απώλεια ελέγχου του ρυθμού της αναπνοής, μπλοκαρίσματα και συσπάσεις του προσώπου. Για πολλά παιδιά (όχι για όλα) η δυσχέρεια αυτή είναι ένα αναμενόμενο, φυσιολογικό και παροδικό χαρακτηριστικό του σταδίου εξέλιξης της ομιλίας στο οποίο βρίσκονται. Για άλλα παιδιά τα συμπτώματα αυτά μπορεί να είναι τα σημάδια ενός αρχόμενου τραυλισμού. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, πριν την εμφάνιση της δυσχέρειας στη ροή της ομιλίας προηγείται μία περίοδος καλής ομιλίας χωρίς κολλήματα ή επαναλήψεις. Η εκκίνηση μπορεί να είναι σταδιακή ή και αιφνίδια. Άλλες φορές σχετίζεται με κάποιο σημαντικό γεγονός στη ζωή του παιδιού και άλλες όχι.
Μελέτες του εγκεφάλου ατόμων με τραυλισμό δεν έχουν γίνει δυστυχώς αρκετές, λόγω του υψηλού κόστους και της πολυπλοκότητας που παρουσιάζει η διαταραχή. Κοινά αποδεκτή είναι η άποψη, ότι το αριστερό ημισφαίριο είναι πιο εξειδικευμένο όσον αφορά  τις γλωσσικές διεργασίες, λόγω της ικανότητας της ταχύτερης επεξεργασίας εναλλασσόμενων ερεθισμάτων, όπως αυτά της ομιλίας ενώ το δεξί ημισφαίριο συνδέεται περισσότερο με την επεξεργασία των μουσικών ερεθισμάτων και άλλων ερεθισμάτων του περιβάλλοντος χώρου. Μελέτες των ( D.McFarland & W. Moore 1982 in T.Peters & Guitαr 1991) έδειξαν ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των γλωσσικών διεργασιών ανθρώπων που τραυλίζουν, πραγματοποιείται στο δεξί ημισφαίριο, αλλά δεν έχει αποδειχτεί, εάν αυτές οι μετατοπίσεις είναι η αιτία ή το αποτέλεσμα του τραυλισμού. Επιστημονικά είναι γνωστό ότι οι δραστηριότητες του δεξιού ημισφαιρίου είναι συνδεδεμένες με την συναισθηματική έκφραση και αυτό μπορεί να μας οδηγήσει στην υπόθεση ότι ο τραυλισμός έχει άμεση σχέση με την συναισθηματική φόρτιση κατά την ώρα της επικοινωνίας. Αλλά ακόμα δεν είναι τεκμηριωμένο εάν λόγω αυτού εκδηλώνεται η διαταραχή ή αυτό είναι αποτέλεσμα της  γλωσσικής ολοκλήρωσης σε γενικότερο πλαίσιο.

Ο τραυλισμός έχει νευρολογική βάση και σχετίζεται με τον γενετικό προγραμματισμό του εγκεφάλου του παιδιού και την κληρονομικότητα. Δευτερογενώς τα λεκτικά συμπτώματα συσχετίζονται με αρνητικά συναισθήματα όπως είναι ο φόβος για λεκτική επικοινωνία ή ένα αίσθημα επικοινωνιακής ανεπάρκειας και ανασφάλειας και με συμπεριφορές αποφυγής όπως είναι η αποφυγή λέξεων, προσώπων, ή επικοινωνιακών περιστάσεων.
Ο τραυλισμός οφείλεται σε ένα συνδυασμό αναπτυξιακών, περιβαλλοντικών αλλά και ψυχολογικών παραγόντων.
Σημαντικό ρόλο παίζουν εγγενείς και περιβαλλοντικοί παράγοντες. Η κληρονομική προδιάθεση. Οι γενικότερες δυσκολίες που μπορεί να έχει το παιδί στην ανάπτυξή του. Οι ειδικότερες δυσκολίες που μπορεί να έχει στην εξέλιξη του λόγου και της ομιλίας και η επικοινωνιακή του ικανότητα και αποτελεσματικότητα. Οι απαιτήσεις που θέτει το περιβάλλον του παιδιού σε σχέση με τις ικανότητες που έχει το παιδί με βάση την ανάπτυξή του. Ο τρόπος που λειτουργούν οι σχέσεις μεταξύ των μελών της οικογένειας. Οι αντιδράσεις του άμεσου και ευρύτερου περιβάλλοντος του παιδιού στην εμφάνιση του τραυλισμού. Σημαντικά γεγονότα που συμβαίνουν στη ζωή του παιδιού ή της οικογένειας τη δεδομένη χρονική στιγμή.

Οι περισσότερες σύγχρονες οικογένειες ζουν σε γρήγορους ρυθμούς, οργανώνοντας δραστηριότητες σε καθημερινό επίπεδο και  προσπαθώντας να ανταποκριθούν στις διάφορες υποχρεώσεις μέσα και έξω από το σπίτι και επιπλέον να καλύψουν τις διάφορες ανάγκες των μελών τους. Οι  γρήγοροι αυτοί ρυθμοί της συνεχόμενης χρονικής πίεσης συν τις διάφορες καταστάσεις που μπορεί να προκύψουν, όπως συγκρούσεις και διαφωνίες σίγουρα δεν είναι το ιδανικό περιβάλλον για ένα παιδί. Ακόμα και παιδιά χωρίς τραυλισμό θα δυσκολευτούν να ακολουθήσουν αυτούς τους ρυθμούς οι οποίοι λειτουργούν καταπιεστικά και δρουν αρνητικά στο ψυχισμό τους. Μέσα λοιπόν σε ένα τέτοιο κλίμα τα παιδιά  γίνονται πιο ευαίσθητα στις δυσκολίες και τα λάθη τα οποία συνοδεύουν το λόγο τους και ακριβώς αυτό το δεδομένο μπορεί να προκαλέσει την εκδήλωση τραυλισμού. (P.Tonef 2006)
Παρεμβαίνοντας με στόχο τον έλεγχο των ανωτέρω παραγόντων –απαραιτήτως σε συνεργασία με τους γονείς- μπορούμε να βοηθήσουμε στην πρόληψη μιας αρνητικής εξέλιξης στην ομιλία του παιδιού.

Πότε ο «τραυλισμός» ενός παιδιού προσχολικής ηλικίας μπορεί να εξελιχθεί σε μια μονιμότερη κατάσταση;

Ανάμεσα στο δεύτερο και τον τρίτο χρόνο ζωής, τότε δηλαδή που το παιδί εμπλουτίζει τόσο το λεξιλόγιο και το συντακτικό του, όσο και την ικανότητα να μεταφράζει τις σκέψεις του σε λέξεις, αρχίζουν να φαίνονται και τα πρώτα προβλήματα - αν υπάρχουν - στο λόγο. Για παράδειγμα, πολλοί γονείς θα έχουν παρατηρήσει ότι το παιδί επαναλαμβάνει κάποιες συλλαβές ή κομπιάζει με κάποιες  λέξεις. Σ αυτές τις περιπτώσεις και σ' αυτήν την ηλικία έχουμε να κάνουμε με ένα φυσιολογικό φαινόμενο, το λεγόμενο«φυσιολογικό τραυλισμό», που στις περισσότερες περιπτώσεις σταδιακά εξαφανίζεται από μόνος του και κρατάει για μερικές ημέρες ή και εβδομάδες.
Σε κάποια παιδιά όμως ο τραυλισμός αυτός δεν μειώνεται αλλά σταδιακά χειροτερεύει. Η ομιλία τους δεν έχει την αναμενόμενη ροή. Επαναλαμβάνουν ήχους, συλλαβές και ολόκληρες μονοσύλλαβες λέξεις. Δείχνουν να πιέζονται κάθε φορά που προσπαθούν να πουν κάτι και έτσι μιλούν με υπέρμετρη ένταση, επιμηκύνουν κάποιους ήχους και, κάποιες φορές, κάνουν μία παύση στη μέση μιας λέξης. Στην πραγματικότητα, καταλαβαίνουν ότι δυσκολεύονται να μιλήσουν και γι αυτό προσπαθούν να «παρακάμψουν» αυτό που τους ενοχλεί. Προτιμούν να το περιγράψουν με άλλα λόγια ή ακόμα και να το δείξουν με κάποιον άλλον τρόπο. Όλα αυτά συνήθως συνοδεύονται με δυσκολίες στην αναπνοή ή με κάποιο τικ του κεφαλιού ή των ματιών.

Ποια είναι η καλύτερη θεραπεία για τον τραυλισμό;

Η θεραπεία για ένα πρόβλημα σαν τον τραυλισμό εξαρτάται από την οικογένεια. Οι γονείς είναι αυτοί που θα εντοπίσουν το πρόβλημα και θα αποταθούν σε κάποιον ειδικό για τη λύση του. Η καλύτερη περίοδος για να συμβουλευτεί ένας γονιός κάποιον ειδικό είναι συνήθως 2 με 3 μήνες μετά από την εμφάνιση του προβλήματος στα μικρά παιδιά και ακόμα πιο νωρίς στα μεγαλύτερα. Γεγονός είναι ότι όσο πιο νωρίς αναφερθεί το πρόβλημα, τόσο πιο εύκολα θα αντιμετωπιστεί.

Τα βήματα που πρέπει να ακολουθήσουν οι γονείς είναι:

1. Η ψυχολογική υποστήριξη του παιδιού είναι το πρώτο βήμα, ώστε εμείς να εντοπίσουμε και το παιδί να εκφράσει αυτήν την εσωτερική σύγκρουση που κρύβει.
2. Η οικογενειακή θεραπεία μπορεί να λύσει προβλήματα επικοινωνίας ανάμεσα στους γονείς και το παιδί, ιδιαίτερα όταν είναι σε μικρή ηλικία (3-4 χρονών). Βασικός στόχος είναι οι γονείς να βοηθήσουν το παιδί τους να εκφράσει και να ξεπεράσει τις φοβίες ή τα άγχη του.
3. Βέβαια, αναγκαία θεωρείται και η λογοθεραπεία (ιδιαίτερα στα μεγαλύτερα παιδιά και τους εφήβους) με την οποία εφαρμόζονται τεχνικές χαλάρωσης, ασκήσεις της φωνής και ρύθμιση της αναπνοής. Η λογοθεραπεία διαρκεί λιγότερο και έχει πιο άμεσα αποτελέσματα συγκριτικά με την ψυχοθεραπεία. Ωστόσο, ενώ η λογοθεραπεία αντιμετωπίζει μόνο τα συμπτώματα, η ψυχοθεραπεία αντιμετωπίζει τα αίτια του προβλήματος. Έτσι, ο συνδυασμός των δύο είναι ουσιαστικά η πιο αποτελεσματική θεραπεία.

Τι θα πρέπει να γνωρίζουν οι γονείς για τον τραυλισμό:

  • Ο τραυλισμός δεν αποτελεί σκόπιμη, προκλητική ή μιμητική συμπεριφορά εκ μέρους του παιδιού, ούτε φυσιολογικό στάδιο κατά την ανάπτυξη του λόγου.
  • Ο τραυλισμός δεν αποτελεί απλώς πρόβλημα λόγου και ομιλίας, αλλά έχει και πλείστες ψυχολογικές και κοινωνικές προεκτάσεις.
  • Η εκδήλωση των συμπτωμάτων του τραυλισμού δεν βρίσκεται υπό τον έλεγχο του παιδιού.
  • Σύμφωνα με τις σύγχρονες επιστημονικές απόψεις, ο τραυλισμός ενδέχεται να είναι απόρροια μιας κληρονομικής προδιάθεσης, η οποία ενεργοποιείται κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες οι οποίες σχετίζονται τόσο με ορισμένα χαρακτηριστικά του παιδιού όσο και με χαρακτηριστικά και αντιδράσεις του περιβάλλοντος του.
  • Ο τραυλισμός αποτελεί συχνά περιοδικό φαινόμενο και ενδέχεται να περνά φάσεις έξαρσης και ύφεσης, ακόμη και να εξαφανίζεται εντελώς για ορισμένα χρονικά διαστήματα.
  • Ο μηχανισμός εκδήλωσης του τραυλισμού συχνά συνδέεται με συγκεκριμένους παράγοντες, για αυτό και επηρεάζεται ανάλογα με την περίσταση και τα πρόσωπα που εμπλέκονται σε αυτή. (Εξηγούμε για παράδειγμα στους γονείς γιατί το παιδί μπορεί να μην τραυλίζει με όλα τα πρόσωπα, ή όταν τραγουδά και να τραυλίζει περισσότερο όταν μιλάει στο τηλέφωνο).
  • Σε περίπτωση που υπάρχουν συνοδά προβλήματα ή άλλα συμπτώματα άγχους, εξηγούμε στους γονείς την πιθανή σύνδεση μεταξύ τους.
  • Εξηγούμε στους γονείς ότι με τη θεραπευτική παρέμβαση αναμένεται η υποχώρηση των συμπτωμάτων του τραυλισμού και η βελτίωση του παιδιού σε πλείστους άλλους τομείς, αλλά ότι η πλήρης και ολοσχερής εξάλειψη των συμπτωμάτων του τραυλισμού δεν είναι εφικτή σε όλες τις περιπτώσεις.

Οδηγίες για γονείς και δασκάλους:

Όταν ένα παιδί τραυλίζει,
  • Αφήστε το να ολοκληρώσει αυτό που θέλει να πει. Μην διακόπτεται και μην σταματάτε την κουβέντα κάθε φορά που τραυλίζει
  • Μην χρησιμοποιείτε φράσεις όπως “Προσπάθησε να μην τραυλίζεις”, “Αυτή τη φορά τα κατάφερες όπως ο αδερφός σου”, “Πάρε μια βαθιά ανάσα πριν ξεκινήσεις”, “Μίλα πιο αργά”, “Μήπως ήθελες να πεις…”, “Δοκίμασε πάλι μήπως τα καταφέρεις καλύτερα”
  • Μην συμπληρώνετε τις φράσεις του. Δεν διευκολύνετε το παιδί με τον τρόπο αυτό, αντίθετα νιώθει ότι το μειώνουν
  • Όταν τον ρωτάνε κάτι αφήστε το να απαντήσει, μην απαντάτε για αυτόν θεωρώντας ότι μπορεί να εκτεθεί
  • Ως εκπαιδευτικοί μη χαμηλώνετε τον πήχη για ένα παιδί που τραυλίζει. Θεωρήστε το ισότιμο με τα υπόλοιπα. Κάτι τέτοιο θα προκαλέσει στο παιδί αισθήματα ντροπής
  • Προσέχετε κάθε φορά που σας μιλάει. Δείξτε υπομονή και εστιάστε στο περιεχόμενο αυτών που λέει και όχι στον τρόπο
  • Μην βομβαρδίζετε το παιδί με ερωτήσεις. Δώστε χρόνο για κάθε απάντηση που προσπαθεί να δώσει
  • Αποδεχτείτε το παιδί σας και μη νιώθετε άσχημα κάθε φορά που δυσκολεύεται… Το παιδί καταλαβαίνει και αυτό του προκαλεί άγχος και ανασφάλεια.

Όσο περισσότερο προσπαθεί ένα παιδί να μην τραυλίζει τόσο περισσότερο επιδεινώνεται η κατάσταση.

Ο κάθε άνθρωπος είναι μια ξεχωριστή, πολυσύνθετη, ψυχοσωματική οντότητα, που καλείται να λειτουργήσει σε μια πολύμορφη και απαιτητική κοινωνία ανθρώπων. Έτσι είναι νομοτελειακά καθορισμένο ο κάθε ένας να αντιδράσει διαφορετικά στα διάφορα ερεθίσματα και καταστάσεις, μια από αυτές είναι και η επικινδυνότητα εμφάνισης της διαταραχής της ροής του λόγου που ονομάζεται  ‘’Τραυλισμός’’.
Η έγκαιρη και έγκυρη διάγνωση είναι προϋπόθεση για τη σωστή αντιμετώπιση.

Διαβάστε επίσης



Νευρογενής ανορεξία. ΔΕΝ σημαίνει έλλειψη όρεξης, για φαγητό. Συμβουλές για γονείς και εκπαιδευτικούς

της Μαρίας Χιόνη, εκπαιδευτικού, μεταπτυχιακή παθοφυσιολογίας Iατρικής σχολής ΕΚΠΑ, medlabnews.gr iatrikanea

Η νευρική ανορεξία είναι μία διατροφική διαταραχή με ισχυρό ψυχολογικό υπόβαθρο. Οι επιπτώσεις της είναι πολύ βλαβερές όμως συχνά δεν διαγιγνώσκεται προτού το άτομο φτάσει σε πολύ σοβαρή κατάσταση.
Το μεγαλύτερο ποσοστό των ατόμων που νοσούν είναι έφηβοι και ιδιαίτερα κορίτσια ηλικίας 11-20 ετών. Πάνω από το 10% των δεκαπεντάχρονων της τρίτης γυμνασίου και της πρώτης λυκείου βρέθηκε να έχει πολύ χαμηλό βάρος, ενώ υπάρχει και ένα ποσοστό 14,4% ανάμεσά τους που επιθυμεί, αν και ελλιποβαρές, ακόμα μεγαλύτερη απώλεια βάρους. Οι διαταραχές στην πρόσληψη τροφής είναι μία από τις λίγες περιπτώσεις προβλημάτων ψυχικής υγείας που εκδηλώνονται με μεγαλύτερη συχνότητα στα κορίτσια σε σχέση με τα αγόρια. Παρόλο που στον ανδρικό πληθυσμό οι διαταραχές διατροφής εκδηλώνονται με τα ίδια κλινικά συμπτώματα, οι άνδρες δεν έχουν τόσο έντονη ενασχόληση με το φαγητό ούτε τόσο έντονο κίνητρο να διατηρούν λεπτή σιλουέτα αλλά δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στην αθλητική τους παρουσία και την αρρενωπότητα.

Iστορική αναδρομή
Η νευρογενής ανορεξία, αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά ως διαταραχή το 1873 από τον Άγγλο γιατρό William Gull, ο οποίος τη χαρακτήρισε ως ειδική νόσο, και τον Γάλλο ψυχίατρο Charles Laseque, ο οποίος την περιέγραψε από κοινωνική και ψυχολογική σκοπιά.
Και οι δύο γιατροί είχαν παρατηρήσει πως η νόσο αυτή παρουσιαζόταν συχνότερα σε άτομα τα οποία προέρχονταν από τις πιο εύπορες κοινωνικές τάξεις. Το γεγονός αυτό οδήγησε τον Laseque στη διατύπωση της υπόθεσης πως η ελλιπής οικογενειακή συναισθηματική στήριξη ( γεγονός το οποίο πίστευε πως είναι πιο σύνηθες στις εύπορες οικογένειες ) σχετίζεται με την εκδήλωση της διαταραχής αυτής. Επικράτησε επίσης η άποψη πως οι συγκρούσεις των γονέων με τα παιδιά τους είναι πιθανό να οδηγούν μερικές φορές κάποια κορίτσια που βρίσκονται στην εφηβεία στην άρνηση της τροφής, ως μια μορφή έκφρασης του συναισθήματος της απόρριψης το οποίο βιώνουν. Γι’ αυτό, στις αρχές του περασμένου αιώνα, για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της νευρογενούς ανορεξίας, προτεινόταν τότε, η απομάκρυνση του παιδιού από την οικογένειά του σε συνδυασμό με την επιβολή της υποχρεωτικής σίτισης του παιδιού με οποιονδήποτε τρόπο ( Epstein, 1990 ).

Πως μπορεί το άμεσο περιβάλλον αυτών των ατόμων και ιδιαίτερα οι γονείς να αντιληφθούν τα πρώιμα συμπτώματα αυτής της ύπουλης ασθένειας προτού το άτομο χρειαστεί βοήθεια από ειδικούς;

Κλινική εικόνα
Το άτομο με νευρογενή ανορεξία κυριαρχείται από διάθεση άρνησης για λήψη τροφής προκειμένου να μην πάρει βάρος, παρά το γεγονός ότι το σωματικό του βάρος κυμαίνεται κάτω από τα κατώτερα όρια του φυσιολογικού για την ηλικία, το φύλο και το ύψος ( δηλαδή το βάρος του βρίσκεται κάτω από το 85% του φυσιολογικού ή ο Δείκτης Σωματικής Μάζας είναι κάτω από 17.5 ). Επίσης, παρά το γεγονός ότι το σωματικό του βάρος είναι κάτω από τα όρια του φυσιολογικού, το άτομο διακατέχεται από έντονο φόβο ότι θα πάρει βάρος. Έτσι, λοιπόν, βρίσκεται συνεχώς στην προσπάθεια να χάσει περισσότερο βάρος. Το άτομο έχει διαταραγμένη εικόνα για το σώμα του και δίνει υπέρμετρη έμφαση στην επίδραση του βάρους ή του σχήματος του σώματός του στην αυτοαξιολόγηση. Επίσης, στις περιπτώσεις των γυναικών, υπάρχουν συχνά διαταραχές στον εμμηνορρυσιακό κύκλο ως αποτέλεσμα της υπερβολικής μείωσης του σωματικού τους βάρους.
Παρά το γεγονός ότι η ετυμολογία του όρου ‘ανορεξία’ παραπέμπει στην έλλειψη όρεξης για φαγητό, ο όρος είναι παραπλανητικός, αφού το άτομο με νευρογενή ανορεξία μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί να μην έχει όρεξη για φαγητό. Συνεπώς η νευρογενής ανορεξία δεν είναι διαταραχή της όρεξης γιατί η όρεξη δεν προσβάλλεται παρά μόνο αργά στην πορεία της νόσου. Μάλλον πρόκειται για διαταραχές στην αίσθηση του εαυτού, στην ταυτότητα και στην αυτονομία. Η απώλεια σωματικού βάρους είναι αποτέλεσμα της συνειδητής προσπάθειας του ατόμου να χάσει βάρος καταφεύγοντας σε αυστηρή δίαιτα ή άσκηση. Παρά το γεγονός ότι πολλά άτομα ακολουθούν περιστασιακά αυτές τις μεθόδους για να χάσουν βάρος, το άτομο με νευρογενή ανορεξία φοβάται έντονα ότι απειλείται από την παχυσαρκία και επιδιώκει επίμονα το αδυνάτισμα. Ορισμένα άτομα με νευρογενή ανορεξία αισθάνονται συνέχεια ότι είναι υπέρβαρα και άλλα διαπιστώνουν ότι είναι  αδύνατα, αλλά πιστεύουν πως από ορισμένα μέρη του σώματος τους θα πρέπει να χάσουν και άλλο βάρος. Μερικές φορές μπορεί να τα κυριαρχεί η εμμονή να μετρούν συνέχεια το βάρος τους για να διαπιστώσουν αν το ‘λίπος’ έχει περιοριστεί. Κάθε φορά που διαπιστώνουν ότι έχασαν βάρος πιστεύουν πως βελτιώθηκε η εικόνα τους και νιώθουν καλύτερα. Προκειμένου όμως να διατηρείται αυτό το συναίσθημα και να νιώθουν ασφαλείς έχουν την ανάγκη να χάνουν καθημερινά ολοένα και περισσότερο βάρος και αν κάποια μέρα αυτό δεν συμβεί, τότε κυριαρχούνται από πανικό και εντείνουν ακόμη περισσότερο τις προσπάθειες τους.

Στο DSM-IV διακρίνονται δύο τύποι νευρογενούς ανορεξίας, ανάλογα με τον τρόπο στον οποίο καταφεύγει το άτομο προκειμένου να περιορίσει τη λήψη πολλών θερμίδων :
1. Ο περιοριστικός τύπος, ο οποίος καταφεύγει σε δίαιτα, νηστεία ή υπερβολική άσκηση. Άτομα με περιοριστικού τύπου ανορεξία είναι συνήθως άτομα που χαρακτηρίζονται από εμμονές, ανελαστική συμπεριφορά και υπερβολικό αυτοέλεγχο.
2. Ο καθαρτικός τύπος / υπερφαγία, το άτομο έχει τακτικά επεισόδια υπερφαγίας ή καταφεύγει σε συμπεριφορά κάθαρσης ( δηλαδή αυτοπροκαλούμενους εμετούς, ή κακή χρήση καθαρτικών, διουρητικών ή υποκλυσμών ). Τα άτομα που παρουσιάζουν αυτό τον τύπο, τείνουν να έχουν συχνότερα οικογενειακό ιστορικό παχυσαρκίας και συναισθηματικά προβλήματα.


Διαγνωστικά κριτήρια κατά DSM-IV για την νευρογενή ανορεξία
1.   Άρνηση του ατόμου να διατηρήσει το βάρος του σώματος στο ή πάνω από ένα ελάχιστο φυσιολογικό βάρος για την ηλικία του και το ύψος του ( π. χ απώλεια βάρους που οδηγεί στη διατήρηση του βάρους του σώματος κάτω του 85% από το αναμενόμενο ή αδυναμία να κερδίσει αναμενόμενο βάρος στη διάρκεια της περιόδου ανάπτυξης, που οδηγεί σε βάρος του σώματος κάτω του 85% από το αναμενόμενο ).
2.   Έντονος φόβος του ατόμου μήπως πάρει βάρος ή γίνει παχύ, ακόμα και αν το βάρος του είναι κάτω από το κανονικό.
3.   Διαταραχή στον τρόπο που βιώνει κανείς το βάρος ή το σχήμα του σώματος του, αδικαιολόγητη επιρροή του σωματικού βάρους ή σχήματος στην εκτίμηση του εαυτού ή άρνηση της σοβαρότητας του παρόντος χαμηλού σωματικού βάρους.
4.   Σε γυναίκες μετά την έναρξη της περιόδου, αμηνόρροια εάν οι περίοδοι της έρχονται μόνον μετά από χορήγηση ορμονών π. χ οιστρογόνων.

Συνοδά συμπτώματα / σημεία. Συνοδές διαταραχές / επιπλοκές

Η μεγάλη ελάττωση του βάρους συχνά συνοδεύεται από καταθλιπτικά συμπτώματα, όπως καταθλιπτική διάθεση, κοινωνική απόσυρση, αϋπνία, ευερεθιστότητα και ελαττωμένο ενδιαφέρον για σεξ. Μπορεί, ακόμα, ν’ αναπτυχθεί πλήρης Μείζων Καταθλιπτική Διαταραχή. Επειδή, όμως, τα καταθλιπτικά συμπτώματα παρατηρούνται και σε άτομα με ασιτία ( χωρίς να έχουν νευρογενή ανορεξία ) θα πρέπει να γίνει η επανεκτίμηση για κατάθλιψη όταν αποκατασταθεί το βάρος του ατόμου.
Ψυχαναγκαστικά καταναγκαστικά συμπτώματα, επίσης, είναι συχνά παρόντα, τα περισσότερα συνδεόμενα με τη λήψη της τροφής. Παράλληλα, τα άτομα αυτά, συχνά φοβούνται να φάνε δημόσια και ειδικά τα ανορεκτικά άτομα με Τύπο Υπερφαγίας / Κάθαρσης είναι πιο πιθανό να έχουν προβλήματα ελέγχου των παρορμήσεων, να κάνουν χρήση και κατάχρηση αλκοόλ ή άλλων ουσιών, να παρουσιάζουν ευμετάβλητη διάθεση και να είναι σεξουαλικά ενεργά.
Όσο αφορά τα σωματικά συμπτώματα, τα σωματικά σημεία και σωματικές διαταραχές που συνοδεύουν τη νευρογενή ανορεξία, τα περισσότερα από αυτά οφείλονται στην ασιτία ή / και στον προκλητό εμετό. Έτσι, εκτός από την αμηνόρροια, μπορεί να υπάρχουν δυσκοιλιότητα, κοιλιακοί πόνοι, μη ανοχή του κρύου, αδυναμία, λήθαργος. Φυσικά, το πιο φανερό σημείο είναι η επίσχνανση του ατόμου. Ακόμη, μπορεί να υπάρχει υπόταση, υποθερμία, ξηρότητα του δέρματος, βραδυκαρδία, περιφερικό οίδημα, κιτρίνισμα του δέρματος λόγω της υπερκαροτιναιμίας, πετέχιες, υπερτροφία των σιελογόνων αδένων και ιδιαίτερα της παρωτίδας. Άτομα που χρησιμοποιούν συχνά προκλητό εμετό μπορεί να παρουσιάζουν διαβρώσεις της αδαμαντίνης των δοντιών και ουλές ή κάλους στη ράχη των χεριών. Τέλος, η χειρότερη επιπλοκή της νευρογενούς ανορεξίας είναι ο θάνατος.


Πώς τα άτομα του άμεσου περιβάλλοντος των εφήβων μπορούν να αντιληφθούν τα πρώιμα συμπτώματα της ασθένειας;

Τα άτομα με νευρική ανορεξία δεν έχουν επίγνωση της σοβαρότητας της κατάστασης τους. Δεν αντιλαμβάνονται ότι έχουν ψυχολογικό πρόβλημα και μάλιστα θεωρούν το βάρος τους υψηλό. Γι’ αυτό άλλωστε δεν αναζητούν βοήθεια. Είναι πολύ σημαντικό λοιπόν τα άτομα του άμεσου περιβάλλοντός τους να αντιληφθούν κάποια πρώιμα συμπτώματα και να αναζητήσουν οι ίδιοι βοήθεια από ειδικούς ψυχολόγους και διαιτολόγους.
Τα 5 σημάδια που «χτυπούν το καμπανάκι» για πιθανή διατροφική διαταραχή είναι τα εξής:
1. Το άτομο θέτει στόχους μείωσης του βάρους του

2. Το άτομο ασκεί αυξημένη κριτική για το βάρος και το σχήμα του σώματός του

3. Το άτομο είναι κοινωνικά απομονωμένο και εμφανίζει σημάδια κατάθλιψης

4. Μη εμφάνιση ή διακοπή της έμμηνου ρύσης

5. Το άτομο κάνει εμετό, παίρνει καθαρτικά ή κάνει υπερβολική γυμναστική με στόχο την αποβολή των θερμίδων της τροφής που κατανάλωσε

Άλλα χαρακτηριστικά που μπορεί να συνδέονται άμεσα με την νευρική ανορεξία είναι τα εξής

  •        Προφανής, γρήγορη και δραματική απώλεια βάρους.
  •        Μικρές ανοιχτού χρώματος τρίχες φυτρώνουν στο κεφάλι και το σώμα.
  •        Εμμονή με τις θερμίδες και την ποσότητα των λιπαρών στα τρόφιμα.
  •        Απασχόληση με την τροφή, τις συνταγές και την μαγειρική. Μπορεί να μαγειρεύουν πολύπλοκα φαγητά για άλλους, αλλά να μην τα καταναλώνουν οι ίδιοι/ίδιες.
  •        Κάνουν δίαιτες παρόλο που είναι αδύνατοι/αδύνατες ή επικίνδυνα ελλιποβαρείς.
  •        Φόβος μήπως πάρουν κιλά ή γίνουν υπέρβαροι.
  •        Τελετουργικά κόβουν το φαγητό σε μικρά κομμάτια, αρνούνται να φάνε μπροστά σε άλλους, κρύβουν ή πετάνε φαγητό.
  •        Χρησιμοποιούν καθαρτικά, διαιτητικά χάπια, εμετικά, διουρητικά ή πηγαίνουν γρήγορα στο μπάνιο μετά τα γεύματα για να προκαλέσουν οι ίδιοι εμετό στον εαυτό τους και να αποβάλλουν τις περιττές θερμίδες.
  •        Κάνουν συχνή και επίπονη άσκηση.
  •        Θεωρούν τους εαυτούς τους υπέρβαρους ακόμη και αν οι άλλοι τους λένε ότι είναι υπερβολικά αδύνατοι.
  •        Δεν αντέχουν το κρύο και δηλώνουν συχνά πόσο κρυώνουν εξαιτίας της έλλειψης μονωτικού λίπους ή κακής κυκλοφορίας του αίματος λόγω πολύ χαμηλής πίεσης. Εμφανίζουν, επίσης, πολύ χαμηλή θερμοκρασία σώματος (υποθερμία), καθώς το σώμα προσπαθεί να εξοικονομήσει ενέργεια.
  •        Κατάθλιψη: μπορεί να βρίσκονται συχνά σε μια λυπημένη και ληθαργική κατάσταση.
  •        Απομόνωση: αποφεύγουν τους φίλους και την οικογένεια τους, αποτραβιούνται κοινωνικά και γίνονται μυστικοπαθείς.
  •        Φορούν φαρδιά ρούχα για να κρύψουν την απώλεια βάρους τους αν τους κάνουν σχόλια για την υγεία τους και θέλουν να τα αποφύγουν, ενώ κάποιοι άλλοι/άλλες φορούν φαρδιά ρούχα για να κρύψουν το σώμα τους, καθώς το θεωρούν μη γοητευτικό και υπέρβαρο.
  •        Τα μάγουλά τους μπορεί να είναι πρησμένα εξαιτίας της μεγέθυνσης των σιελογόνων αδένων που προκαλείται από την υπερβολική και συχνή πρόκληση εμετού.
  •        Πρησμένες αρθρώσεις
  •        Κοιλιακό φούσκωμα
  •        Δερματίτιδα
  •        Φλεγμονή (ιδιαίτερα στα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών)
  •        Μελαγχρωματική κνίδωση (prurigo pigmentosa)
  •        Σταδιακή λέπτυνσης της τρίχας που οδηγεί σε τριχόπτωση
  •        Ακροκυάνωση
  •        Παρονυχία
  •        Οίδημα
  •        Καροτένωση (κιτρίνισμα του δέρματος από υπερβολική κατανάλωση λαχανικών που περιέχουν Α- και Β-καροτίνη, λουτεΐνη, λυκοπένιο, κρυπτοξανθίνη και ζεαξανθίνη π.χ καρότα, μήλα κ.α.)
  •        Χιονίστρες
  •        Κνησμός (φαγούρα)
  •        Ερύθημα (ερυθρότητα του δέρματος)
  •        Ακμή
  •        Πετέχειες (δερματική ασθένεια που περιλαμβάνει πορφυρά σημάδια στο δέρμα)
  •        Ραβδώσεις στο δέρμα
  •        Εντεροπαθική ακροδερματίτιδα ή σύνδρομο του Μπραντ (συγγενής ανεπάρκεια ψευδαργύρου)
  •        Υπέρχρωση
  •        Δικτυωτή πελίωση
  •        Γωνιακή χειλίτιδα
  •        Πελλάγρα
  •        Δυσκοιλιότητα
  •        Διάρροια
  •       Αστάθεια ηλεκτρολυτών
  • Τερηδόνα

Γενικές ιατρικές καταστάσεις που μπορεί να εμφανιστούν σε άτομα με νευρογενή ανορεξία είναι :

1.   Νορμόχρωμη νορμοκυτταρική αναιμία.
2.   Έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας λόγω της χρόνιας αφυδάτωσης και της υποκαλιαιμίας.
3.   Καρδιαγγειακά προβλήματα όπως σοβαρή υπόταση και αρρυθμίες.
4.   Προβλήματα στα δόντια και οστεοπόρωση λόγω ελαττωμένης πρόσληψης και απορρόφησης ασβεστίου, ελαττωμένης έκκρισης οιστρογόνων και αυξημένης έκκρισης κορτιζόλης.

Πιθανά αίτια της νευρογενούς ανορεξίας

Οι δραματικές συνέπειες των διαταραχών στην πρόσληψη τροφής, τόσο σε βιολογικό όσο και σε ψυχολογικό επίπεδο, τροφοδότησαν το ενδιαφέρον των ειδικών για τη διατύπωση πολλών θεωρητικών μοντέλων, τα οποία επιχειρούν την ερμηνεία τους.
1. Ψυχολογική θεωρία : η νευρογενής ανορεξία είναι μια φοβική στάση του ατόμου απέναντι στην τροφή εξαιτίας της σεξουαλικής έντασης της εφηβικής ηλικίας. Ιδιαίτερα οι ψυχοδυναμικές διαμορφώσεις τονίζουν την ασυνείδητη φαντασία / φόβο της ανορεκτικής να μείνει έγκυος από το στόμα.
2. Κοινωνική θεωρία : στις ανεπτυγμένες χώρες έχει δοθεί έμφαση στα νιάτα, στην ομορφιά και στο να είναι το άτομο λεπτό και στην υπερβολική ενασχόληση των ατόμων με την εικόνα και το σχήμα του σώματος.
3. Βιολογική θεωρία : εστιάζεται στη λειτουργία του υποθάλαμου ο οποίος ρυθμίζει τις βασικές λειτουργίες του σώματος όπως όρεξη, βάρος,
θερμοκρασία και γενικότερα την ομοιόσταση. Στη νευρογενή ανορεξία υπάρχει μια πρωτογενή δυσλειτουργία του υποθάλαμου, όπως υποδεικνύεται από διάφορα ευρήματα και παρατηρήσεις :
      i.         Αύξηση του παράγοντα απελευθέρωσης κορτικοτροπίνης στο
εγκεφαλονωτιαίο υγρό.
    ii.         Εμφάνισης της αμηνόρροιας πριν την εκδήλωση της απώλειας του
βάρους.
   iii.         Ελαττωμένη δραστηριότητα νορεπινεφρίνης.
   iv.         Διαταραχές στη λειτουργία και άλλων κεντρικών νευριοδιαβιβαστών.
Σε κάθε περίπτωση, η προσπάθεια διερεύνησης της αιτιολογίας των διαταραχών στην πρόσληψη τροφής πρέπει να συνεκτιμά την επίδραση και των τριών παραγόντων : τους ψυχολογικούς, τους κοινωνικούς και τους βιολογικούς παράγοντες. Όλοι γνωρίζουν την πολιτισμική έμφαση που αποδίδεται στα πρότυπα που αφορούν το λεπτό σώμα, τον αυτοέλεγχο και την άσκηση. Αυτά δημιουργούν το ελκυστικό μοντέλο σε όλους τους ανθρώπους και ιδιαίτερα στις γυναίκες.
Σε έρευνες οι οποίες έγιναν, έχει βρεθεί πως οι συγγενείς ατόμων με νευρογενή ανορεξία – και ιδιαίτερα οι γυναίκες – έχουν τέσσερις με πέντε φορές περισσότερες πιθανότητες από τον υπόλοιπο πληθυσμό να παρουσιάσουν κάποια διαταραχή στην πρόσληψη της τροφής. Σε περιπτώσεις μονοζυγωτικών διδύμων όπου το ένα παρουσιάζει διαταραχές διατροφής, η πιθανότητα να παρουσιάσει και το άλλο κυμαίνεται από 30% έως 50%, ενώ στα διζυγωτικά δίδυμα η πιθανότητα αυτά δεν ξεπερνά το 10%. Ο Hsu (1990), υποστηρίζει πως ορισμένα άτομα έχουν κάποια βιολογική προδιάθεση, η οποία αλληλεπιδρά με κοινωνικούς και ψυχολογικούς παράγοντες και έτσι αυξάνεται η πιθανότητα εκδήλωσης διαταραχών στην πρόσληψη τροφής.
Η αιτιολογία όμως των διαταραχών στην πρόσληψη τροφής ίσως γίνει καλύτερα κατανοητή αν μπορέσουν να διερευνήσουν τα κίνητρα του ατόμου, το οποίο υποβάλλει τον εαυτό του σε μια οδυνηρή και επικίνδυνη διαδικασία ανατρέποντας τους ρυθμούς του οργανισμού του προκειμένου να καταφέρει να έχει το ‘ιδανικό’ βάρος με διάφορους τρόπους. Έχει διαπιστωθεί πως οι επιθυμητές αναλογίες σώματος, όπως αυτές που διαθέτουν τα μοντέλα, είναι πολλές φορές πολύ κατώτερο από φυσιολογικό. Γι’ αυτό εάν οι έφηβοι έχουν ως πρότυπα αυτά τα μοντέλα, τότε είναι πιθανό να βιώνουν το αίσθημα του ανικανοποίητου σχετικά με τη δική τους σωματική εικόνα και να προσπαθούν με κάθε τρόπο να την αλλάξουν για να πλησιάσουν αυτά των προτύπων τους.
Η Hilda Bruch (1973) διατύπωσε την υπόθεση πως η νευρογενούς ανορεξία σχετίζεται με την προσπάθεια του ατόμου για τη διεκδίκηση της αυτονομίας του. Η Bruch συσχέτισε αυτή την προσπάθεια με την αποτυχία του γονέα να αναγνωρίσει την ανάγκη του παιδιού του για αυτονομία και να ενθαρρύνει την εκδήλωση της.
Ο Arthur Crisp (1997) εκτιμά πως η νευρογενής ανορεξία αποτελεί μία από τις μορφές της αποτρεπτικής φοβικής διαταραχής, όπου το αντικείμενο της φοβίας είναι το κανονικό σώμα του ενήλικα με το ανάλογο βάρος και σχήμα.

Διάγνωση νευρογενούς ανορεξίας

Η ιατρική διάγνωση θα πρέπει να γίνει από ένα ικανό επαγγελματία γιατρό. Υπάρχουν πολλές ιατρικές παθήσεις, όπως ιογενείς ή βακτηριακές μολύνσεις, οι ορμονικές ανισσοροπίες, οι νευροεκφυλιστικές ασθένειες και οι εγκεφαλικοί όγκοι που μπορούν να μιμηθούν ψυχιατρικές διαταραχές συμπεριλαμβανομένης της νευρικής ανορεξίας.

Θεραπευτική αντιμετώπιση της νευρογενούς ανορεξίας

Οι τεχνικές για την αντιμετώπιση των διαταραχών στην πρόσληψη τροφής έχουν βελτιωθεί σημαντικά από το 1930, οπότε είχαν γίνει οι πρώτες προσπάθειες θεραπευτικής αντιμετώπισης με μεθόδους που στηρίζονταν στη Φροϋδική ψυχανάλυση. Οι εναλλακτικές θεραπευτικές προσεγγίσεις οι οποίες
χρησιμοποιούνται σήμερα οδηγούν ολοένα και σε καλύτερη έκβαση των διαταραχών στην πρόσληψη τροφής, τόσο στους εφήβους όσο και στους ενήλικες.
Υπάρχουν δύο βασικοί στόχοι στη θεραπεία της νευρογενούς ανορεξίας. Ο πρώτος στόχος είναι να αποκατασταθεί η κατάσταση της θρέψης το οποίο σημαίνει να επανέλθει το βάρος στα φυσιολογικά όρια. Ο δεύτερος στόχος είναι να τροποποιηθεί η παθολογική συμπεριφορά πρόσληψης τροφής του ατόμου έτσι ώστε να κρατηθεί το βάρος σε φυσιολογικά όρια και να ελεγχθούν κατά το δυνατό οι προκλητοί εμετοί, η λήψη καθαρτικών και όλες οι άλλες παθολογικές συμπεριφορές.
Συνήθως, η θεραπεία θα γίνει σε εξωνοσοκομειακό επίπεδο. Πολλοί ασθενείς, όμως, μπορεί να χρειασθούν νοσηλεία. Ενδείξεις για νοσηλεία είναι η σοβαρή απώλεια βάρους ( πάνω από 30% ) και απίχνανση, η παρουσία υπότασης, υποθερμίας ή ηλεκτρολυτικών διαταραχών, παρουσία αυτοκτονικού ιδεασμού ή ψύχωσης, αποτυχία της εξωνοσοκομειακής θεραπείας.
Η θεραπευτική προσέγγιση βασικά είναι ένας συνδυασμός θεραπείας συμπεριφοράς και υποστηρικτικής ψυχοθεραπείας. Ο στόχος της θεραπείας συμπεριφοράς είναι να αποκατασταθεί ο φυσιολογικός τρόπος λήψης τροφής. Στο νοσοκομείο, αυτό σημαίνει την εφαρμογή αυστηρού πρωτοκόλλου, ώστε τα ανορεκτικά άτομα να κερδίζουν καθημερινά συγκεκριμένο βάρος και να ενισχύονται θετικά από τους συγγενείς τους. Έτσι, οι ασθενείς ζυγίζονται καθημερινά, η πρόσληψη και η απέκκριση των υγρών μετριέται, υπάρχει στενή παρακολούθηση ( ακόμη και στη τουαλέτα ) μέχρι και δύο ώρες μετά τα γεύματα για να αποτραπεί ο προκλητός εμετός. Γενικά, αρχίζει με δίαιτα που παρέχει περίπου 500 θερμίδες περισσότερες από αυτές που απαιτούνται για να διατηρηθεί το τωρινό βάρος και αυξάνονται οι θερμίδες σιγά – σιγά μοιράζοντας το γεύμα σε πολλά μικρά γεύματα ( π. χ έξι την ημέρα ). Σε άτομα με μεγάλη ελάττωση βάρους μπορεί να χρειασθεί σίτιση με ρινογαστρικό καθετήρα, όπως και προσεκτική διόρθωση των ηλεκτρολυτικών διαταραχών.
Όσον αφορά τη φαρμακευτική αγωγή, έχει δειχθεί ότι τα καταθλιπτικά μπορούν να ελαττώσουν τη συμπεριφορά της πρόκλησης εμετού. Ακόμα η κυπροεπταδίνη έχει βοηθήσει ορισμένα άτομα να πάρουν βάρος. Κατά την οξεία φάση, λοιπόν, η θεραπεία συμπεριφοράς και η υποστήριξη του ασθενή είναι η προσέγγιση επιλογής συνεπικουρούμενη ενδεχομένως από τη φαρμακευτική αγωγή.
Στη συνέχεια, η γνωστική ψυχοθεραπεία μπορεί να βοηθήσει διορθώνοντας λαθεμένες αντιλήψεις των ασθενών για τα αισθήματα, τις ανάγκες τους και την ικανότητα να ελέγξουν τη ζωή τους και η ψυχοδυναμική ( αποκαλυπτική ) ψυχοθεραπεία μπορεί να βοηθήσει τον ασθενή να λύσει διαπροσωπικά προβλήματα και συγκρούσεις και να διορθώσει στοιχεία της προσωπικότητάς του, που μπορεί να συνδέονται με τη διαταραχή στην πρόσληψη τροφής.
Η οικογενειακή θεραπεία μπορεί να αποβεί πολύ σημαντική, γιατί μπορεί να απευθυνθεί στις ενδοοικογενειακές αντιδράσεις, οι οποίες είναι δυνατό να συμβάλλουν στην προβληματική συμπεριφορά του ασθενή όσον αφορά την πρόσληψη τροφής, στις ενδοοικογενειακές εντάσεις που δημιουργούνται από τη συμπεριφορά αυτή και στις αλληλεπιδράσεις.                            

Διαβάστε επίσης

 Ένα παιδί πεινάει. Συμπτώματα υποσιτισμού. Τι πρέπει να κάνει ο εκπαιδευτικός;

Copyright © 2015-2022 MEDLABNEWS.GR / IATRIKA NEA All Right Reserved. Τα κείμενα είναι προσφορά και πνευματική ιδιοκτησία του medlabnews.gr
Kάθε αναδημοσίευση θα πρέπει να αναφέρει την πηγή προέλευσης και τον συντάκτη. Aπαγορεύεται η εμπορική χρήση των κειμένων