Μία από τις αιτίες είναι οι ιγνυακές κύστεις, που είναι επίσης γνωστές ως κύστεις Baker, δεν είναι σπάνιες και δεν θα πρέπει να διαφεύγουν της προσοχής του κλινικού ιατρού λόγω της πιθανότητας ρήξης.
Η Ιγνυακή κύστη πήρε το όνομά της από τον BAKER το 1877 όπου την περιέγραψε σαν μια ευμεγέθη ιγνυακή κύστη που δημιουργείτε από παγίδευση υγρού μέσα σε ένα ορογόνο θύλακο (bursa), σχηματιζόμενη από τον ημιυμενώδη τένοντα. Παρατήρησε επίσης επικοινωνία της κύστης με την άρθρωση με υγρό το οποίο διαφεύγει μέσα στο ορογόνο θύλακο, αλλά δεν μπορεί να επιστρέψει στην άρθρωση με ανάδρομη πορεία. Από τότε (Wilson1938, Taylor & Rana 1973, Lindgren 1977), πολλοί περιέγραψαν την παθογένεια της ιγνυακής κύστης.
Η κύστη Baker είναι μια κύστη η οποία υπάρχει στο οπίσθιο μέρος του γόνατος (ιγνυακή κοιλότητα) και αποτελεί μια χαλάρωση του αρθρικού θυλάκου προς την περιοχή αυτή. Η κύστη συνήθως έχει μέσα αρθρικό υγρό. Το μόνο αρχικό σύμπτωμα μπορεί να είναι κυστικό οίδημα στην ιγνυακή χώρα με ήπιες ή και καθόλου ενοχλήσεις. Όταν αυξηθεί όμως το μέγεθος της διάτασης, υπάρχει μεγαλύτερη ενόχληση ιδιαίτερα στην πλήρη κάμψη ή έκταση του γόνατος. Η κύστη, γίνεται καλύτερα ορατή, όταν ο ασθενής είναι σε όρθια θέση και εξετάζεται από πίσω. Κάθε νόσημα της κατά γόνυ άρθρωσης, που προκαλεί συγκέντρωση αρθρικού υγρού στην άρθρωση, μπορεί να επιπλακεί με ιγνυακή κύστη. Μεταξύ της άρθρωσης του γόνατος και του ημιμεμβρανώδους γαστροκνημίου θυλάκου, που βρίσκεται κάτω από την έσω κεφαλή του γαστροκνημίου μυός, μπορεί να υπάρχει φυσιολογική επικοινωνία. Σε επικοινωνούσες με την άρθρωση κύστεις αναπτύσσεται βαλβιδικός μηχανισμός από την άρθρωση προς την κύστη, ο οποίος ενεργοποιείται από την πίεση της συλλογής αρθρικού υγρού μέσα στην άρθρωση. Σε μελέτη έχει φανεί ότι στο 40% του πληθυσμού υπάρχει επικοινωνία μεταξύ της άρθρωσης και του θυλάκου.
Η κύστη είναι πιο συχνή σε άνδρες ηλικίας 15-30 ετών, με συχνότερο αίτιο τις άμεσες κακώσεις του γόνατος, ενώ στους ενήλικες, πηγή της χρόνιας υμενίτιδας που παράγει το υγρό είναι οι φλεγμονώδεις και εκφυλιστικές αρθροπάθειες, όπως η οστεοαρθρίτιδα και η ρευματοειδής αρθρίτιδα.
Σχεδόν όλες οι ιγνυακές κύστεις είναι δευτερογενείς. Οι κύστεις αυτές είναι πολυπαραγοντικής αιτιολογίας αλλά γενικά θεωρούνται σαν το τελικό αποτέλεσμα συνυπάρχουσας ενδοαρθρικής παθολογίας του γόνατος. Έτσι συνδυάζονται συχνά με οστεοαρθρίτιδα, ρευματοειδή αρθρίτιδα, χόνδρινη βλάβη, μηνισκική ρήξη και ανεπάρκεια του πρόσθιου χιαστού συνδέσμου και σπανιότερα αποδίδονται σε υπέρχρηση, φλεγμονή, τράυμα ή και άλλες αιτίες όπως σπονδυλοαρθροπάθεια ή ουρική αρθρίτιδα. Αντίθετα στις λιγότερο συχνές πρωτογενείς ιγνυακές κύστεις παρατηρείται μία θυλακική προσεκβολή η οποία δεν επικοινωνεί με τον αρθρικό θύλακο του γόνατος
Συμπτώματα:
Οίδημα στο οπίσθιο τμήμα του γονάτου, ερυθρότητα που συνοδεύεται από πόνο στο υπόλοιπο γόνατο και πόδι.
Eπιδεινώνεται κατά την άσκηση ή κατά την κάμψη ή έκταση του γόνατος. Αυτά τα συμπτώματα συνοδεύονται με συμπτώματα της υποκείμενης νόσου (ρήξη μηνίσκου, ραγείς πρόσθιος χιαστός σύνδεσμος, εκφυλιστική αρθρίτιδα).
Στα παιδιά (σπάνια) η ιγνυακή κύστη είναι ασυμπτωματική και συνήθως παρατηρείται από το ίδιο το παιδί.
Ρήξη της ιγνυακής κύστης μπορεί να συμβεί ξαφνικά προκαλώντας έντονο πόνο και οίδημα στην γάμπα, αυτός ο συνδυασμός συμπτωμάτων έχει ονομασθεί «σύνδρομο ψευτοθρομβοφλεβίτιδος» διότι τα σημεία και τα συμπτώματα ταιριάζουν με την θρομβοφλεβίτιδα. Συνοδεύεται από αύξηση της θερμοκρασίας, ερυθρότητα και ευαισθησία στην οπίσθια επιφάνεια της κνήμης. Εντούτοις η ρήξη αυτή μπορεί να μη συνοδεύεται από ισχυρό πόνο αλλά μόνο από οίδημα της γαστροκνημίας και της ποδοκνημικής
Διάγνωση
Οι απλές ακτινογραφίες είναι αρνητικές. Η απεικόνιση ασβεστώσεων μέσα στον κυστικό σχηματισμό είναι ένδειξη υμενικού σαρκώματος ή αιμαγγειώματος.
Ένα φλεβικό υπερηχογράφημα Doppler είναι χρήσιμο για την διαφοροδιάγνωση της θρομβοφλεβίτιδας .
Η μαγνητική τομογραφία του γόνατος είναι χρήσιμη για την αξιολόγηση των ιγνυακών κύστεων. Στην μαγνητική τομογραφία διακρίνονται οι ιγνυακές κύστες, όπου μπορούν να διακριθούν από συμπαγείς βλάβες ή όγκους στην ιγνυακή κοιλότητα. Η μαγνητική τομογραφία θα επιβεβαιώσει την διάγνωση και θα αποκλείσει έναν όγκο μαλακών μορίων
Θεραπεία:
Στα παιδιά οι ιγνυακές κύστεις αποτελούν γενικώς καλοήθης ασυμπτωματικές παθήσεις και σπάνια σχετίζονται με παθολογία της άρθρωσης. Οι περισσότερες ιγνυακές κύστεις στα παιδιά αυτοϊώνται. Στους ασυμπτωματικούς ασθενείς στους οποίους η παθολογική αυτή κατάσταση διαπιστώνεται σε τυχαίο έλεγχο δεν απαιτείται κάποια θεραπευτική προσέγγιση.
Η αντιμετώπιση της υποκείμενης νόσου, όπως η αρθρίτιδα ή κάποιος τραυματισμός, συχνά αρκεί. Η ίδια η κύστη, η οποία δεν αφαιρείται χειρουργικά, επειδή συνήθως υποτροπιάζει, μπορεί να αδειάσει με τη βοήθεια του γιατρού, ενώ ο πάγος μπορεί να μειώσει σημαντικά το οίδημα.
Μερικές φορές γίνεται ένεση στεροειδών στην κύστη. Είναι ένα παροδικό μέτρο και η κύστη συνήθως επανεμφανίζεται, εκτός αν έχει αντιμετωπισθεί η ενδαρθρική παθολογία.
Αν όμως υπάρχει ενδαρθρική βλάβη η οποία προκαλεί μηχανικά συμπτώματα, με πόνο και επίμονο οίδημα, τότε η θεραπεία είναι χειρουργική. Αν η αρθροσκοπική παρέμβαση δεν αντιμετωπίζει τα συμπτώματα, τότε ενδείκνυται η ανοικτή εκτομή.
Ο μίσχος που οδηγεί από την άρθρωση στην κύστη ανευρίσκεται, συρράπτεται και αφαιρείται η κύστη. Συνήθως όμως η αντιμετώπιση της ενδαρθρικής βλάβης οδηγεί στην εξάλειψη της ιγνυακής κύστης.
Η θεραπευτική αντιμετώπιση της ρήξεως η οποία υποδύεται εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση περιλαμβάνει την συμπτωματική αγωγή με κατάκλιση, τη βάδιση με βακτηρίες για αποφυγή φόρτισης του σκέλους και τη χορήγηση με στεροειδούς αντιφλεγμονώδους αγωγής. Η χορήγηση αντιπηκτικής αγωγής αντεδείκνυται γιατί μπορεί να προκαλέσει αιμάτωμα στην γαστροκνημία και συρικνώσεις μυών.
Στα παιδιά (σπάνια) η ιγνυακή κύστη είναι ασυμπτωματική και συνήθως παρατηρείται από το ίδιο το παιδί.
Ρήξη της ιγνυακής κύστης μπορεί να συμβεί ξαφνικά προκαλώντας έντονο πόνο και οίδημα στην γάμπα, αυτός ο συνδυασμός συμπτωμάτων έχει ονομασθεί «σύνδρομο ψευτοθρομβοφλεβίτιδος» διότι τα σημεία και τα συμπτώματα ταιριάζουν με την θρομβοφλεβίτιδα. Συνοδεύεται από αύξηση της θερμοκρασίας, ερυθρότητα και ευαισθησία στην οπίσθια επιφάνεια της κνήμης. Εντούτοις η ρήξη αυτή μπορεί να μη συνοδεύεται από ισχυρό πόνο αλλά μόνο από οίδημα της γαστροκνημίας και της ποδοκνημικής
Διάγνωση
Οι απλές ακτινογραφίες είναι αρνητικές. Η απεικόνιση ασβεστώσεων μέσα στον κυστικό σχηματισμό είναι ένδειξη υμενικού σαρκώματος ή αιμαγγειώματος.
Ένα φλεβικό υπερηχογράφημα Doppler είναι χρήσιμο για την διαφοροδιάγνωση της θρομβοφλεβίτιδας .
Η μαγνητική τομογραφία του γόνατος είναι χρήσιμη για την αξιολόγηση των ιγνυακών κύστεων. Στην μαγνητική τομογραφία διακρίνονται οι ιγνυακές κύστες, όπου μπορούν να διακριθούν από συμπαγείς βλάβες ή όγκους στην ιγνυακή κοιλότητα. Η μαγνητική τομογραφία θα επιβεβαιώσει την διάγνωση και θα αποκλείσει έναν όγκο μαλακών μορίων
Θεραπεία:
Στα παιδιά οι ιγνυακές κύστεις αποτελούν γενικώς καλοήθης ασυμπτωματικές παθήσεις και σπάνια σχετίζονται με παθολογία της άρθρωσης. Οι περισσότερες ιγνυακές κύστεις στα παιδιά αυτοϊώνται. Στους ασυμπτωματικούς ασθενείς στους οποίους η παθολογική αυτή κατάσταση διαπιστώνεται σε τυχαίο έλεγχο δεν απαιτείται κάποια θεραπευτική προσέγγιση.
Η αντιμετώπιση της υποκείμενης νόσου, όπως η αρθρίτιδα ή κάποιος τραυματισμός, συχνά αρκεί. Η ίδια η κύστη, η οποία δεν αφαιρείται χειρουργικά, επειδή συνήθως υποτροπιάζει, μπορεί να αδειάσει με τη βοήθεια του γιατρού, ενώ ο πάγος μπορεί να μειώσει σημαντικά το οίδημα.
Μερικές φορές γίνεται ένεση στεροειδών στην κύστη. Είναι ένα παροδικό μέτρο και η κύστη συνήθως επανεμφανίζεται, εκτός αν έχει αντιμετωπισθεί η ενδαρθρική παθολογία.
Αν όμως υπάρχει ενδαρθρική βλάβη η οποία προκαλεί μηχανικά συμπτώματα, με πόνο και επίμονο οίδημα, τότε η θεραπεία είναι χειρουργική. Αν η αρθροσκοπική παρέμβαση δεν αντιμετωπίζει τα συμπτώματα, τότε ενδείκνυται η ανοικτή εκτομή.
Ο μίσχος που οδηγεί από την άρθρωση στην κύστη ανευρίσκεται, συρράπτεται και αφαιρείται η κύστη. Συνήθως όμως η αντιμετώπιση της ενδαρθρικής βλάβης οδηγεί στην εξάλειψη της ιγνυακής κύστης.
Η θεραπευτική αντιμετώπιση της ρήξεως η οποία υποδύεται εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση περιλαμβάνει την συμπτωματική αγωγή με κατάκλιση, τη βάδιση με βακτηρίες για αποφυγή φόρτισης του σκέλους και τη χορήγηση με στεροειδούς αντιφλεγμονώδους αγωγής. Η χορήγηση αντιπηκτικής αγωγής αντεδείκνυται γιατί μπορεί να προκαλέσει αιμάτωμα στην γαστροκνημία και συρικνώσεις μυών.
Διαβάστε επίσης