της Κλεοπάτρας Ζουμπουρλή, μοριακής βιολόγου, medlabnews.gr iatrikanea
Η φερριτίνη αποτελεί την κύρια ουσία στην οποία αποθηκεύεται ο σίδηρος. Η Φερριτίνη (Ferritin) είναι μια πρωτεΐνη που δεσμεύει τον σίδηρο και λειτουργεί στον οργανισμό σαν αποθήκη σιδήρου.
Αποτελείται από πρωτεϊνικό κέλυφος, την αποφερριτίνη MB 445.000, που περιέχει διαφορετικές ποσότητες σιδήρου υπό μορφή συμπλέγματος οξυυδροξειδίου του σιδήρου. Η φερριτίνη ανευρίσκεται σχεδόν σ’ όλους τους ιστούς του σώματος ιδιαίτερα όμως στα ηπατοκύτταρα και στα κύτταρα του δικτυοενδοθηλιακού συστήματος, όπου χρησιμεύει ως αποθήκη σιδήρου.
Τα χαμηλά επίπεδα υποδεικνύουν φυσιολογική παθολογία, η ένδειξη <300 mcg/L είναι εντός των ορίων του φυσιολογικού ορίου για έναν άνδρα, ενώ η ένδειξη <150 mcg/L είναι εντός του φυσιολογικού ορίου για μια γυναίκα σε περίοδο εμμηνόρροιας.
Τα συνεχώς υψηλά επίπεδα υποδεικνύουν υψηλό φορτίο σιδήρου (φεριτίνη σιδήρου >1000 mcg/L).
Η φερριτίνη αποτελεί την κύρια ουσία στην οποία αποθηκεύεται ο σίδηρος. Η Φερριτίνη (Ferritin) είναι μια πρωτεΐνη που δεσμεύει τον σίδηρο και λειτουργεί στον οργανισμό σαν αποθήκη σιδήρου.
Τα 2/3 περίπου του αποθηκευμένου σιδήρου είναι συνδεδεμένα με τη Φερριτίνη, ενώ το υπόλοιπο 1/3 περιέχεται στην αιμοσιδηρίνη.
Η φερριτίνη σχηματίζεται στο δικτυοενδοθηλιακό σύστημα.
Η φερριτίνη του ορού περιέχει 20-25% σίδηρο.
Η πρόσληψη σιδήρου από τη φερριτίνη γίνεται μετά την οξείδωση του Fe2+ σε Fe3+ και η απελευθέρωση του σιδήρου από τη φερριτίνη γίνεται μετά την αναγωγή του Fe3+ σε Fe2+. Έτσι, η φερριτίνη αποτελεί όχι μόνο πολύ αποτελεσματική παγίδα σιδήρου, αλλά και εύκολη διαθέσιμη πηγή σιδήρου για μεταβολικές ανάγκες.
Η πρόσληψη σιδήρου από τη φερριτίνη γίνεται μετά την οξείδωση του Fe2+ σε Fe3+ και η απελευθέρωση του σιδήρου από τη φερριτίνη γίνεται μετά την αναγωγή του Fe3+ σε Fe2+. Έτσι, η φερριτίνη αποτελεί όχι μόνο πολύ αποτελεσματική παγίδα σιδήρου, αλλά και εύκολη διαθέσιμη πηγή σιδήρου για μεταβολικές ανάγκες.
Η συγκέντρωση Φερριτίνης στον ορό, τόσο σε υγιή άτομα όσο και σε άτομα με έλλειψη ή πλεόνασμα σιδήρου, σχετίζεται άμεσα με την ποσότητα του αποθηκευμένου σιδήρου στο δικτυοενδοθηλιακό σύστημα. Έτσι, η χαμηλή συγκέντρωση Φερριτίνης στον ορό είναι πάντα ενδεικτική της έλλειψης σιδήρου στον οργανισμό, ενώ ψηλή συγκέντρωση Φερριτίνης μπορεί να οφείλεται σε διάφορες αιτίες, όπως υπερβολική λήψη σιδήρου, ηπατική νόσος, χρόνιες παθήσεις, νεοπλασίες αίματος, λευχαιμία, νόσος Hodgkin’s κ.λ.π.
Η σιδηροπενική αναιμία είναι μια συνήθης ασθένεια η οποία μπορεί να προκληθεί από ανεπαρκή πρόσληψη σιδήρου, εγκυμοσύνη, αιμοκάθαρση ή αιμοδοσία.
Στις βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες η σιδηροπενική αναιμία αποτελεί το συχνότερο πρόβλημα λόγω διαιτητικών εφαρμογών.
Τα υψηλά επίπεδα φερριτίνης ενδεχομένως να είναι ένδειξη σοβαρότερης νόσησης στην περίπτωση που ο ασθενής έχει προσβληθεί από τη νόσο COVID-19 που προκαλεί ο νέος κοροναϊός SARS-CoV-2. Όταν ενεργοποιηθούν τα μακροφάγα αρχίζουν να εκκρίνουν κυτταροκίνες, ειδικά σηματοδοτικά μόρια που διαμεσολαβούν και ρυθμίζουν την ανοσία. Σε χαμηλές συγκεντρώσεις, βοηθούν τον οργανισμό να προστατευθεί από ιούς και βακτήρια. Σε υψηλά επίπεδα, την λεγόμενη «καταιγίδα κυτταροκινών», μπορεί να είναι θανατηφόρα για το 50% των ασθενών και ειδικά όταν πρόκειται για ηλικιωμένους. Άρα η υπερφερριτιναιμία σωστά έχει σχετιστεί με αυξημένο κίνδυνο για μεγαλύτερη νοσηρότητα και ανεπιθύμητο τελικό αποτέλεσμα. Κι αυτό αφορά και στη νόσο COVID-19.
Ο καθορισμός της συγκέντρωσης της Φερριτίνης στον οργανισμό, αποτελεί μία αξιόπιστη, ευαίσθητη και εξειδικευμένη μέτρηση για την έγκαιρη ανίχνευση της σιδηροπενικής αναιμίας στα αρχικά της στάδια, επειδή η πρώτη αντίδραση του οργανισμού στη μείωση των αποθεμάτων σιδήρου γίνεται με την πτώση των επιπέδων της Φερριτίνης.
Συνεπώς η ανίχνευση ανεπαρκών επιπέδων Φερριτίνης καθιστά δυνατή την αναμενόμενη θεραπεία.
Επιπλέον, η υπερβολική ποσότητα σιδήρου είναι χαρακτηριστικό ασθενειών όπως η μεσογειακή αναιμία και η σιδηροβλαστική αναιμία και επομένως η μέτρηση των επιπέδων της Φερριτίνης συμβάλλει στη διάγνωση και στην παρακολούθηση του ασθενή.
Η αύξηση της φερριτίνης που παρατηρείται σε οξείες λοιμώξεις (απάντηση οξείας φάσεως) είναι δυνατόν να επισκιάσει τις πραγματικά χαμηλές τιμές φερριτίνης. Ο προσδιορισμός φερριτίνης είναι κλινικά χρήσιμος στη διάκριση ανάμεσα στη σιδηροπενική αναιμία, όπου τα επίπεδα φερριτίνης είναι ελαττωμένα και της «αναιμίας των χρόνιων νοσημάτων» όπου τα επίπεδα φερριτίνης είναι συνήθως φυσιολογικά ή αυξημένα.
Η φερριτίνη του ορού χρησιμοποιείται ακόμη στο διαχωρισμό της ερυθροκυτταρικής μικροκυττάρωσης που οφείλεται σε έλλειψη σιδήρου (χαμηλές τιμές) από τη μικροκυττάρωση που εμφανίζεται στους ετεροζυγώτες μεσογειακής αναιμίας (φυσιολογικές ή υψηλές τιμές).
Η φερριτίνη του ορού χρησιμοποιείται ακόμη στο διαχωρισμό της ερυθροκυτταρικής μικροκυττάρωσης που οφείλεται σε έλλειψη σιδήρου (χαμηλές τιμές) από τη μικροκυττάρωση που εμφανίζεται στους ετεροζυγώτες μεσογειακής αναιμίας (φυσιολογικές ή υψηλές τιμές).
Τα συνεχώς υψηλά επίπεδα υποδεικνύουν υψηλό φορτίο σιδήρου (φεριτίνη σιδήρου >1000 mcg/L).