MEDLABNEWS.GR / IATRIKA NEA

Responsive Ad Slot

Πότε πρέπει να λαμβάνεται αντιπηκτική αγωγή; Ποια είναι τα αντιπηκτικά φάρμακα, οι αντιθρομβωτικές ουσίες; Tι πρέπει να προσέχουμε;


Η χορήγηση αντιπηκτικής αγωγής είναι ο βασικός τρόπος αντιμετώπισης θρομβωτικών επεισοδίων για να μην επεκταθεί ο ήδη σχηματισμένος θρόμβος και να μην σχηματιστεί νέος θρόμβος ή για να προλάβουμε την πνευμονική εμβολή.

Αντιθρομβωτικές ουσίες (αντιπηκτική αγωγή) λαμβάνουν ασθενείς 

  • με οξεία ή χρόνια εν τω βάθει φλεβοθρόμβωση,
  • με πνευμονική εμβολή,
  • με περιφερική αρτηριακή θρομβοεμβολή,
  • με κολπική μαρμαρυγή,
  • με κληρονομική θρομβοφιλία και
  • ασθενείς με μεταλλική βαλβίδα.

Ποια είναι η φυσιολογική διαδικασία της πήξης του αίματος;

Ο οργανισμός έχει τη δυνατότητα να ενεργοποιεί τη διαδικασία της πήξης του αίματος σε περιπτώσεις τραύματος ή άλλης κάκωσης. Στη διαδικασία αυτή συμμετέχουν πολλαπλοί παράγοντες πήξης, οι οποίοι παράγονται από το ήπαρ (συκώτι). Με τον τρόπο αυτό παράγει θρόμβους που αποφράσσουν το τραυματισμένο αγγείο, προλαμβάνοντας έτσι την απώλεια αίματος. Όμως σε ορισμένες παθολογικές καταστάσεις μπορεί να ενεργοποιηθεί ο μηχανισμός πήξης και να σχηματίσει μικρούς θρόμβους οι οποίοι εισέρχονται στην κυκλοφορία του αίματος, προκαλώντας ελάττωση ή και πλήρη διακοπή της αιμάτωσης ορισμένων οργάνων. Έτσι μπορούν να προκαλέσουν αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια, όταν οι θρόμβοι αποφράσσουν αγγεία που αιματώνουν τον εγκέφαλο, έμφραγμα του μυοκαρδίου (απόφραξη στα στεφανιαία αγγεία), πνευμονική εμβολή (απόφραξη των πνευμονικών αρτηριών), φλεβική θρόμβωση κάτω άκρων (απόφραξη των φλεβών).

Τι είναι αντιπηκτική αγωγή;

Η χορήγηση φαρμάκων με τα οποία μειώνουμε την πηκτική ικανότητα του αίματος με σκοπό την ελάττωση της πιθανότητας δημιουργίας θρόμβου. Αυτό επιτυγχάνεται με την χορήγηση αντιαιμοπεταλιακών, κουμαρινικών η τύπου ηπαρίνης αντιπηκτικά.



Αντιαιμοπεταλιακά

Ο κυριότερος εκπρόσωπος είναι το ακετυλοσαλικυλικό οξύ ή ασπιρίνη

Το ακετυλοσαλικυλικό οξύ σε μικρές δόσεις αναστέλλει το σχηματισμό λευκού θρόμβου, αλλά σε μεγάλες μπορεί να τον ευοδώνει.
Η κύρια ανεπιθύμητη ενέργειά του είναι η γαστρορραγία, γι' αυτό αντενδείκνυται σε ασθενείς με ιστορικό γαστρορραγίας ή έλκους στο ανώτερο πεπτικό σύστημα.
Χορηγείται σε δόση 75-300 mg ημερησίως σε στεφανιαία νόσο αλλά και όπου υπάρχει ανάγκη αντιπηκτικής κλασσικής αντιπηκτικής αγωγής και δεν μπορεί να εφαρμοσθεί (π.χ. κολπική μαρμαρυγή, θρομβοφλεβίτιδα, τεχνητές βαλβίδες, κ.λπ. σε ασθενείς πολύ μεγάλης ηλικίας ή με αιμορραγική διάθεση ή με περικαρδίτιδα κ.λπ.

Ηπαρίνη

Χορηγούνται συνήθως ενδονοσοκομειακά για οξείες καταστάσεις και μικρό χρονικό διάστημα.
Η ηπαρίνη δίνεται ενδοφλέβια ή υποδόρια (με ειδικό τρόπο στον κοιλιακό υποδόριο ιστό, για να μη σχηματισθεί αιμάτωμα) σε δόση που κυμαίνεται πολύ.
Δίνονται 5000 μονάδες ημερησίως για πρόληψη θρομβοφλεβίτιδας.
Αν έχει σχηματισθεί θρόμβος, χορηγούνται 20-30000 ημερησίως, κατανεμημένες σε 6 ημερήσιες δόσεις ή σε συνεχή στάγδην έγχυση, έτσι που ο χρόνος πήξης να διατηρείται διπλάσιος από εκείνον που είχε ο άρρωστος, πριν χορηγηθεί η ηπαρίνη.
Σε δόση ως 50.000 μονάδες το πρώτο 24ωρο, μπορεί να χορηγηθεί, αν έχει συμβεί ήδη πνευμονική εμβολή.
Η δράση της ηπαρίνης αναστέλλεται με ενδοφλέβια πρωταμίνη σε δόση 1mg/100 μονάδες ηπαρίνης που είναι να εξουδετερωθεί.

Κουμαρινικά

Τα κουμαρινικά είναι ποικιλία αντιπηκτικών που χορηγούνται από το στόμα για καταστάσεις που χρήζουν μακροχρόνια αγωγή.
Ο χρόνος προθρομβίνης μετριέται καθημερινά αρχικά, σε αραιότερα διαστήματα κατόπιν και, όταν έχει επιτευχθεί ο επιθυμητός χρόνος προθρομβίνης σε αλλεπάλληλες εξετάσεις, κάθε μήνα.
Τα πιο κοινά κουμαρινικά είναι η ουαρφαρίνη (συνήθως 1-10 mg/ημ.) και η ασενοκουμαρόλη (συνήθως 1-8 mg/ημ.).
Αν εμφανισθεί αιμορραγία, συνήθως αρκεί η διακοπή του φαρμάκου.
Αν χρειασθεί, μπορεί να δοθεί παρεντερικά βιταμίνη Κ (5-20 mg) σαν αντίδοτο.
Η δράση των κουμαρινικών ενισχύεται από πολλά φάρμακα, όπως είναι το ακετυλοσαλικυλικό οξύ και άλλα αντιφλεγμονώδη, διάφορα βιοθεραπευτικά και χημειοθεραπευτικά, ορισμένα αντιλιπιδαιμικά κ.λ.π.
Σε οξείες καταστάσεις η αγωγή αρχίζει συνήθως με ηπαρίνη και συνεχίζεται σε 3-4 ημέρες με κουμαρινικά.
Για προληπτικούς σκοπούς, η αγωγή μπορεί να αρχίσει απευθείας με κουμαρινικά.

Στην Ελλάδα τα δύο σκευάσματα που κυκλοφορούν είναι το Sintrom και το Panwarfin. Ο κάθε ασθενής έχει διαφορετική απόκριση στην αγωγή και έτσι η δόση του φαρμάκου καθορίζεται μετρώντας ανά τακτικά χρονικά διαστήματα (μια φορά το μήνα ή και συχνότερα) τον χρόνο πήξης του αίματός του (μέτρηση INR) και προσαρμόζοντας ανάλογα τη δόση. Δυστυχώς, αυτή η διαδικασία είναι αρκετά ενοχλητική για τον ασθενή, γιατί πρέπει να υποβάλλεται σε αιματολογικό έλεγχο κάθε μήνα. Επίσης, επειδή τα αντιπηκτικά αυτά επηρεάζονται από τροφές και από άλλα φάρμακα έχουμε συχνά απορρύθμιση της αντιπηκτικής δράσης είτε με πολύ υψηλά επίπεδα (INR πάνω από 3.0) και κίνδυνο αιμορραγίας, είτε με πολύ χαμηλά επίπεδα (INR κάτω από 2.0) και κίνδυνο θρόμβωσης.

Πώς ρυθμίζεται η από του στόματος αντιπηκτική αγωγή;


Δεν υπάρχει σταθερή δοσολογία των αντιπηκτικών, καθώς το αποτέλεσμα τους διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο και επηρεάζεται από πολλούς εξωγενείς παράγοντες (ταυτόχρονη λήψη φαρμάκων, διατροφή κ.α.). Πάντα η χορήγηση των αντιπηκτικών θα πρέπει να γίνεται από τον θεράποντα ιατρό, μετά τη λήψη ιστορικού και κάτω από στενή παρακολούθηση. Στην αρχή γίνεται έναρξη με υψηλότερη δόση (ολόκληρο δισκίο για 2 με 3 ημέρες) και στην συνέχεια τιτλοποιείται η δόση για τον κάθε ασθενή.
Αρχικά πρέπει να υπάρχει τακτική παρακολούθηση του INR (κάθε 3 ημέρες), ενώ μετά την σταθεροποίηση της δόσης η μέτρηση του INR θα γίνεται λιγότερο συχνά ανά μήνα. Ο κάθε ασθενής θα πρέπει να φέρει την ατομική του κάρτα, με τα στοιχεία του, τον στόχο του INR και τη δοσολογία ανά ημέρα και τις τελευταίες τιμές του INR, ώστε να υπάρχει αρχείο και να γίνεται καλύτερη παρακολούθηση.
Με τον τακτικό ανά 15-30 ημέρες έλεγχο του χρόνου προθρομβίνης η καλλίτερα του INR. Η τιμή του πρέπει να βρίσκεται μέσα σε κάποια πλαίσια που εξαρτώνται από την πάθηση, για την οποία δίδεται η αντιπηκτική αγωγή.
Όσο πιο μεγάλη η τιμή του INR τόσο πιο μεγαλύτερο είναι το αντιπηκτικό αποτέλεσμα αλλά παράλληλα και μεγαλύτερος ο κίνδυνος αιμορραγίας. Γι' αυτό πρέπει να ακολουθούνται αυστηρά οι οδηγίες του γιατρού. 
Μεγάλη προσοχή πρέπει να δίδεται στο καθημερινό διαιτολόγιο γιατί όπως φαίνεται υπάρχουν τροφές που επηρεάζουν το ΙΝR Eπίσης το INR επηρεάζεται από το αλκοόλ και το κάπνισμα.

Τα νεότερα αντιπηκτικά φάρμακα

Πρόσφατα, η σύγχρονη φαρμακολογία κατασκεύασε αντιπηκτικά φάρμακα που δρουν στο μηχανισμό της πήξης του αίματος, αλλά ανεξάρτητα από τη βιταμίνη Κ. Τα φάρμακα αυτά έχουν το πλεονέκτημα να επιτυγχάνουν σταθερό αντιπηκτικό αποτέλεσμα, που δεν επηρεάζεται από άλλα φάρμακα ή τροφές και κυρίως χωρίς την ανάγκη εργαστηριακής παρακολούθησης.
Υπάρχουν τρία τέτοια φάρμακα σε στάδιο κλινικής χρήσης: το dabigatran (Pradaxa) της Boheringer Ingellheim, το rivaroxaban (Xarelto) της Bayer, και το apixaban (Eliquis) της Pfizer και της Bristol Myers Squibb. Ήδη, το πρώτο έχει λάβει ένδειξη για χορήγηση στην κολπική μαρμαρυγή, ενώ σύντομα θα ακολουθήσουν και τα άλλα δύο. Και τα τρία έχουν συγκριθεί με την κλασική αντιπηκτική θεραπεία σε ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή και τα αποτελέσματα ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντικά.
Φαίνεται πως τα νέα φάρμακα είναι εξίσου αποτελεσματικά ή και περισσότερο αποτελεσματικά από την κλασική αντιπηκτική αγωγή όσον αφορά στην πρόληψη των αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων. Επιπλέον, τα νέα φάρμακα έχουν μικρότερο αιμορραγικό κίνδυνο από την κλασική θεραπεία. Αυτά τα ευρήματα σε συνδυασμό με την ευκολία χορήγησης χωρίς ανάγκη εργαστηριακού ελέγχου τα κάνουν ιδιαίτερα δημοφιλή σε ιατρούς και ασθενείς.

Τα σημεία προσοχής

Υπάρχουν όμως και μειονεκτήματα. Το σταθερό αντιπηκτικό αποτέλεσμα βασίζεται στη σταθερή λήψη των δισκίων χωρίς παράλειψη δόσεων. Τα νέα αυτά φάρμακα δεν έχουν αντίδοτο σε περίπτωση αιμορραγίας, αν και η δράση τους παρέρχεται γρήγορα με τη διακοπή τους. Επίσης, τα νέα φάρμακα δεν έχουν δοκιμαστεί και η χρήση τους δεν επιτρέπεται ακόμα σε ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή και βαλβιδοπάθεια ή μηχανική βαλβίδα. Τέλος, το κύριο μειονέκτημα είναι το μεγάλο κόστος, αν και αναμένεται μείωση της τιμής, καθώς θα υπάρξει ανταγωνισμός από τις τρεις φαρμακευτικές εταιρείες.
Τα νέα φάρμακα είναι ιδανικά για ασθενείς στους οποίους έχει αποδειχθεί δύσκολη ή ακατόρθωτη η καλή ρύθμιση του INR με την κλασική αγωγή, για ασθενείς που δεν έχουν πρόσβαση σε εργαστήριο, όπως οι κάτοικοι απομακρυσμένων περιοχών, και για ασθενείς που με την κλασική αγωγή είχαν αιμορραγία. Ασθενείς με άριστη ρύθμιση του INR με την κλασική αγωγή ενδεχομένως να έχουν μικρότερο όφελος από την αλλαγή της θεραπείας τους στα νέα φάρμακα. Σε κάθε περίπτωση, ο υπεύθυνος ιατρός θα κρίνει ποια αγωγή είναι η καλύτερη και ασφαλέστερη για το συγκεκριμένο ασθενή. Με τη συσσώρευση μεγαλύτερης εμπειρίας από τη χρήση των νέων φαρμάκων θα μπορούμε να ξέρουμε σε λίγα χρόνια αν τα κλασικά αντιπηκτικά φάρμακα που χρησιμοποιούνται εδώ και 50 έτη θα είναι πλέον παρελθόν.

Ποιες είναι οι αντενδείξεις χορήγησης αντιπηκτικών;

Πριν την έναρξη της χορήγησης αντιπηκτικών θα πρέπει να λαμβάνεται αναλυτικό ιστορικό, τόσο για την ύπαρξη άλλων νοσημάτων, τη λήψη άλλων φαρμάκων, αλλά και για τις διατροφικές συνήθειες του ασθενούς. Υπάρχουν αντενδείξεις στην χορήγηση αντιπηκτικών, όπως η γνωστή αλλεργία σε κουμαρινικά αντιπηκτικά, η κύηση (τερατογόνος δράση), η θρομβοπενία (χαμηλός αριθμός αιμοπεταλίων), η αιμορροφιλία και η αιμορραγική διάθεση, η εγκεφαλική αιμορραγία, το ενεργό πεπτικό έλκος, η σοβαρή μη ελεγχόμενη υπέρταση, η ανεπάρκεια της βιταμίνης Κ, η ηπατική και η νεφρική ανεπάρκεια, άμεσα μετά από επεμβάσεις στον εγκέφαλο, ενδοκοιλιακές επεμβάσεις κ.α., τα νεοπλάσματα που προδιαθέτουν σε αιμορραγία.
Επίσης ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίνεται στους ηλικιωμένους και σε άτομα με κινητικά προβλήματα, που εμφανίζουν συχνές πτώσεις, καθώς η αντιπηκτική αγωγή μπορεί να οδηγήσει στην εμφάνιση εγκεφαλικού αιματώματος.

Διαβάστε επίσης

Θρομβοφλεβίτιδα η εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση. Τι πρέπει να κάνετε; Πώς μπορεί να προληφθεί;

εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση

του Ξενοφώντα Τσούκαλη,  M.D., medlabnews.gr iatrikanea


Η εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση των κάτω άκρων ορίζεται ως ο σχηματισμός ενός θρόμβου αίματος σε μια φλέβα του εν τω βάθει συστήματος. Η «βαθιά» φλεβική θρόμβωση ή θρομβοφλεβίτιδα είναι μια εν δυνάμει σοβαρή ασθένεια καθώς μπορεί να ευθύνεται για μια μείζονα επιπλοκή, την πνευμονική εμβολή.

Αν δημιουργηθεί θρόμβος στο πόδι σας, ενδέχεται να επηρεάσει την κυκλοφορία του αίματος και να προκαλέσει έντονο πόνο και πρήξιμο. Ενδέχεται να προκαλέσει μόνιμη ζημία στο πόδι σας.
Αν δημιουργηθεί θρόμβος, μπορεί να μετακινηθεί τμήμα του μέσω των φλεβών προς τους πνεύμονές και να φράξει την παροχή αίματος. Χωρίς αίμα, οι πνεύμονές δεν μπορούν να τροφοδοτήσουν με οξυγόνο το υπόλοιπο σώμα. Αυτό θα προκαλέσει δύσπνοια, ή σε σπάνιες περιπτώσεις, θάνατο.

Η θρόμβωση αφορά κυρίως το εν τω βάθει φλεβικό δίκτυο και είναι δυνατόν να εμφανιστεί σε οποιονδήποτε ασθενή που παραμένει στο κρεβάτι για μέρες, ή ακόμα και σε ασθενή που υπέστη ένα απλό κάταγμα, ή υπεβλήθη σε μικρής ή μεγάλης βαρύτητας χειρουργική επέμβαση. Σε παραμελημένες μορφές είναι δυνατόν να εξελιχτεί σε θρόμβωση και του επιπολής φλεβικού δικτύου, να επηρεάσει ακόμη και το αρτηριακό δίκτυο και να οδηγήσει σε γάγγραινα του ποδιού και νέκρωση.
Η εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση μπορεί να μην προκαλέσει καθόλου συμπτώματα και να μην γίνει αντιληπτή από τον ασθενή, αλλά μπορεί να οδηγήσει σε μόνιμη βλάβη στο πόδι, γνωστή και ως μεταθρομβωτικό σύνδρομο, σε χρόνια φλεβική ανεπάρκεια ή σε δυνητικά θανατηφόρο πνευμονική εμβολή. 



Το κύριο σύμπτωμα είναι το οίδημα του μέλους που μπορεί να συνδυάζεται και με δυνατό πόνο. Άλλες εκδηλώσεις είναι η ερυθρότητα, η γενικότερη αίσθηση δυσφορίας του μέλους, και σπανιότερα ο πυρετός. 

Τα συμπτώματα αυτά λαμβάνονται σοβαρά υπ΄ όψιν, στους ασθενείς με αυξημένους προδιαθεσικούς παράγοντες. Στις παραμελημένες περιπτώσεις παρατηρείται μεγάλο οίδημα του σκέλους, κυάνωση, φυσαλίδες και εκτεταμένες νεκρώσεις του δέρματος.
Η πνευμονική εμβολή εμφανίζεται κυρίως με δύσπνοια και πλευριτικό άλγος. Σπανιότερα εμφανίζεται βήχας, αιμόπτυση και εφίδρωση. Η απώλεια αισθήσεων, αποτελεί βαριά εκδήλωση της νόσου. Θα πρέπει να σημειωθεί και η πιθανότητα πνευμονικής εμβολής, χωρίς κλινική σημειολογία, που είναι σαφώς καλύτερης πρόγνωσης, αλλά και ταυτόχρονα είναι και ύπουλη, καθώς μπορεί να εξελιχθεί, αθόρυβα, σε βαριά μορφή.

Οι θεραπείες θα μειώσουν κατά τα δύο τρίτα τον κίνδυνο δημιουργίας θρόμβων.


Ο ακόλουθος κατάλογος παρουσιάζει τους κύριους παράγοντες που σας θέτουν σε κίνδυνο εν τω βάθει φλεβικής θρόμβωσης και πνευμονικής εμβολής ενώ βρίσκεστε στο νοσοκομείο:
  • σοβαρή κάκωση (φυσικός τραυματισμός)
  • εντατική φροντίδα
  • μετατόπιση γονάτου ή ισχίου
  • παρατεταμένη εγχείρηση
  • εμβολή
  • καρδιακή ανεπάρκεια
  • καρκίνος
  • οξεία πνευμονοπάθεια
  • οξεία λοίμωξη ή φλεγμονή
  • αντιμετώπιση εν τω βάθει φλεβικής θρόμβωσης στο παρελθόν


Τι πρέπει να κάνετε
Πρέπει να βοηθήσετε την ομάδα νοσηλείας να μειώσει τον κίνδυνο δημιουργίας θρόμβου.
Ενώ βρίσκεστε στο νοσοκομείο θα πρέπει:
1. να βεβαιωθείτε ότι λαμβάνετε οποιαδήποτε χάπια ή ενέσεις, που σας έχει συνταγογραφήσει ο γιατρός σας για τη μείωση του κινδύνου
2. να φοράτε τις αντιθρομβωτικές κάλτσες
3. να αποφεύγετε να κάθεστε ή να ξαπλώνετε στο κρεβάτι για πολύ ώρα
4. να περπατάτε όσο συχνά σας συνέστησε ο γιατρός.
Προτού εξέλθετε από το νοσοκομείο, ρωτήστε το γιατρό τι πρέπει να κάνετε όταν βρίσκεστε πλέον στο σπίτι. 

Ενημερωθείτε:
  • για πόσο διάστημα θα πρέπει να φοράτε τις αντιθρομβωτικές κάλτσες 
  • αν θα πρέπει να λάβετε φαρμακευτική αγωγή 
  • για τη φυσική άσκηση που θα πρέπει να ακολουθήσετε 
  • άν θα πρέπει να αποφεύγετε το αλκοόλ 
  • για ό,τι άλλο θα πρέπει να κάνετε εσείς και η οικογένειά σας ώστε να μειώσετε τον κίνδυνο δημιουργίας θρόμβου

Τι να προσέξετε κατά την νοσηλείας σας

Αν παρατηρήσετε οποιοδήποτε από τα ακόλουθα συμπτώματα ενώ βρίσκεστε στο νοσοκομείο, καλέστε αμέσως για βοήθεια. Μετά την εισαγωγή σας στο νοσοκομείο, θα αξιολογηθεί ο κίνδυνος δημιουργίας θρόμβων στα πόδια ή τους πνεύμονές σας.
Το επίπεδο επικινδυνότητας εξαρτάται από:
  • πόνο ή πρήξιμο στα πόδια
  • πόνο στους πνεύμονες ή το στήθος 
  • δύσπνοια.
Αν παρατηρήσετε οποιοδήποτε από αυτά τα συμπτώματα μετά την έξοδό σας από το νοσοκομείο, τηλεφωνήστε αμέσως στο γιατρό σας ή μεταβείτε απευθείας στο τμήμα Επειγόντων Περιστατικών οποιουδήποτε νοσοκομείου.

Πώς μπορεί να προληφθεί η Θρομβοφλεβίτιδα;

Γενικά, συνιστάται η κατά το δυνατόν αποφυγή παρατεταμένων χρονικών διαστημάτων ακινησίας.
Κατά τη διάρκεια ενός πολύωρου αεροπορικού ταξιδιού, συνιστάται καλή ενυδάτωση, αποφυγή κατανάλωσης αλκοόλ και άσκηση των ποδιών, είτε με μυϊκή σύσπαση των μυών της γάμπας είτε με περπάτημα στο διάδρομο του αεροπλάνου, κάθε 30 λεπτά.
Στους υπέρβαρους ασθενείς, συνίσταται η απώλεια βάρους, καθώς η παχυσαρκία αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση εν τω βάθει φλεβικής θρόμβωσης. Το σημαντικότερο είναι να ελέγχονται οι παράγοντες κινδύνου έτσι ώστε να αξιολογείται σωστά ο ασθενής και να χορηγείται η κατάλληλη αγωγή προφύλαξης.

    Διαβάστε επίσης 

    Νέο καινοτόμο φάρμακο της Novartis για την Χρόνια Μυελογενή Λευχαιμία ΧΜΛ

    Χρόνια Μυελογενής λευχαιμία: Θετική γνωμοδότηση για το asciminib, το νέο καινοτόμο φάρμακο της Novartis

    επιμέλεια medlabnews.gr iatrikanea

    Η Χρόνια Μυελογενής Λευχαιμία είναι μία αιματολογική κακοήθεια με την οποία εκτιμάται  ότι διαγιγνώσκονται περισσότεροι από 6.300 άνθρωποι κάθε χρόνο στην Ευρώπη. Οι θεραπείες για τη νόσο έχουν εξελιχθεί την τελευταία 20ετία ωστόσο πολλοί ασθενείς παρουσιάζουν  ανεπιθύμητες ενέργειες και αντίσταση στη θεραπεία, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται η ποιότητα ζωής τους, με κίνδυνο για εξέλιξη της ασθένειας ή ακόμη και θάνατο. Η έγκριση του νέου φαρμάκου asciminib θα προσφέρει μια νέα πνοή ελπίδας για τη διαχείριση της ΧΜΛ και αναμένεται να βοηθήσει τους ασθενείς που έχουν ανάγκη, ώστε να επιτύχουν καλύτερες εκβάσεις.

    Η Επιτροπή Φαρμακευτικών Προϊόντων για Ανθρώπινη χρήση (CHMP) του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (EMA) εξέδωσε θετική γνωμοδότηση και συνέστησε τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας στο asciminib της Novartis, για τη θεραπεία ενηλίκων με θετική στο χρωμόσωμα Φιλαδέλφειας ΧΜΛ (Ph+ ΧΜΛ) σε χρόνια φάση (ΧΦ), οι οποίοι έχουν προηγουμένως υποβληθεί σε θεραπεία με δύο ή περισσότερους αναστολείς τυροσινικής κινάσης (TKI). Εφόσον εγκριθεί, το asciminib θα είναι η πρώτη θεραπεία για την ΧΜΛ στην Ευρώπη που δρα στοχεύοντας ειδικά τον μυριστοϋλικό θύλακα της ABL (στην επιστημονική βιβλιογραφία είναι γνωστό επίσης ως αναστολέας STAMP), μια σημαντική εξέλιξη για τους ασθενείς, οι οποίοι παρουσιάζουν δυσανεξία ή/και αντίσταση στις επί του παρόντος διαθέσιμες θεραπείες με TKI.

    Μολονότι πολλοί ασθενείς θα ωφεληθούν από τις διαθέσιμες θεραπείες με TKI, ένα σημαντικό ποσοστό μπορεί να παρουσιάσει δυσανεξία ή αντίσταση σε αυτές τις θεραπείες. Σε μια ανάλυση ασθενών με ΧΜΛ που είχαν λάβει δύο προηγούμενες θεραπείες με TKI, περίπου το 55% ανέφερε δυσανεξία σε προηγούμενη θεραπεία, και μια συγκεντρωτική ανάλυση ασθενών που λάμβαναν θεραπεία δεύτερης γραμμής έδειξε ότι έως 70% των ασθενών δεν καταφέρνει να επιτύχει μείζονα μοριακή ανταπόκριση (MMR) κατά τη διάρκεια διετούς παρακολούθησης.

    «Παρόλο που οι θεραπείες για την ΧΜΛ έχουν εξελιχθεί την τελευταία 20ετία, πολλοί ασθενείς εξακολουθούν να εμφανίζουν ανεπιθύμητες ενέργειες και αντίσταση στη θεραπεία που επηρεάζουν την ποιότητα ζωής τους και τους βάζουν σε κίνδυνο για εξέλιξη της νόσου ή ακόμη και θάνατο», λέει ο δρ Andreas Hochhaus, επικεφαλής του Τμήματος Αιματολογίας και Ιατρικής Ογκολογίας στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Ιένας στη Γερμανία. «Εφόσον εγκριθεί, ο νέος μηχανισμός δράσης του asciminib θα μας δώσει άλλη μία επιλογή για την αντιμετώπιση των προκλήσεων που αντιμετωπίζουν οι ασθενείς, προσφέροντας μια νέα πνοή ελπίδας για τη διαχείριση της νόσου».

    Η έκδοση θετικής γνωμοδότησης από την CHMP στηρίχθηκε σε αποτελέσματα από τη βασική μελέτη φάσης ΙΙΙ ASCEMBL, σύμφωνα με τα οποία το ποσοστό MMR στους ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με asciminib ήταν σχεδόν διπλάσιο σε σύγκριση με το bosutinib (25,5% έναντι 13,2%) στις 24 εβδομάδες, ενώ το ποσοστό διακοπής της θεραπείας λόγω ανεπιθύμητων ενεργειών ήταν περισσότερο από τρεις φορές χαμηλότερο (5,8% έναντι 21,1%). Οι πιο συχνές (συχνότητα ≥ 20%) ανεπιθύμητες ενέργειες οι οποίες αναφέρθηκαν σε αυτήν την ανάλυση ήταν η θρομβοκυτταροπενία (28,8%) και η ουδετεροπενία (21,8%) στο σκέλος του asciminib, και στο σκέλος του bosutinib ήταν η διάρροια (71,1%), η ναυτία (46,1%), τα αυξημένα επίπεδα ALT (27,6%), ο έμετος (26,3%), το εξάνθημα (23,7%), τα αυξημένα επίπεδα AST (21,1%) και η ουδετεροπενία (21,1%).

    Αυτά τα αποτελέσματα επιβεβαιώθηκαν με πιο μακροχρόνια παρακολούθηση, κατά την οποία το ποσοστό MMR την εβδομάδα 96 ήταν υπερδιπλάσιο με το asciminib  σε σύγκριση με το bosutinib (37,6% έναντι 15,8%). Τα εν λόγω δεδομένα ανακοινώθηκαν σε προφορικές παρουσιάσεις κατά τη διάρκεια των ετήσιων συνεδρίων της Αμερικανικής Εταιρείας Κλινικής Ογκολογίας (ASCO) και της Ευρωπαϊκής Αιματολογικής Εταιρείας (EHA) τον Ιούνιο του 2022.

    «Είμαστε ικανοποιημένοι με τη σύσταση για το asciminib και ελπίζουμε να προσφέρουμε στους ασθενείς στην Ευρώπη που πάσχουν από ΧΜΛ έγκαιρη πρόσβαση σε αυτήν την καινοτόμο θεραπεία, εφόσον εγκριθεί», δήλωσε ο Haseeb Ahmad, Πρόεδρος της Novartis στην Ευρώπη. «Τις δύο τελευταίες δεκαετίες εργαστήκαμε αδιάκοπα για τη βελτίωση της φροντίδας για την ΧΜΛ και πρέπει να αδράξουμε αυτήν την ευκαιρία, για να βοηθήσουμε τους ασθενείς που έχουν ανάγκη, ώστε να επιτύχουν καλύτερες εκβάσεις. Με τα σημαντικά κλινικά αποτελέσματα που έχουμε παρατηρήσει μέχρι στιγμής, πιστεύουμε ότι έχουμε τη δυνατότητα με το asciminib να μεταμορφώσουμε ακόμα μία φορά το πρότυπο φροντίδας στην ΧΜΛ».

    Η συνιστώμενη έγκριση του asciminib για την ΧΜΛ από την CHMP θα παραπεμφθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή (EC). Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα εξετάσει τις συστάσεις της CHMP και θα εκδώσει την τελική της απόφαση κατά τους ερχόμενους μήνες.

    Σχετικά με το asciminib

    Το asciminib είναι η πρώτη θεραπεία για την ΧΜΛ που δρα ως αναστολέας STAMP, καθώς στοχεύει ειδικά τον μυριστοϋλικό θύλακα της ABL. Αυτός ο καινοτόμος μηχανισμός δράσης μπορεί να συμβάλει στην αντιμετώπιση της αντίστασης σε ασθενείς με ΧΜΛ, οι οποίοι έχουν προηγουμένως υποβληθεί σε θεραπεία με δύο ή περισσότερους TKI, και των μεταλλάξεων στο ελαττωματικό γονίδιο BCR::ABL1, το οποίο συνδέεται με την υπερπαραγωγή λευχαιμικών κυττάρων.

    Το asciminib αποτελεί σημαντική εξέλιξη για τους ασθενείς, οι οποίοι παρουσιάζουν αντίσταση ή/και δυσανεξία στις επί του παρόντος διαθέσιμες θεραπείες με TKI, ενώ αποτελεί αντικείμενο μελέτης σε πολλές θεραπευτικές γραμμές για τη ΧΜΛ σε χρόνια φάση, τόσο ως μονοθεραπεία όσο και ως θεραπεία συνδυασμού. Συγκεκριμένα, η μελέτη φάσης ΙΙΙ, ASC4FIRST (NCT04971226), αξιολογεί το asciminib σε νεοδιαγνωσθέντες ενήλικες ασθενείς με θετική στο χρωμόσωμα Φιλαδέλφειας ΧΜΛ (Ph+ ΧΜΛ) σε χρόνια φάση (ΧΦ) συγκριτικά με έναν TKI της επιλογής του ερευνητή, με την ένταξη των ασθενών να ξεκινάει νωρίτερα από ό,τι είχε προγραμματιστεί.

    Η Novartis έχει ξεκινήσει τη διαδικασία υποβολής φακέλων για το asciminib προς τις αρμόδιες ρυθμιστικές αρχές σε πολλές χώρες και περιοχές ανά τον κόσμο. Τον Οκτώβριο του 2021, ο FDA χορήγησε ταχεία έγκριση στο asciminib για τους ενήλικες ασθενείς με θετική στο χρωμόσωμα Φιλαδέλφειας ΧΜΛ (Ph+ ΧΜΛ) σε χρόνια φάση (ΧΦ), οι οποίοι προηγουμένως είχαν λάβει δύο ή περισσότερους TKI, βάσει του ποσοστού MMR στις 24 εβδομάδες, και πλήρη έγκριση για τους ενήλικες με θετική στο χρωμόσωμα Φιλαδέλφειας ΧΜΛ (Ph+ ΧΜΛ) σε χρόνια φάση (ΧΦ) με μετάλλαξη T315I. Σύμφωνα με το πρόγραμμα ταχείας έγκρισης, προϋπόθεση για τη συνέχιση της έγκρισης, όσον αφορά την πρώτη ένδειξη, ενδέχεται να αποτελέσει η επαλήθευση και περιγραφή του κλινικού οφέλους από επιβεβαιωτικά στοιχεία. Περισσότερα δεδομένα γνωστοποιήθηκαν στον FDA προς αξιολόγηση. Το asciminib έχει λάβει έγκριση σε πολλές χώρες εκτός ΗΠΑ για τους ενήλικες με θετική στο χρωμόσωμα Φιλαδέλφειας ΧΜΛ (Ph+ ΧΜΛ) σε χρόνια φάση (ΧΦ) που έχουν εμφανίσει αντίσταση ή δυσανεξία σε τουλάχιστον δύο ή περισσότερες προηγούμενες θεραπείες.

    Διαβάστε επίσης

    Χρόνια Μυελογενής Λευχαιμία, Αιματολογική κακοήθεια. Λειτουργική θεραπεία της ΧΜΛ. Έγκριση νέας θεραπείας


    του Αλέξανδρου Γιατζίδη, Μ.D., medlabnews.gr iatrikanea

    Οι λευχαιμίες αποτελούν την 6η κατά σειρά συχνότητας αιτία θανάτου από καρκίνο στον οικονομικά αναπτυγμένο κόσμο, έχοντας σταθερή επίπτωση κατά τις τελευταίες δυο δεκαετίες (Siegel R et ak., Cancer statistics, 2012. CA Cancer J Clin 62, 2012).

    Ο όρος λευχαιμία προέρχεται από τις λέξεις “λευκός” και “αίμα” λόγω της συχνής εμφάνισης υψηλού αριθμού των άωρων λευκών αιμοσφαιρίων στο περιφερικό αίμα και περιλαμβάνει φάσμα νεοπλασιών του αιμοποιητικού ιστού με κοινό κλινικό γνώρισμα την παρεκτόπιση των φυσιολογικών αιμοποιητικών κυττάρων του μυελού από τα λευχαιμικά κύτταρα. Η παρεκτόπιση και παρακώλυση ανάπτυξης των φυσιολογικών κυττάρων του μυελού αποτελεί και την αιτία των κύριων κλινικών παθολογικών εκδηλώσεων των λευχαιμιών που συχνά είναι παρατεταμένες και δύσκολα διαχειρίσιμες, και αφορούν στο βασικό τρίπτυχο: αναιμία (λόγω καταστολής της ερθροκυτταρικής σειράς), λοιμώξεις (λόγω καταστολής της μυελικής και λεμφικής σειράς) και αιμορραγίες (λόγω καταστολής της μεγακαρυοποίησης).

    Ανάλογα με την κυτταρική τους προέλευση οι λευχαιμίες διακρίνονται σε λεμφογενείς/λεμφοκυτταρικές ή μυελογενείς/ μυελοκυτταρικές, ενώ ανάλογα με την επιθετικότητα των κλινικών εκδηλώσεων και φαινοτυπικών χρακατηριστικών σε οξείες και χρόνιες. Η αντιμετώπιση των λευχαιμιών επίσης ποικίλει: κάποιες έχουν υψηλή πιθανότητα ίασης με την κατάλληλη θεραπεία (π.χ. οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία των παιδιών και οξεία προμυελοκυτταρική λευχαιμία), άλλες είναι σε υψηλό βαθμό αντιμετωπίσιμες σε διάρκεια ετών με θεραπεία μοριακής στόχευσης (χρόνια μυελογενής λευχαιμία), άλλες δυσίατες παρά την συνδυασμένη επιθετική χημειοθεραπεία (οξεία μυελογενής λευχαιμία με κυτταρογενετικούς δείκτες πτωχής πρόγνωσης) ενώ τέλος σε κάποιες άλλες (χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία) η μόνη συνιστώμενη αντιμετώπιση μπορεί να είναι η επί σειρά ετών παρακολούθηση χωρίς θεραπεία.


    Η Χρόνια Μυελογενής Λευχαιμία (ΧΜΛ) είναι μια αιματολογική κακοήθεια, στην οποία διαταράσσεται η διαφοροποίηση των λευκών αιμοσφαιρίων, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται αυξημένος αριθμός ανώριμων λευκοκυττάρων στο περιφερικό αίμα. 
    Η ΧΜΛ δεν συνδέεται με την κληρονομικότητα (είναι επίκτητο νόσημα) και δεν παρουσιάζει αυξημένη επίπτωση στις οικογένειες των πασχόντων.

    Αντιπροσωπεύει παγκοσμίως, το 10-15% του συνόλου των περιστατικών λευχαιμίας στους ενήλικες. Κάθε χρόνο, διαγιγνώσκονται ένα με δύο περιστατικά ανά 100.000 άτομα. Η ΧΜΛ συνήθως εμφανίζεται στη μέση ηλικία - στα 45 με 55 έτη κατά μέσο όρο - ενώ περίπου το 2% των περιστατικών είναι παιδιά. Στην Ευρώπη εμφανίζονται 1,2 νέα περιστατικά ΧΜΛ ανά 100.000 κατοίκους και ανά έτος. Στην Ελλάδα, υπολογίζεται ότι υπάρχουν περίπου 1200 ασθενείς με ΧΜΛ.

    Οι περισσότεροι ασθενείς με Χρόνια Μυελογενή Λευχαιμία διαγιγνώσκονται στην αρχική, χρόνια φάση και πολλοί παραμένουν στην φάση αυτή για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς η ασθένεια να εξελιχθεί σε πιο προχωρημένο στάδιο. Σ’ αυτό διαφέρει από την οξεία λευχαιμία η οποία παρουσιάζει πολύ μικρότερα ποσοστά επιβίωσης
    Συχνότητα εμφάνισης της νόσου: 

    -Παγκόσμια, η συχνότητα εμφάνισης της ΧΜΛ ανέρχεται στα ένα έως δύο περιστατικά ανά 100,000 άτομα το χρόνο

    -Η ΧΜΛ είναι υπεύθυνη για το 10% έως 15% του συνολικού αριθμού περιστατικών λευχαιμίας στους ενήλικες
    
-Μέση ηλικία διάγνωσης είναι τα 65 έτ
η
    -Η ΧΜΛ είναι ελαφρώς πιο συχνή στους άνδρες; οι λόγοι γι’ αυτό είναι άγνωστοι
    
-Η ΧΜΛ σπάνια εμφανίζεται στα παιδιά

    Σχεδόν όλοι οι ασθενείς με ΧΜΛ παρουσιάζουν χρωμοσωμική ανωμαλία, γνωστή ως χρωμόσωμα Φιλαδέλφεια και αυτή η γενετική ανωμαλία παρουσιάζεται στο 95% των ασθενών με ΧΜΛ. Ονομάζεται Χρωμόσωμα της Φιλαδέλφειας (Ph), από την ομώνυμη πόλη των ΗΠΑ, στην οποία ανακαλύφθηκε το 1960.  Πιο συγκεκριμένα, ένα αποσπασμένο μέρος του χρωμοσώματος 22 μετατίθεται στο χρωμόσωμα 9 και ένα μέρος του χρωμοσώματος 9 μετατίθεται στο χρωμόσωμα 22, ένα φαινόμενο το οποίο ονομάζεται ‘‘αντιμετάθεση’’. Μέσω αυτού του φαινομένου της αντιμετάθεσης προκύπτει το βραχύ χρωμόσωμα Ph. Το χρωμόσωμα Ph, το οποίο εντοπίζεται σε όλους σχεδόν τους ασθενείς με ΧΜΛ, δίνει την εντολή για τη σύνθεση ενός ελαττωματικού ενζύμου γνωστό ως τυροσινική κινάση Bcr-Abl. Το ένζυμο αυτό διαταράσσει τους μηχανισμούς σηματοδότησης που σχετίζονται με την παραγωγή λευκών αιμοσφαιρίων. Με αυτόν τον τρόπο, οδηγούμαστε στην ανεξέλεγκτη παραγωγή των τελευταίων.

    Για το νόσημα αυτό έχει συντελεσθεί μία πραγματική θεραπευτική επανάσταση.  Αυτό που έγινε την τελευταία δεκαετία ήταν η προσπάθεια χρησιμοποίησης αναστολέων του ενζύμου. Τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά. Ο πρώτος αναστολέας που χρησιμοποιήθηκε ήταν το Imatinib. Η θεραπεία ήταν πολύ καλά ανεκτή και ο ουσιαστικός έλεγχος του νοσήματος επιτεύχθηκε στην πλειονότητα των ασθενών και κατά κανόνα διαρκούσε για όσο διάστημα λαμβανόταν η θεραπεία. Υπενθυμίζεται ότι μέχρι τότε το νόσημα μπορούσε να αντιμετωπισθεί ουσιαστικά μόνο με αλλογενή μεταμόσχευση αιμοποιητικών κυττάρων, θεραπεία, όμως, που είχε θνητότητα από 10% έως 40%. Πιο πρόσφατα χρησιμοποιούνται οι αναστολείς Dasatinib και Nilotinib. Οι αναστολείς αυτοί είναι δραστικότεροι, το αποτέλεσμα επιτυγχάνεται ταχύτερα και οι παρενέργειες από τη χρήση τους διαφέρουν από τις παρενέργειες του Imatinib και κατά συνέπεια χρησιμοποιούνται με επιτυχία, όταν η θεραπεία με το Imatinib δεν μπορεί να δοθεί λόγω παρενεργειών. Η θεραπεία με nilotinib εξασφάλισε υψηλότερα ποσοστά πλήρους κυτταρογενετικής ανταπόκρισης. Επιπλέον, το nilotinib εξασφαλίζει σημαντικά υψηλότερα ποσοστά μείζονος μοριακής ανταπόκρισης αλλά και ακόμη βαθύτερης μοριακής ανταπόκρισης, η οποία ορίζεται ως το επίπεδο μεταγράφων bcr-abl (τα μόρια-εκμαγεία που καθοδηγούν τη σύνθεση της τυροσινικής κινάσης Bcr-Abl) σε ποσοστό 0,0032% ή ακόμη λιγότερο, στη διεθνή κλίμακα μέτρησης («πλήρης» μοριακή ανταπόκριση). Σήμερα, η μοριακή παρακολούθηση είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της τακτικής παρακολούθησης των ασθενών, δεδομένου ότι επιτρέπει τον καλύτερο δυνατό προσδιορισμό των επιπέδων ελάχιστης υπολειμματικής νόσου.

    Στο 20 – 40% των περιπτώσεων, η διάγνωση γίνεται επί ασυμπτωματικών ασθενών. Οι υπόλοιποι ασθενείς μπορεί να παρουσιάζουν κόπωση, κακουχία, απώλεια βάρους, αναιμία, αυξημένα βασεόφιλα και αυξημένο αριθμό αιμοπεταλίων. Χαρακτηριστική, στις περισσότερες περιπτώσεις, είναι η ελαφριά έως μέτρια σπληνομεγαλία. Η φυσική εξέλιξη της νόσου τυπικά περιλαμβάνει 3 φάσεις: τη χρόνια, την επιταχυνόμενη και τη βλαστική, που χαρακτηρίζονται από αντίστοιχη αύξηση του αριθμού ανώριμων μορφών των ουδετερόφιλων κυττάρων («βλάστες»). Η μετάβαση από τη χρόνια στη βλαστική φάση μπορεί να συμβεί απ’ ευθείας, χωρίς τη μεσολάβηση σημείων που υποδηλώνουν επιτάχυνση της εξέλιξης της νόσου. Σε κάθε περίπτωση όμως, η εκτροπή σε προχωρημένο στάδιο, συνοδεύεται από σημαντική μείωση στη διάμεση επιβίωση. Αν δε χορηγηθεί θεραπεία, η αλληλουχία των γεγονότων που οδηγούν στη βλαστική εκτροπή ολοκληρώνεται σε μέσο χρονικό διάστημα 4 ετών.

    Οι θεραπευτικές εξελίξεις της τελευταίας δεκαετίας αφορούσαν την ανάπτυξη σκευασμάτων, τα οποία στοχεύουν εκλεκτικά την Bcr-Abl, αναστέλλοντας με αυτόν τον τρόπο την παραγωγή των καρκινικών κυττάρων. Η εμφάνιση του imantinib (Glivec) το 2001 μείωσε ραγδαία τη θνησιμότητα της θετικής για το χρωμόσωμα Ph ΧΜΛ: η μείωση της θνησιμότητας από το 2001 έως το 2006 ήταν της τάξης του 75%. Την επανάσταση που έφερε το imatinib ακολούθησε η ανάπτυξη του nilotinib (Tasigna). H κλινική μελέτη φάσης ΙΙΙ ENESTnd (Evaluating Nilotinib Efficacy and Safetyin Clinical Trials – Newly Diagnosed Patients)  κατέδειξε τη θεραπευτική ανωτερότητα του nilotinib, στην επίτευξη μοριακής και κυτταρογενετικής ανταπόκρισης, καθώς και στην προστασία των ασθενών από την εκτροπή της νόσου με αποτέλεσμα λιγότερους θανάτους από ΧΜΛ.

    Σήμερα, η μοριακή παρακολούθηση είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της τακτικής παρακολούθησης των ασθενών, δεδομένου ότι επιτρέπει τον καλύτερο δυνατό προσδιορισμό των επιπέδων ελάχιστης υπολειμματικής νόσου .  Οι περισσότεροι ασθενείς διαγιγνώσκονται στο αρχικό στάδιο της νόσου, δηλαδή στην χρόνια φάση, η οποία συχνά δεν συνοδεύεται από εμφανή συμπτώματα. Οι ασθενείς είναι πιθανό να παραμείνουν για μήνες ή χρόνια σε αυτή την φάση της νόσου. Όμως, εάν δεν λάβουν θεραπεία, παρουσιάζουν εκτροπή της νόσου στην επιταχυνόμενη ή τη βλαστική φάση. Κατά την τελευταία, η οποία ονομάζεται και βλαστική κρίση, είναι δυνατόν να παρουσιαστούν όγκοι εκτός του μυελού των οστών, απειλητικές για τη ζωή λοιμώξεις, σοβαρή αναιμία και αιμορραγικές εκδηλώσεις, που εν τέλει οδηγούν στο θάνατο του ασθενούς. Το nilotinib (Tasigna®) είναι εγκεκριμένο σε περισσότερες από 110 χώρες για τη θεραπεία της χρονίας και της επιταχυνόμενης φάσης της χρονίας μυελογενούς λευχαιμίας, θετικής στο χρωμόσωμα Φιλαδέλφειας (Ph+ ΧΜΛ), σε ενήλικες ασθενείς με αντοχή ή δυσανεξία σε τουλάχιστον μία προγενέστερη θεραπεία, συμπεριλαμβανομένου του imatinib (Glivec®), καθώς και σε περισσότερες από 85 χώρες για τη θεραπεία των ενηλίκων νεοδιαγνωσθέντων ασθενών με Ph+ ΧΜΛ σε χρονία φάση.

    Η 22η Σεπτεμβρίου (22/9) έχει οριστεί ως Παγκόσμια Ημέρα Ευαισθητοποίησης για τη Χρόνια Μυελογενή Λευχαιμία. Η ημερομηνία αυτή, 22/9, έχει ιδιαίτερο συμβολισμό μιας και αντιπροσωπεύει την ανταλλαγή γενετικού υλικού μεταξύ των χρωμοσωμάτων 9 και 22 που σχετίζεται με τη ΧΜΛ. Μόλις πριν από μερικά χρόνια, οι ασθενείς με ΧΜΛ είχαν μέση επιβίωση πέντε έως επτά χρόνια, αλλά σήμερα, οι περισσότεροι ασθενείς με ΧΜΛ ζουν μια φυσιολογική ζωή χάριν στην σημαντική πρόοδο που έχει γίνει στον τομέα της θεραπείας

    Δυνατότητα διακοπής της θεραπείας

    Η Ελληνική Αιματολογική Εταιρεία (ΕΑΕ) ανακοίνωσε, την πρωτοβουλία που αναλαμβάνει από τον Οκτώβριο του 2017 για την πραγματοποίηση ειδικού προγράμματος ενημέρωσης και παρακολούθησης ασθενών με ΧΜΛ που πληρούν τα κριτήρια διακοπής της αγωγής και επιθυμούν οι ίδιοι να την διακόψουν.

    Η δυνατότητα αυτή αποτελεί μια νίκη της ιατρικής επιστήμης, αφού διαπιστώθηκε ότι σε μια κατηγορία ασθενών υπό θεραπεία με συγκεκριμέναφάρμακα (imatinib και nilotinib), τα επίπεδα της παθολογικής πρωτεΐνης που χαρακτηρίζει τη νόσο, μειώνονται σε πολύ χαμηλά όρια ή και δεν ανιχνεύονται καθόλου, επιτυγχάνοντας τη μακροχρόνια ύφεση της νόσου, απαλλάσσοντας τους ασθενείς από την ανάγκη καθημερινής αγωγής.

    Η Ελληνική Αιματολογική Εταιρεία η οποία όχι μόνο παρακολουθεί συνεχώς τις επιστημονικές εξελίξεις, αλλά μετέχει στη διαμόρφωσή τους, συμμετείχε στην ανεξάρτητη Ευρωπαϊκή μελέτη EURO- SKI (EURO - Stop Kinase Inhibitors) με 42 Έλληνες ασθενείς με ΧΜΛ από τους συνολικά 840 ασθενείς. Η μελέτη έδειξε ότι τέσσερα χρόνια μετά τη διακοπή του imatinib, 25 από τους 42 Έλληνες ασθενείς δεν λαμβάνουν πλέον καμία αγωγή. 


    Λειτουργική ίαση της νόσου

    Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται «λειτουργική ίαση της νόσου», (“functional cure”).
    Στους υπόλοιπους 17 ασθενείς που επανεμφανίσθηκε μοριακά η ΧΜΛ, δόθηκε εκ νέου η αγωγή τους και είναι σε άριστη κατάσταση κλινικά και μοριακά. Παράλληλα η φαρμακευτική εταιρεία που παράγει το nilotinib διεξήγαγε κλινικές μελέτες διακοπής του φαρμάκου, οι οποίες έδειξαν ότι το 50% των ασθενών υπό nilotinib, μπόρεσαν να διακόψουν την καθημερινή τους αγωγή, χωρίς να επανεμφανισθεί μοριακά η ΧΜΛ.

    Με βάση τα πολύ καλά δεδομένα των μελετών αυτών, οι Αμερικανικές και Ευρωπαϊκές αρχές επέτρεψαν πρόσφατα να αναγράφεται στο έντυπο ενημέρωσης του σκευάσματος για τους ασθενείς που λαμβάνουν nilotinib: «Ασθενείς με ΧΜΛ που έχουν αρχίσει θεραπεία με nilotinib και:
    • έχουν διάρκεια θεραπείας τουλάχιστον 3 χρόνια
    • έχουν επιτύχει επίπεδα BCR-ABL (της πρωτεΐνης της νόσου) ΜR 4.5 IS (International Scale EUTOS) για τουλάχιστον 1 χρόνο
    μπορούν να διακόψουν την καθημερινή λήψη nilotinib με τις εξής προϋποθέσεις:
    1. μηνιαίος έλεγχος επιπέδων BCR-ABL το πρώτο έτος,
    2. έλεγχος επιπέδων BCR-ABL ανά 1 ½ μήνα το δεύτερο έτος»

    Η Novartis ανακοίνωσε ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή χορήγησε έγκριση στο asciminib για τη θεραπεία ενηλίκων με θετική στο χρωμόσωμα Φιλαδέλφειας ΧΜΛ (Ph+ ΧΜΛ) σε χρόνια φάση (ΧΦ), οι οποίοι έχουν προηγουμένως υποβληθεί σε θεραπεία με δύο ή περισσότερους αναστολείς τυροσινικής κινάσης (TKI). Το asciminib είναι η πρώτη θεραπεία για την ΧΜΛ στην Ευρώπη που δρα στοχεύοντας ειδικά τον μυριστοϋλικό θύλακα  της ABL (στην επιστημονική βιβλιογραφία είναι γνωστό επίσης ως αναστολέας STAMP), προσφέροντας μια καινοτόμο θεραπευτική προσέγγιση για τους ασθενείς, οι οποίοι παρουσιάζουν δυσανεξία ή/και αντίσταση στις επί του παρόντος διαθέσιμες θεραπείες με TKI.

    Όπως δήλωσε ο Δρ. Andreas Hochhaus, Επικεφαλής του Τμήματος Αιματολογίας και Ιατρικής Ογκολογίας στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Ιένας στη Γερμανία:

    «Μέχρι σήμερα, οι ασθενείς με ΧΜΛ στην Ευρώπη είχαν την εναλλακτική των από του στόματος θεραπειών με TKI, με τον ίδιο μηχανισμό δράσης, ενώ όσοι αντιμετώπιζαν σημαντικές ανεπιθύμητες ενέργειες ή αντίσταση σε αυτές τις θεραπευτικές επιλογές, συχνά αναγκάζονταν να εναλλάσσουν αυτές τις  παρόμοιες θεραπείες, χωρίς να επιτυγχάνουν τον έλεγχο της ασθένειάς τους ή τη βελτίωση της ποιότητας ζωής τους. Η έγκριση του asciminib στην Ευρώπη, δεν θα μπορούσε να συμβεί σε καλύτερη συγκυρία και αποτελεί ορόσημο που θα προσφέρει σε πολλούς ασθενείς την ελπίδα διαχείρισης της ΧΜΛ».

    Έγκριση νέας θεραπείας για τη χρόνια μυελογενή λευχαιμία

    Η έγκριση του asciminib από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή έρχεται σε συνέχεια της θετικής γνωμοδότησης της Επιτροπής Φαρμακευτικών Προϊόντων για Ανθρώπινη Χρήση (CHMP) του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (EMA) τον Ιούνιο και του προηγούμενου χαρακτηρισμού του asciminib ως ορφανού φαρμάκου. Η έγκριση αυτή ισχύει και για τα 27 κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και για την Ισλανδία, τη Νορβηγία και το Λιχτενστάιν. Η έγκριση στηρίχθηκε σε αποτελέσματα από τη βασική μελέτη φάσης ΙΙΙ ASCEMBL, σύμφωνα με τα οποία το ποσοστό MMR στους ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με asciminib ήταν σχεδόν διπλάσιο σε σύγκριση με το bosutinib [25,5% έναντι 13,2% (P=.029)], ενώ το ποσοστό διακοπής της θεραπείας λόγω ανεπιθύμητων ενεργειών ήταν πάνω από τρεις φορές χαμηλότερο (5,8% έναντι 21,1%) στις 24 εβδομάδες, που αποτελούσε το πρωτεύον καταληκτικό σημείο.1,2. Αυτά τα αποτελέσματα επιβεβαιώθηκαν κατά την μεγαλύτερη περίοδο παρακολούθησης, διάρκειας 96 εβδομάδων, όπου το ποσοστό MMR ήταν υπερδιπλάσιο με το asciminib  σε σύγκριση με το bosutinib (37,6% έναντι 15,8%), ενώ το ποσοστό διακοπής λόγω ανεπιθύμητων ενεργειών ήταν 7,7% για το asciminib και 26,3% για το bosutinib. Τα εν λόγω δεδομένα παρουσιάστηκαν σε προφορικές ανακοινώσεις κατά τη διάρκεια των ετήσιων συνεδρίων της Αμερικανικής Εταιρείας Κλινικής Ογκολογίας (ASCO) και της Ευρωπαϊκής Αιματολογικής Εταιρείας (EHA) τον Ιούνιο του 20223,4. Με βάση το σύνολο των ασθενών που εκτέθηκαν στο asciminib στη μελέτη ASCEMBL και στη μελέτη φάσης Ι, οι συχνότερες (επίπτωση > 20%) ανεπιθύμητες ενέργειες σε ασθενείς που έλαβαν asciminib ήταν μυοσκελετικός πόνος (37,1%), λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού (28,1%), θρομβοπενία (27,5%), κόπωση (27,2%), κεφαλαλγία (24,2%), αρθραλγία (21,6%), αυξημένα παγκρεατικά ένζυμα (21,3%), κοιλιακό άλγος (21,3%), διάρροια (20,5%) και ναυτία (20,2%).

    «Η έγκριση του asciminib από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποτελεί καθοριστικό ορόσημο που θα συμβάλλει ώστε οι ασθενείς με ΧΜΛ στην Ευρώπη να έχουν πρόσβαση σε αυτήν την καινοτόμο θεραπεία», είπε ο Haseeb Ahmad, Πρόεδρος, Europe Innovative Medicines, Novartis. «Συνεχίζοντας την εικοσαετή και πλέον πορεία καινοτομίας στη ΧΜΛ, είμαστε ενθουσιασμένοι με τη δυνατότητα να μετασχηματίσουμε και πάλι το πρότυπο φροντίδας για περισσότερους ασθενείς σε όλον τον κόσμο».

    Εκτιμάται ότι κάθε χρόνο περισσότεροι από 6.300 άνθρωποι θα διαγνωσθούν με ΧΜΛ στην Ευρώπη. Μολονότι πολλοί ασθενείς θα ωφεληθούν από τις διαθέσιμες θεραπείες με TKI, ένα σημαντικό ποσοστό μπορεί να παρουσιάσει δυσανεξία ή αντίσταση σε αυτές τις θεραπείες.


    Βιβλιογραφία:

    1. National Cancer Institute. General Information About Chronic Myelogenous Leukemia (PDQ). https://www.cancer.gov/cancertopics/pdq/treatment/CML/patient/. Accessed August 2012.
    2. National Comprehensive Cancer Network (NCCN): Clinical Practice Guide-lines in Oncology: chronic myeloid leukemia, V.1.2013. Available at:http://www.nccn.org/professionals/physician_gls/pdf/cml.pdf. Accessed August 2012.
    3. Central European Leukemia Study Group. About CML. Available at: http://www.cml-info.com/de/healthcare-professionals/about-cml.html. Accessed August 2012.
    4. American Cancer Society. Detailed Guide: CML. What are the key statistics about CML? (Jun 2012 revision) Available at: http://www.cancer.org/Cancer/Leukemia-ChronicMyeloidCML/DetailedGuide/leukemia-chronic-myeloid-myelogenous-key-statistics. Accessed August 2012.
    5. O’Brien S, et al. International Randomized Study of Interferon versus STI571 (IRIS) 7-year follow-up Sustained survival, low rate of transformation and increased rate of major molecular response in patients with newly diagnosed chronic myeloid leukemia in chronic phase treated with imatinib. Abstract # 186. American Society of Hematology 2008 Annual Meeting, San Francisco, CA.

    Διαβάστε επίσης

    Καινοτόμος θεραπεία για τη Χρόνια Μυελογενή Λευχαιμία (ΧΜΛ) της Novartis πήρε έγκριση

    Καινοτόμος θεραπεία της Novartis έλαβε έγκριση για ασθενείς με Χρόνια Μυελογενή Λευχαιμία

    medlabnews.gr iatrikanea

    Η Χρόνια Μυελογενής Λευχαιμία (ΧΜΛ) είναι μια αιματολογική κακοήθεια, στην οποία διαταράσσεται η διαφοροποίηση των λευκών αιμοσφαιρίων, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται αυξημένος αριθμός ανώριμων λευκοκυττάρων στο περιφερικό αίμα.

    Η Novartis ανακοίνωσε ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή χορήγησε έγκριση στο asciminib για τη θεραπεία ενηλίκων με θετική στο χρωμόσωμα Φιλαδέλφειας ΧΜΛ (Ph+ ΧΜΛ) σε χρόνια φάση (ΧΦ), οι οποίοι έχουν προηγουμένως υποβληθεί σε θεραπεία με δύο ή περισσότερους αναστολείς τυροσινικής κινάσης (TKI). Το asciminib είναι η πρώτη θεραπεία για την ΧΜΛ στην Ευρώπη που δρα στοχεύοντας ειδικά τον μυριστοϋλικό θύλακα  της ABL (στην επιστημονική βιβλιογραφία είναι γνωστό επίσης ως αναστολέας STAMP), προσφέροντας μια καινοτόμο θεραπευτική προσέγγιση για τους ασθενείς, οι οποίοι παρουσιάζουν δυσανεξία ή/και αντίσταση στις επί του παρόντος διαθέσιμες θεραπείες με TKI.

    Όπως δήλωσε ο Δρ. Andreas Hochhaus, Επικεφαλής του Τμήματος Αιματολογίας και Ιατρικής Ογκολογίας στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Ιένας στη Γερμανία:

    «Μέχρι σήμερα, οι ασθενείς με ΧΜΛ στην Ευρώπη είχαν την εναλλακτική των από του στόματος θεραπειών με TKI, με τον ίδιο μηχανισμό δράσης, ενώ όσοι αντιμετώπιζαν σημαντικές ανεπιθύμητες ενέργειες ή αντίσταση σε αυτές τις θεραπευτικές επιλογές, συχνά αναγκάζονταν να εναλλάσσουν αυτές τις  παρόμοιες θεραπείες, χωρίς να επιτυγχάνουν τον έλεγχο της ασθένειάς τους ή τη βελτίωση της ποιότητας ζωής τους. Η έγκριση του asciminib στην Ευρώπη, δεν θα μπορούσε να συμβεί σε καλύτερη συγκυρία και αποτελεί ορόσημο που θα προσφέρει σε πολλούς ασθενείς την ελπίδα διαχείρισης της ΧΜΛ».

    Η έγκριση του asciminib από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή έρχεται σε συνέχεια της θετικής γνωμοδότησης της Επιτροπής Φαρμακευτικών Προϊόντων για Ανθρώπινη Χρήση (CHMP) του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (EMA) τον Ιούνιο και του προηγούμενου χαρακτηρισμού του asciminib ως ορφανού φαρμάκου. Η έγκριση αυτή ισχύει και για τα 27 κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και για την Ισλανδία, τη Νορβηγία και το Λιχτενστάιν. Η έγκριση στηρίχθηκε σε αποτελέσματα από τη βασική μελέτη φάσης ΙΙΙ ASCEMBL, σύμφωνα με τα οποία το ποσοστό MMR στους ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με asciminib ήταν σχεδόν διπλάσιο σε σύγκριση με το bosutinib [25,5% έναντι 13,2% (P=.029)], ενώ το ποσοστό διακοπής της θεραπείας λόγω ανεπιθύμητων ενεργειών ήταν πάνω από τρεις φορές χαμηλότερο (5,8% έναντι 21,1%) στις 24 εβδομάδες, που αποτελούσε το πρωτεύον καταληκτικό σημείο.1,2. Αυτά τα αποτελέσματα επιβεβαιώθηκαν κατά την μεγαλύτερη περίοδο παρακολούθησης, διάρκειας 96 εβδομάδων, όπου το ποσοστό MMR ήταν υπερδιπλάσιο με το asciminib  σε σύγκριση με το bosutinib (37,6% έναντι 15,8%), ενώ το ποσοστό διακοπής λόγω ανεπιθύμητων ενεργειών ήταν 7,7% για το asciminib και 26,3% για το bosutinib. Τα εν λόγω δεδομένα παρουσιάστηκαν σε προφορικές ανακοινώσεις κατά τη διάρκεια των ετήσιων συνεδρίων της Αμερικανικής Εταιρείας Κλινικής Ογκολογίας (ASCO) και της Ευρωπαϊκής Αιματολογικής Εταιρείας (EHA) τον Ιούνιο του 20223,4. Με βάση το σύνολο των ασθενών που εκτέθηκαν στο asciminib στη μελέτη ASCEMBL και στη μελέτη φάσης Ι, οι συχνότερες (επίπτωση > 20%) ανεπιθύμητες ενέργειες σε ασθενείς που έλαβαν asciminib ήταν μυοσκελετικός πόνος (37,1%), λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού (28,1%), θρομβοπενία (27,5%), κόπωση (27,2%), κεφαλαλγία (24,2%), αρθραλγία (21,6%), αυξημένα παγκρεατικά ένζυμα (21,3%), κοιλιακό άλγος (21,3%), διάρροια (20,5%) και ναυτία (20,2%).

    «Η έγκριση του asciminib από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποτελεί καθοριστικό ορόσημο που θα συμβάλλει ώστε οι ασθενείς με ΧΜΛ στην Ευρώπη να έχουν πρόσβαση σε αυτήν την καινοτόμο θεραπεία», είπε ο Haseeb Ahmad, Πρόεδρος, Europe Innovative Medicines, Novartis. «Συνεχίζοντας την εικοσαετή και πλέον πορεία καινοτομίας στη ΧΜΛ, είμαστε ενθουσιασμένοι με τη δυνατότητα να μετασχηματίσουμε και πάλι το πρότυπο φροντίδας για περισσότερους ασθενείς σε όλον τον κόσμο».

    Εκτιμάται ότι κάθε χρόνο περισσότεροι από 6.300 άνθρωποι θα διαγνωσθούν με ΧΜΛ στην Ευρώπη. Μολονότι πολλοί ασθενείς θα ωφεληθούν από τις διαθέσιμες θεραπείες με TKI, ένα σημαντικό ποσοστό μπορεί να παρουσιάσει δυσανεξία ή αντίσταση σε αυτές τις θεραπείες.

    Σχετικά με το asciminib

    Το asciminib είναι η πρώτη θεραπεία για την ΧΜΛ που δρα ως αναστολέας STAMP, καθώς στοχεύει ειδικά τον μυριστοϋλικό θύλακα  της ABL1,2. Αυτός ο καινοτόμος μηχανισμός δράσης μπορεί να συμβάλει στην αντιμετώπιση της αντίστασης σε ασθενείς με ΧΜΛ, οι οποίοι έχουν προηγουμένως υποβληθεί σε θεραπεία με δύο ή περισσότερους TKI, και των μεταλλάξεων στο ελαττωματικό γονίδιο BCR::ABL1, το οποίο συνδέεται με την υπερπαραγωγή λευχαιμικών κυττάρων.

    Το asciminib αποτελεί σημαντική εξέλιξη για τους ασθενείς, οι οποίοι παρουσιάζουν αντίσταση ή/και δυσανεξία στις επί του παρόντος διαθέσιμες θεραπείες με TKI, ενώ αποτελεί αντικείμενο μελέτης σε πολλές θεραπευτικές γραμμές για τη ΧΜΛ σε χρόνια φάση, τόσο ως μονοθεραπεία όσο και ως θεραπεία συνδυασμού.1,14-28 Συγκεκριμένα, η μελέτη φάσης ΙΙΙ, ASC4FIRST (NCT04971226) αξιολογεί το asciminib σε νεοδιαγνωσθέντες ενήλικες ασθενείς με θετική στο χρωμόσωμα Φιλαδέλφειας ΧΜΛ (Ph+ ΧΜΛ) σε χρόνια φάση (ΧΦ) συγκριτικά με έναν TKI της επιλογής του ερευνητή.

    Η Novartis έχει ξεκινήσει τη διαδικασία υποβολής φακέλων για το asciminib προς τις αρμόδιες ρυθμιστικές αρχές σε πολλές χώρες και περιοχές ανά τον κόσμο. Τον Οκτώβριο του 2021, ο FDA χορήγησε ταχεία έγκριση στο asciminib για τους ενήλικες ασθενείς με θετική στο χρωμόσωμα Φιλαδέλφειας ΧΜΛ (Ph+ ΧΜΛ) σε χρόνια φάση (ΧΦ), οι οποίοι προηγουμένως είχαν λάβει δύο ή περισσότερους TKI, βάσει του ποσοστού MMR στις 24 εβδομάδες, και πλήρη έγκριση για τους ενήλικες με θετική στο χρωμόσωμα Φιλαδέλφειας ΧΜΛ (Ph+ ΧΜΛ) σε χρόνια φάση (ΧΦ) με μετάλλαξη T315I. Σύμφωνα με το πρόγραμμα ταχείας έγκρισης, προϋπόθεση για τη συνέχιση της έγκρισης, όσον αφορά την πρώτη ένδειξη, ενδέχεται να αποτελέσει η επαλήθευση και περιγραφή του κλινικού οφέλους από επιβεβαιωτικά στοιχεία. Τα  μακροπρόθεσμα δεδομένα αποτελεσματικότητας και ασφάλειας στις 96 εβδομάδες κοινοποιήθηκαν στον FDA και βρίσκονται επί του παρόντος σε διαδικασία αξιολόγησης μέσω εξέτασης κατά προτεραιότητα.

    Το asciminib έχει λάβει έγκριση σε πολλές χώρες εκτός ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένης της Ιαπωνίας, της Ελβετίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, για τους ενήλικες με θετική στο χρωμόσωμα Φιλαδέλφειας ΧΜΛ (Ph+ ΧΜΛ) σε χρόνια φάση (ΧΦ) που έχουν εμφανίσει αντίσταση ή δυσανεξία σε τουλάχιστον δύο ή περισσότερες προηγούμενες θεραπείες.

    Διαβάστε επίσης

    Copyright © 2015-2022 MEDLABNEWS.GR / IATRIKA NEA All Right Reserved. Τα κείμενα είναι προσφορά και πνευματική ιδιοκτησία του medlabnews.gr
    Kάθε αναδημοσίευση θα πρέπει να αναφέρει την πηγή προέλευσης και τον συντάκτη. Aπαγορεύεται η εμπορική χρήση των κειμένων