MEDLABNEWS.GR / IATRIKA NEA: ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ

Responsive Ad Slot

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Υπερπαραθυρεοειδισμός με αδυναμία, κόπωση, οστεοπόρωση, νεφρολιθίαση. Παραθυρεοειδείς αδένες, παραθορμόνη, καλσιτονίνη.


Οι παραθυρεοειδείς αδένες είναι 4 μικροί αδένες στο μέγεθος "φακής" που βρίσκονται πίσω από το θυρεοειδή αδένα. Οι αδένες αυτοί παράγουν μια ορμόνη που λέγεται παραθορμόνη και ρυθμίζει τα επίπεδα ασβεστίου στο αίμα.

Παρουσιάζονται αρκετές ανατομικές παραλλαγές, τόσο σε σχέση με τον αριθμό τους, όσο και με την εντόπισή τους. Μπορούν να διακριθούν από τη διαφορετική χροιά που έχουν σε σχέση με το γειτονικό παρέγχυμα του θυρεοειδούς.
Οι παραθυρεοειδείς αδένες εκκρίνουν την παραθορμόνη (PTH), μια πεπτιδική ορμόνη, που συμμετέχει στο μεταβολισμό του ασβεστίου μαζί με την καλσιτονίνη και τη βιταμίνη D.

Σπάνια σε μερικούς ανθρώπους κάποιος από αυτούς τους αδένες μπορεί να υπερτραφεί. Αυτό σημαίνει ότι παράγει περισσότερη παραθορμόνη από ότι χρειάζεται ο οργανισμός.

Ποια είναι η δράση της παραθορμόνης (PTH) στον οργανισμό;

Ερέθισμα για την έκκριση παραθορμόνης από τους παραθυρεοειδείς αδένες είναι η πτώση της τιμής του ασβεστίου στο αίμα. Όταν λοιπόν το ασβέστιο του αίματος μειωθεί τότε ενεργοποιούνται οι παραθυρεοειδείς και εκκρίνουν την παραθορμόνη. Με την δράση της, η παραθορμόνη οδηγεί σε αύξηση του ασβέστιου του πλάσματος. 
Η αυξημένη ποσότητα παραθορμόνης που κυκλοφορεί στο σώμα μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά προβλήματα υγείας, όπως:
  • Οστεοπόρωση: όσο πιο πολύ παραθορμόνη παράγεται τόσο περισσότερο ασβέστιο χάνουν τα οστά, με αποτέλεσμα να γίνονται αδύναμα, εύθραυστα, με αυξημένη πιθανότητα καταγμάτων. Σε μεγάλες συγκεντρώσεις της ορμόνης, διεγείρεται η δράση των οστεοκλαστών, δηλαδή των κυττάρων εκείνων του οστίτη ιστού, που απορροφούν τις οστικές δοκίδες, στα πλαίσια της οστικής αναδόμησης. Το αποτέλεσμα είναι η απελευθέρωση ασβεστίου στην κυκλοφορία, που προέρχεται από την αποδόμηση του οστού. Αξίζει να σημειωθεί ότι τόσο τα ερεθίσματα για την έκκριση της παραθορμόνης, όσο και η δράση της είναι ακριβώς τα αντίθετα, απ'ό,τι ισχύει για την καλσιτονίνη. Αυτός είναι και ο λόγος που η καλσιτονίνη χρησιμοποιείται κατά της οστεοπόρωσης.
  • Νεφρολιθίαση: ο οργανισμός προσπαθεί αποβάλει το επιπλέον ασβέστιο με τα ούρα με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο κίνδυνος για δημιουργία νεφρολιθίασης. Διεγείρει την επαναρρόφηση του ασβεστίου, ενώ αναστέλλει την επαναρρόφηση του φωσφόρου. Στους νεφρούς, επίσης, διεγείρει τη σύνθεση της δραστικής μορφής της βιταμίνης D (1,25-διυδροξυχοληκαλσιφερόλη ή καλσιτριόλη), και με τον τρόπο αυτό αυξάνει την εντερική απορρόφηση του ασβεστίου, που εξαρτάται από τη βιταμίνη D
  • Πεπτικό έλκος: τα υψηλά επίπεδα ασβεστίου διεγείρουν την έκκριση υδροχλωρικού οξέος.
  • Αρτηριακή υπέρταση: αυξημένος κίνδυνος για αρτηριακή υπέρταση και καρδιακή ανεπάρκεια πιθανόν λόγω αγγειοσύσπασης και βλάβης των νεφρών.
  • Ψυχολογικές διαταραχές: κατάθλιψη, αλλαγή συμπεριφοράς, συναισθηματική αστάθεια κ.α.

Υπερπαραθυρεοειδισμός

Η υπερλειτουργία (υπερπαραθυρεοειδισμός) διακρίνεται σε πρωτοπαθή, σε δευτεροπαθή και τριτοπαθή.
Ο δευτεροπαθής και ο τριτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός παρατηρείται σε ασθενείς με χρόνια νεφρική ανεπάρκεια που υποβάλλονται σε κάθαρση και σε ορισμένες περιπτώσεις (ειδικά πριν τη μεταμόσχευση νεφρού) θα πρέπει να αντιμετωπίζονται χειρουργικά.

Ο πρωτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός διακρίνεται σε σποραδικό, κληρονομούμενο και τον καρκίνο του παραθυρεοειδούς.


Ο πρωτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός οφείλεται συνήθως σε ένα καλοήθες αδένωμα (90% των περιπτώσεων) και σπανιότερα σε αύξηση μεγέθους των όλων παραθυρεοειδών αδένων (υπερπλασία). Εξαιρετικά σπάνια οφείλεται σε καρκίνο σε κάποιον από τους αυτούς τους αδένες. Ο καρκίνος των παραθυρεοειδών αφορά σε λιγότερο του 1% των ασθενών που έχουν πρωτοπαθή υπερπαραθυρεοειδισμό.

Στον πρωτοπαθή υπερπαραθυρεοειδισμό παρατηρείται ανεξέλεγκτη παραγωγή παραθορμόνης, με αποτέλεσμα την υπερασβεστιαιμία και την οστεοπενία. Σε εγχειρήσεις του θυρεοειδούς αδένα είναι δυνατόν να εξαιρεθούν μαζί και οι παραθυρεοειδείς αδένες (μετεγχειρητικός υποπαραθυρεοειδισμός). Αυτό προκαλεί την πτώση του ασβεστίου του αίματος και την κλινική εμφάνιση της τετανίας (ανεξέλεγκτες μυϊκές συσπάσεις συνοδευόμενες από παραισθησίες).

Ποια είναι τα συμπτώματα του υπερπαραθυρεοειδισμού;

Τα συμπτώματα του υπερπαραθυρεοειδισμού είναι ήπια και έτσι δεν γίνονται άμεσα αντιληπτά από τον πάσχοντα. Στα αρχικά στάδια, μπορεί κάποιος να παραπονείται για αδυναμία, εύκολη κόπωση και μυϊκή εξασθένιση. Σε ποιο προχωρημένο στάδιο, αναφέρονται άτυπα κοιλιακά άλγη, ατονία, τάση απομόνωσης και κατάθλιψη. Με την πάροδο των χρόνων παρουσιάζονται υποτροπιάζουσες νεφρολιθιάσεις, αναίτια κατάγματα λόγω οστεοπόρωσης, πεπτικό έλκος λόγω υπερέκκρισης υδροχλωρικού οξέως, αρτηριακή υπέρταση, δίψα, απώλεια όρεξης, εμετοί, διαταραχές μνήμης, και σύγχυση.

Πως γίνεται η διάγνωση του υπερπαραθυρεοειδισμού;

Η διάγνωση του υπερπαραθυρεοειδισμού γίνεται με ακόλουθες εξετάσεις:

Αιματολογικές εξετάσεις. Για την μέτρηση των τιμών του ολικού ασβεστίου, του ιονισμένου ασβεστίου, του φωσφόρου και της αλκαλικής φωσφατάσης.
Μέτρηση οστικής πυκνότητας, για έλεγχο της αντοχής των οστών και της οστεοπόρωσης.

Απεικονιστικός έλεγχος για να διαπιστωθεί η θέση του πάσχοντος παραθυρεοειδούς. 
Ο υπέρηχος μπορεί να εντοπίσει έναν υπερτροφικό παραθυρεοειδή ή το αδένωμα του παραθυρεοειδούς και να βοηθήσει σε ενδεχόμενη χειρουργική αφαίρεσή του.

Το σπινθηρογράφημα παραθυρεοειδών με Sestamibi. Στο ειδικό αυτό Σπινθηρογράφημα με sestamibi ο ασθενής λαμβάνει μια πολύ μικρή ποσότητα μιας ραδιενεργούς ουσίας, η οποία απορροφάται μόνο από τον υπερλειτουργούντα παραθυρεοειδή αδένα και μας οδηγεί στον εντοπισμό του. 
Να σημειωθεί ότι, η αξονική και η μαγνητική τομογραφία τραχήλου έχουν μικρότερη αξιοπιστία από τις προαναφερόμενες εξετάσεις.

Ποια είναι η θεραπευτική αντιμετώπιση του υπερπαραθυρεοειδισμού;

Η χειρουργική αντιμετώπιση είναι η μέθοδος εκλογής του πρωτοπαθή υπερπαραθυρεοειδισμού και περιλαμβάνει την ανεύρεση και τη χειρουργική αφαίρεση του παθολογικού αδένα. Η φαρμακευτική αντιμετώπιση που εφαρμόζεται το τελευταία χρόνια σε ορισμένα κέντρα, δεν έχει τα αναμενόμενα αποτελέσματα παρά το υψηλό της κόστος. Ενώ η αποτελεσματικότητα της χειρουργικής θεραπείας, όταν διενεργείται από εξειδικευμένο χειρουργό, ανέρχεται σε ποσοστό 95-99%.

Υποπαραθυρεοειδισμός

Πρόκειται για κατάσταση στην οποία υπάρχουν μειωμένα επίπεδα παραθορμόνης, παρά την ύπαρξη χαμηλών επιπέδων ασβεστίου αίματος. Η συχνότερη αιτία είναι μετά από χειρουργείο στον τράχηλο (θυρεοειδεκτομή, ή παραθυρεοειδεκτομή), ενώ άλλες είναι η ακτινοβολία τραχήλου, διηθητικά νοσήματα (σαρκοείδωση, αιμοχρωμάτωση), αυτοάνοσες και  συγγενείς παθήσεις, καθώς και η υπομαγνησιαιμία.

Καρκίνος παραθυρεοειδών

Είναι σπάνιος, και εκδηλώνεται με υπερασβεστιαιμία, με ψηλαφητή  μάζα στον τράχηλο και αρκετά συχνά με νεφρολιθίαση (λόγω αυξημένων επιπέδων ασβεστίου) και οστικές διαταραχές. Δίνει μεταστάσεις  τοπικά στις γύρω ανατομικές δομές, αλλά και λεμφογενώς και αιματογενώς σε οστά – πνεύμονες – ήπαρ – επινεφρίδια

ΘΕΡΑΠΕΙΑ

Στη θεραπεία τόσο του αδενώματος όσο και της υπερτροφίας των παραθυρεοειδών αδένων, οδηγεί η χειρουργική αφαίρεση. Η επέμβαση είναι σχετικά απλή, αρκεί να έχει προηγηθεί σωστή μελέτη εντοπισμού των παθολογικών παραθυρεοειδών με υπερηχογράφημα και σπινθηρογράφημα. Πριν ολοκληρωθεί η επέμβαση, θα ζητηθεί ταχεία βιοψία του αδένα ή των αδένων που αφαιρέθηκαν, προκειμένου να επιβεβαιωθεί ότι πρόκειται για παθολογικούς παραθυρεοειδείς. Υπάρχει η πιθανότητα, ο ασθενής να νοσηλευθεί και για δεύτερο 24ωρο, προκειμένου να λάβει ενδοφλέβια αγωγή, καθώς το ασβέστιο στο αίμα μπορεί να πέσει σε επικίνδυνα επίπεδα μετά την αφαίρεση των παθολογικών παραθυρεοειδών. Μακροπρόθεσμα, οι υπόλοιποι παραθυρεοειδείς θα ανακάμψουν και το ασβέστιο θα επανέλθει στα φυσιολογικά του επίπεδα.

ΠΡΟΓΝΩΣΗ
Η πρόγνωση της νόσου αφού αντιμετωπισθεί είναι εξαιρετική.

Διαβάστε επίσης

Έχετε γρίπη ή κρυολόγημα; Ποιες οι διαφορές; Ο εμβολιασμός και τα αντι-ιικά φάρμακα


Επειδή και το κοινό κρυολόγημα και η γρίπη, έχουν αρκετά κοινά συμπτώματα, μερικές φορές είναι δύσκολο ή και αδύνατο να γίνει σωστή διάγνωση μόνο από τα συμπτώματα. Ειδικά τεστ πρέπει να γίνουν τις πρώτες μέρες, για να μπορέσουμε να πούμε με βεβαιότητα αν κάποιος έχει γρίπη.

Γενικά, να ξέρετε ότι η γρίπη είναι πολύ χειρότερη από το κρυολόγημα, και τα συμπτώματα είναι πολύ πιο έντονα, πχ. πυρετός, πονοκέφαλος, αδυναμία, καταβολή.

Γρίπη

Η γρίπη οφείλεται στους ιούς της γρίπης Α, Β και C οι οποίοι μπορεί να υποδιαιρεθούν σε διαφορετικούς ορότυπους βάσει της απόκρισης αντισωμάτων σε αυτούς τους ιούς. Τέτοιοι είναι οι ιοί που προκαλούν την γρίπη των πτηνών (ορότυπος Η5Ν1) ή των χοίρων (Η1Ν1). Εμφανίζεται με τη μορφή σποραδικών κρουσμάτων και μικροεπιδημιών. Κάθε δέκα- δεκαπέντε έτη εμφανίζεται με τη μορφή πανδημίας και προσβάλλει μεγάλο τμήμα του γενικού πληθυσμού.

Συμπτώματα γρίπης

Τα συμπτώματα της γρίπης αρχίζουν ξαφνικά με
  • υψηλό πυρετό 39°C ή πυρετός με ρίγη ,
  • πόνους στους μύες και τα κόκαλα,
  • βήχα,
  • αδιαθεσία,
  • αδυναμία και
  • ατονία.
Αυτά τα γενικά συμπτώματα συνήθως συνοδεύονται από ρινική συμφόρηση, πονόλαιμο και βήχα.

Η γρίπη στην πλειονότητα των περιπτώσεων είναι καλοήθης πάθηση που αυτοϊάται.

Σπάνια, μπορεί να εμφανιστούν επιπλοκές κυρίως από το αναπνευστικό σύστημα (πνευμονία, βρογχίτιδα).

Η γρίπη των χοίρων συνδυάζεται με εμετό και διάρροια.
Μπορεί να προκαλέσει σοβαρή νόσηση και επιπλοκές που καμιά φορά μπορεί να είναι θανατηφόρες για κάποια άτομα, όπως άτομα με χρόνια νοσήματα. Όπως και στο κρυολόγημα, μπορούν να προσβάλουν το ανώτερο η και το κατώτερο τμήμα του αναπνευστικού συστήματος αλλά με σοβαρές επιπλοκές (πνευμονία, βρογχίτιδα).
Η διάρκεια είναι παρόμοια με του κρυολογήματος, αλλά μπορεί να κρατήσει και παραπάνω από εβδομάδα.

Άτομα σε κίνδυνο επιπλοκών σχετικές με τη γρίπη

•   Παιδιά μικρότερα των 5 ετών , ειδικά παιδιά κάτω των 2 ετών.
•   Ενήλικες 65 ετών και άνω
•   Έγκυες 
Άτομα με χρόνια προβλήματα υγείας
•   Άσθμα
•   Νευρολογικές διαταραχές
•   Χρόνιες νόσοι των πνευμόνων, αποφρακτική πνευμονοπάθεια και κυστική ίνωση.
•   Καρδιοπάθειες όπως συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια και στεφανιαία νόσος.
•   Διαταραχές αίματος ( δρεπανοκυτταρική αναιμία ).
•   Ενδοκρινικές νόσοι ( όπως σακχαρώδης διαβήτης).
•   Νεφρικές νόσοι
•   Νόσοι του ήπατος
•   Μεταβολικές διαταραχές
•   Εξασθένηση ανοσοποιητικού συστήματος λόγω νόσου ή αγωγής ( HIV ή AIDS, 
καρκίνος , χρήση στεροειδών).
•   Άτομα μικρότερα των 19 ετών που λαμβάνουν χρόνια θεραπεία με ασπιρίνη
•   Νοσηρή παχυσαρκία ( δείκτης μάζας σώματος 40 άνω).

Τι θα κάνω αν έχω γρίπη

Απλά η γρίπη συνήθως απαιτεί:

•   Ανάπαυση
•   Λήψη άφθονης ποσότητας υγρών (χυμοί)
•   Αποφυγή αλκοόλ και καπνού
•   Φάρμακα για ανακούφιση των συμπτωμάτων (παυσίπονα και αντιπυρετικά)
   Τα αντιβιοτικά στη γρίπη δε βοηθούν (όπως και σε όλες τις ιώσεις). Ο γιατρός μπορεί να συνταγογραφήσει αντιβίωση, αν υποψιάζεται βακτηριακή επιπλοκή (π.χ. πνευμονία).

Ο καλύτερος τρόπος για να προστατευτούμε από τη γρίπη είναι ο εμβολιασμός κάθε χρόνο. Ο εμβολιασμός κάθε χρόνο είναι ένα καλό μέσο αποφυγής της γρίπης.

Πώς θα καταλάβω ότι έχω γρίπη


Στο Βόρειο Ημισφαίριο η περίοδος που εμφανίζεται η γρίπη είναι από το Νοέμβριο μέχρι τον Απρίλιο (χωρίς να σημαίνει ότι το καλοκαίρι δε συμβαίνει η γρίπη). Αιφνίδια έναρξη πυρετού, μυαλγιών και συμπτωματολογίας από το αναπνευστικό μπορεί να σημαίνουν γρίπη. Παρά ταύτα και άλλα νοσήματα του αναπνευστικού που οφείλονται σε ιούς ή βακτήρια μπορεί να προκαλέσουν παρόμοια συμπτωματολογία. Επειδή τα συμπτώματα της γρίπης είναι πολύ γενικά (είναι κοινά δηλαδή και με άλλα νοσήματα ) είναι αδύνατο να γίνει η διάγνωση της γρίπης με βάση μόνο αυτά. Σε περιόδους επιδημίας, η διάγνωση είναι πιο εύκολη.
Ειδικές εξετάσεις αίματος για τον ιό υπάρχουν, αλλά σπάνια χρησιμοποιούνται στην καθημερινή ιατρική πρακτική. Τα πιο συνηθισμένα είναι τα γρήγορα διαγνωστικά τεστ “rapid influenza diagnostic tests.” Τα τεστ αυτά παρέχουν αποτελέσματα σε 30 λεπτά ή και λιγότερο. Δυστυχώς, η ικανότητα τους να ανιχνεύουν τους ιούς ποικίλει ευρέως. Γι αυτό, μπορεί ακόμα να έχετε γρίπη αν και τα αποτελέσματα του τεστ  είναι αρνητικά. Εκτός των rapid tests, υπάρχουν πολλά ευαίσθητα και ακριβή τεστ που εκτελούνται σε ειδικευμένα εργαστήρια. Όλα αυτά τα τεστ απαιτούν τη λήψη δείγματος από μύτη ή φάρυγγα με στειλεό και δεν απατούν δείγμα αίματος.
Ποια πρακτικά μέτρα βοηθούν; Ποια πρέπει να είναι η διατροφή και ο τρόπος ζωής του ασθενούς; Ποιος είναι ο ρόλος της βιταμίνης C;
Θεραπευτικά, όπως συμβαίνει με τις περισσότερες ιώσεις, έτσι και η γρίπη κάνει «τον κύκλο της». Η θεραπεία περιλαμβάνει ξεκούραση, λήψη πολλών υγρών, αποφυγή του καπνίσματος, λήψη αντιπυρετικών για την αντιμετώπιση του πυρετού και παυσίπονων για την αντιμετώπιση των μυαλγιών
Το κοινό κρυολόγημα και η γρίπη δεν έχουν αιτιολογική θεραπεία.

Χορηγείται αγωγή για την ανακούφιση των συμπτωμάτων. Για την πρόληψη της γρίπης υπάρχει εμβόλιο που είναι αποτελεσματικό στο 75% των περιπτώσεων.

Τι είναι τα αντι-ιικά φάρμακα;

Η γρίπη είναι αυτοϊούμενη και το πλείστο των ασθενών αναρρώνουν μετά από 5-7 ημέρες χωρίς θεραπεία. Βασικές θεραπευτικές οδηγίες παραμένουν η ανάπαυση στο κρεβάτι, η αυξημένη λήψη υγρών και η καταπολέμηση του πυρετού. 50% των νοσούντων λαμβάνει αντιβίωση χωρίς να είναι απαραίτητο. Αυτό που φαίνεται να αλλάζει τελευταία είναι η συνταγογράφηση αντιγριπικών φαρμάκων. Τέσσερα αντιγριπικά φάρμακα κυκλοφορούν παγκόσμια. Από αυτά η οσελταμιβίρη σε χάπια και η ζαναμιβίρη σε εισπνοές είναι τα νεότερα και πιο αποτελεσματικά. Όταν λαμβάνονται το πρώτο 24ωρο εμφάνισης των συμπτωμάτων μειώνουν την διάρκεια της γρίπης έως και 2,5 ημέρες και ελαττώνουν τις επιπλοκές. Η ζαναμιβίρη μπορεί να δοθεί και ως προφύλαξη για την πρόληψη της γρίπης σε μία οικογένεια.
Τα αντι-ιικά φάρμακα είναι συνταγογραφούμενα φάρμακα τα οποία πολεμούν τη γρίπη μέσα στο σώμα σας. Ενώ το CDC συνιστά το εμβόλιο της γρίπης ως το πρώτο και πιο σημαντικό βήμα στην πρόληψη της γρίπης, τα αντι-ιικά φάρμακα είναι φάρμακα δεύτερης γραμμής άμυνας έναντι της γρίπης και διαφέρουν από τα αντιβιοτικά. Μπορείτε να τα λάβετε μόνο με ιατρική συνταγή.
Ποια αντι-ιικά συστήνονται αυτή την περίοδο;
Υπάρχουν δύο αντι-ιικά που συστήνονται . Οι εμπορικές τους ονομασίες είναι Tamiflu® και το Relenza® (η χημική τους ονομασία είναι oseltamivir and zanamivir).

Ποιος πρέπει να λαμβάνει αντι-ιικά φάρμακα;

Είναι πολύ σημαντικό τα αντι-ιικά να χρησιμοποιούνται νωρίς για τη θεραπεία της γρίπης σε άτομα πολύ άρρωστα από γρίπη ( πχ άτομα που νοσηλεύονται) και σε άτομα που νοσούν και κινδυνεύουν από σοβαρές επιπλοκές, καθώς και σε περιπτώσεις που ο γιατρός θα το κρίνει απαραίτητο.
Οι πιο υγιείς όμως δεν χρειάζονται θεραπεία με αντιικά όταν νοσήσουν από γρίπη.

Ποια είναι τα οφέλη των αντι-ιικών φαρμάκων;

Τα αντι-ιικά φάρμακα μπορούν να σας κάνουν να νιώσετε καλύτερα και να μειώσουν το χρόνο ασθένειας κατά 1 με 2 ημέρες. Μπορούν επίσης να βοηθήσουν στην πρόληψη σοβαρών επιπλοκών.
Πότε πρέπει να λαμβάνονται;
Έρευνες έχουν δείξει ότι τα αντιικά "δουλεύουν" καλύτερα αν χορηγηθούν μέσα σε δύο μέρες από την έναρξη των συμπτωμάτων . Εξακολουθεί όμως να υπάρχει όφελος αν χορηγηθούν μετά τις 2 πρώτες μέρες ειδικά σε άτομα που κινδυνεύουν από επιπλοκές.

Για πόσο διάστημα πρέπει να λαμβάνονται τα αντι-ιικά;

Συνήθως για 5 ημέρες αν και οι νοσηλευόμενοι μπορεί να χρειαστούν θεραπεία για παραπάνω από 5 ημέρες.

Μπορούν τα παιδιά να λαμβάνουν αντι-ιικά;

Ναι. Τα παιδιά μπορούν να λάβουν αντιικά.
•   Το Tamiflu® είναι εγκεκριμένο σε παιδιά μεγαλύτερα του ενός έτους.
•   Το Relenza® είναι εγκεκριμένο για θεραπεία σε παιδιά άνω των 7 ετών αλλά μόνο σε άτομα χωρίς αναπνευστικά προβλήματα (όπως άσθμα), η καρδιακή νόσο. 


Μπορούν οι έγκυες να λαμβάνουν αντιικά;

Ναι. Προς το παρόν δεν υπάρχουν μελέτες που να δείχνουν βλάβες σε εγκύους ή στα έμβρυα μετά τη χορήγηση αντιικών. Aπό την άλλη, η γρίπη μπορεί να προκαλέσει σοβαρή νόσο ακόμα και θάνατο στις έγκυες. Η λήψη αντιικών μπορεί να προλάβει αυτές τις σοβαρές επιπλοκές. Προς το παρόν, το Tamiflu® είναι το αντιικό φάρμακο που χορηγείται στην περίοδο της εγκυμοσύνης.

Κρυολόγημα


Το κοινό κρυολόγημα είναι η πιο συχνή λοίμωξη του αναπνευστικού συστήματος του ανθρώπου και μαζί με τη γρίπη αποτελούν την πρώτη αιτία νοσηρότητας στον δυτικό κόσμο.

Παρότι όλα τα κρυολογήματα συχνά τα αναφέρουμε ως γρίπη, η αλήθεια είναι ότι το κοινό κρυολόγημα και η γρίπη είναι διαφορετικές νόσοι.

Το κοινό κρυολόγημα οφείλεται σε περισσότερους από 200 ιούς και μπορεί να προσβάλει το ίδιο άτομο δυο- τρεις φορές ετησίως. Εμφανίζεται με τη μορφή μικροεπιδημιών κυρίως κατά τους χειμερινούς μήνες επειδή μεταδίδεται πολύ εύκολα, τόσο με τα σταγονίδια που παράγονται με τον βήχα όσο και με τα χέρια.

Συμπτώματα κρυολογήματος

Τα συμπτώματα δεν είναι βαριά, είναι όμως βασανιστικά για τις ημέρες που διαρκεί το κρυολόγημα και διαφέρουν από άτομο σε άτομο.

Συνήθως περιλαμβάνουν
  • πονόλαιμο την πρώτη ημέρα,
  • ρινική συμφόρηση,
  • καταρροή και
  • φτερνίσματα από τη δεύτερη ημέρα και ακολουθεί αργότερα
  • ο βήχας, ενώ συνοδεύονται από
  • πονοκέφαλο και
  • κακουχία.
Πυρετός στους ενηλίκους σπάνια εμφανίζεται, ενώ είναι συχνότερος στα παιδιά.

Τα συμπτώματα συνήθως είναι πιο ελαφριά, περιορίζονται στο ανώτερο αναπνευστικό σύστημα, διαρκούν λίγο, ενώ σπάνια οδηγούν σε επιπλοκές.
Διάρκεια από λίγες ημέρες έως μια εβδομάδα
Ο βήχας όμως μπορεί να επιμένει για αρκετό χρονικό διάστημα.
Προσοχή – τις πρώτες 3 ημέρες μπορεί να μεταδώσετε τον ιό σε άλλα άτομα, αν η άμυνα τους είναι πεσμένη      

Όχι ασπιρίνη σε παιδιά και εφήβους με γρίπη

Η ασπιρίνη στα παιδιά και στους εφήβους με γρίπη (και άλλες ιώσεις), σχετίζεται με την εμφάνιση της σπάνιας αλλά θανατηφόρας κατάστασης που ονομάζεται σύνδρομο του Reye και δεν πρέπει να δίδεται. Η χορήγηση στους μικρούς ασθενείς υγρών, αντιπυρετικών με παρακεταμόλη (Depon, Panadol, Apotel), τα συχνά μπάνια αρκούν συνήθως να ελέγξουν τον πυρετό και την κακουχία που συνοδεύουν τη γρίπη.

Ποια άλλα προληπτικά μέτρα μπορεί να λάβει κανείς;

Η τήρηση βασικών κανόνων υγιεινής είναι ένας αρκετά αποτελεσματικός τρόπος για να προστατεύσουμε τον εαυτό μας και τους γύρω μας. Για το λόγο αυτό:
  • Αποφύγετε στενή επαφή με άλλα άτομα
  • Αποφύγετε να έρχεστε σε επαφή με άτομα που είναι άρρωστα.
  • Κρατήστε απόσταση από τους άλλους όταν είστε εσείς άρρωστοι για να τους προφυλάξετε.
  • Μείνετε στο σπίτι σας όταν είστε άρρωστοι και αποφύγετε να πηγαίνετε στη δουλειά σας, στο σχολείο, σε συναθροίσεις οικογενειακές ή κοινωνικές.
  • Καλύψτε το στόμα σας και τη μύτη σας με χαρτομάντιλο όταν βήχετε ή φταρνίζεστε.
  • Πλένετε συχνά τα χέρια σας .
  • Το συχνό πλύσιμο μειώνει σημαντικά την διασπορά των ιών.
  • Αποφύγετε επίσης να πιάνετε τα μάτια σας, τη μύτη σας ή το στόμα σας.
  • Οι ιοί της γρίπης συχνά μεταδίδονται όταν κάποιος αγγίζει αντικείμενα και επιφάνειες που έχουν μολυνθεί και στη συνέχεια πιάνει τα μάτια του, τη μύτη ή το στόμα του.



Προληπτική εξέταση για καρκίνο του παχέος εντέρου με self test. Τι είναι και πως λειτουργεί;

Προληπτική εξέταση για καρκίνο του παχέος εντέρου με self test. Τι είναι και πως λειτουργεί;

medlabnews.gr iatrikanea

Η τεράστια αξία της πρόληψης για σοβαρά -και όχι μόνο- νοσήματα έχει αποδειχτεί περίτρανα. Γι’ αυτόν τον λόγο, το πρόγραμμα πρόληψης της κυβέρνησης συνεχίζεται, όπως έχει αναφέρει πολλές φορές τις τελευταίες ημέρες η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας, Ειρήνη Αγαπηδάκη. Μετά τις δωρεάν μαστογραφίες που έγιναν στο πλαίσιο το προγράμματος Φώφη Γεννηματά και που έχουν εντοπίσει πάνω από 20.000 έγκυρα ευρήματα, σύμφωνα με την αναπληρώτρια υπουργό, το δωρεάν πρόγραμμα πρόληψης συνεχίζεται εστιάζοντας στον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, του παχέος εντέρου και του πνεύμονα.

Ένα από τα σημαντικά εργαλεία που σκοπεύει να αξιοποιήσει το πρόγραμμα αυτό, υιοθετώντας τις σχετικές οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι αυτά της αυτοεξέτασης, ανάμεσά τους το self test για τον καρκίνο του τραχήλου και για τον καρκίνο του παχέος εντέρου. Πρόκειται για μία απλή αυτοεξέταση που μπορεί να κάνει ο καθένας στο σπίτι του και, εάν χρειαστεί, να συνεχίσει συμβουλευόμενος τον προσωπικό του γιατρό. Όπως εξήγησε η κ. Αγαπηδάκη σε πρόσφατη συνέντευξή της στο ΕΡΤNews, υπάρχει η δυνατότητα περιπτώσεις γυναικών οι οποίες είναι ιδιαίτερα διστακτικές στο να κάνουν εξέταση για τον καρκίνο του τραχήλου να αποσταλεί ένα ειδικό κιτ στο σπίτι τους, να πάρουν μόνες τους το δείγμα για να μπορούν να κάνουν το τεστ και να προχωρήσουν σε περαιτέρω έλεγχο, εφόσον απαιτηθεί.

«Ακολουθεί το πρόγραμμα για την πρόληψη του καρκίνου του παχέος εντέρου που έχει μια εξέταση που είναι ταμπού στη χώρα μας και σε πολλές άλλες, την κολονοσκόπηση. Δεν πάμε εύκολα να κάνουμε αυτή την εξέταση. Αφορά 3,8 εκατομμύρια πολίτες, γυναίκες και άντρες ηλικίας 50 ως 70 ετών και εκεί υπάρχει η δυνατότητα ενός, ας το πούμε self test, που μπορεί να γίνει στο σπίτι και θα το ενεργοποιήσουμε. Αυτό το οποίο μπορεί να ανιχνεύσει είναι αν υπάρχει αίμα στα κόπρανα ούτως ώστε να παρακινήσει τους ανθρώπους να πάνε για περαιτέρω έλεγχο» συνέχισε η κ. Αγαπηδάκη μιλώντας στο ΕΡΤNews.

Τι είναι όμως το self test για τον καρκίνο του παχέος εντέρου; Γίνεται εύκολα και πόσο αξιόπιστο είναι το αποτέλεσμά του;

Ερωτήσεις και απαντήσεις για το self test για τον καρκίνο του εντέρου

Πώς λειτουργεί;

Το self test για τον καρκίνο του παχέος εντέρου, ή Colon test, εντοπίζει μη ορατό με το μάτι αίμα και κρυφό αίμα στα κόπρανα (FOBT – Fecal Occuld Blood Test ή FIT Ανοσοχημικό Τεστ Κοπράνων) και πρόκειται για μία εξέταση ανίχνευσης μικροσκοπικών ποσοτήτων αίματος στις κενώσεις του εντέρου.

Μπορώ να το κάνω εύκολα στο σπίτι;

Ναι, η διαδικασία είναι πολύ απλή και στο κιτ του self test θα βρείτε ό,τι χρειάζεστε. Μπορεί να γίνει οποιαδήποτε ώρα της ημέρας και δεν υπάρχουν διατροφικοί περιορισμοί πριν την εφαρμογή του.

Τι μπορεί να σημαίνει ένα θετικό τεστ;

Εάν το αποτέλεσμα του test είναι θετικό, αυτό σημαίνει ότι έχει ανιχνευθεί αίμα στο δείγμα κοπράνων σας. Περίπου ένα στα 14 άτομα θα έχει θετικό αποτέλεσμα της δοκιμασίας FOBT του self test. Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι μία μικροαιμορραγία μπορεί να προκληθεί από μια σειρά καταστάσεων, όπως πολύποδες στο έντερο, αιμορροΐδες ή κάποια φλεγμονή και να μην σχετίζεται απαραίτητα με τον καρκίνο. Μπορεί ακόμη το αίμα να προέρχεται από κάποια πληγή όπως έλκος στομάχου ή ακόμα να είναι αίμα που κατάπιατε από το στόμα ή τη μύτη σας. Η πραγματοποίηση μιας εξέτασης κρυφού αίματος στα κόπρανα μπορεί να οδηγήσει σε πρόσθετες εξετάσεις και σε άμεση επικοινωνία με τον γαστρεντερολόγο σας. Ωστόσο, εάν η εξέταση κρυφού αίματος στα κόπρανα βγει θετική μπορεί να σημαίνει ότι απαιτούνται πρόσθετε εξετάσεις και άμεση επικοινωνία με τον γαστρεντερολόγο.

Πόσο ακριβές είναι το self test;

H Ευρωπαϊκή Ένωση έχει εκδώσει συγκεκριμένες οδηγίες και χαρακτηριστικά για τα κατάλληλα τεστ για τον καρκίνο του παχέος εντέρου. Αν και κανένα τεστ προσυμπτωματικού ελέγχου δεν μπορεί να είναι 100% ακριβές, τα self test FIT ή FOBT είναι επί του παρόντος τα πιο ευρέως διαθέσιμα και δοκιμασμένα τεστ προσυμπτωματικού ελέγχου για τον καρκίνο του εντέρου.

Ποια είναι η πιο κοινή αιτία κρυφού αίματος στα κόπρανα;

Το αίμα μπορεί να εμφανιστεί στην κένωση λόγω μιας ή περισσότερων από τις ακόλουθες καταστάσεις: πολύποδες του παχέος εντέρου, έλκος στομάχου (απώλεια αίματος από το στομάχι σας), αιμορροΐδες (πρησμένα αιμοφόρα αγγεία κοντά στον πρωκτό και κατώτερο ορθό που μπορεί να σπάσουν, προκαλώντας αιμορραγία), πρωκτικές ρωγμές (σχίσματα ή ρωγμές στην επένδυση του πρωκτικού ανοίγματος).

Πού μπορώ να προμηθευτώ τα self test για τον καρκίνο του εντέρου;

Τα τεστ είναι αυτή τη στιγμή διαθέσιμα σε πολλά φαρμακεία σε όλη την Ελλάδα. Συμβουλευτείτε τον φαρμακοποιό σας εάν είστε κατάλληλοι υποψήφιοι και σχετικά με τις οδηγίες για τη διενέργεια του. Ανακαλύψτε εδώ φαρμακεία που έχουν ενημερωθεί σχετικά με τα self test για τον καρκίνο του παχέος εντέρου στο πλαίσιο της πρόληψης.

Διαβάστε επίσης:

Προειδοποιητικές ενδείξεις καρκίνου του παχέος εντέρου. Ποιοι οι παράγοντες κινδύνου;

Ποιοι οι παράγοντες κινδύνου στον καρκίνο παχέος εντέρου; Ποιος ο ρόλος της ασπιρίνης, του ασβεστίου, των τροφών στην πρόληψη;

Ορμόνες του έρωτα και ερωτική συμπεριφορά. Φερομόνες, τεστοστερόνη, ντοπαμίνη, οξυτοκίνη, βασοπρεσίνη, κορτιζόνη

της Κλεοπάτρας Ζουμπουρλή, μοριακής βιολόγου, medlabnews.gr iatrikanea
Τα τελευταία χρόνια η νευροενδοκρινολογία έχει εξηγήσει σχεδόν ολοκληρωτικά την ερωτική συμπεριφορά.

Όπως αποδεικνύεται από τις μελέτες και έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί πάνω στο θέμα, η ερωτική αγάπη και οι ερωτικοί δεσμοί είναι προϊόν νευροχημικών διαδικασιών. Συγκεκριμένα κάθε ερωτική έκφραση έχει και ανάλογο ορμονικό υπόβαθρο.

Η φύση παίζει μαζί μας παράξενα ερωτικά παιχνίδια με όπλο τις ορμόνες που εκκρίνονται, ιδίως από κάποιους νευρώνες του νωτιαίου μυελού. Η στιγμή της κορύφωσης της ερωτικής πράξης παρομοιάζεται από τους νευροεπιστήμονες με θύελλα που ξεσπά στον εγκέφαλο κάτι σαν έκρηξη πυροτεχνημάτων στο κέντρο του εγκεφάλου , στον υποθάλαμο, που δημιουργείται λόγω της μαζικής παραγωγής ορμονών. Υπάρχουν, επίσης, κάποιες ορμόνες, οι φερομόνες, από τις οποίες ξεκινά το παιχνίδι της σαγήνης επειδή σχετίζονται με την ερωτική ορμή. Είτε το θέλουμε είτε όχι, είμαστε δέσμιοι της χημείας και της φύσης. Κι αυτή η δέσμευση, που άρχισε εκατομμύρια χρόνια πριν, εξακολουθεί να ασκεί την ίδια έντονη επιρροή «τραβώντας» μας κυριολεκτικά από τη μύτη! Γι αυτό, άλλωστε, έχουμε την τάση να φοράμε κολόνιες και αρώματα. Θέλουμε να εκπέμπει το σώμα μας μυρωδιές και αρώματα για να είμαστε πιο ελκυστικοί και αρεστοί στους άλλους. Οι εταιρίες καλλυντικών δημιουργούν αρώματα και κολόνιες που είναι πραγματικά ακαταμάχητα. Όχι επειδή απλώς μυρίζουν ωραία αλλά επειδή περιέχουν παράγωγα φερομονών όπως η ανδροστενόνη, η γαλακτολίνη και εξαλτονίνη. Αυτού του τύπου οι κολόνιες μας κάνουν να νιώθουμε μια ευχάριστη έλξη για τους ανθρώπους που τα φορούν μόνο και μόνο γιατί μας άγγιξε το άρωμά τους!

Η παραγωγή φερομονών σχετίζεται και με το ανοσοποιητικό σύστημα. Θεωρείται ότι πρόκειται για μια προσπάθεια του οργανισμού να επιλέξει -βάσει της μυρωδιάς- τον ιδανικό σύντροφο, ώστε να υπάρχει η μεγαλύτερη δυνατή συμβατότητα των ανοσοποιητικών συστημάτων των δύο ατόμων, με απώτερο σκοπό να αποκτήσουν γερά παιδιά.
Όταν κάποιος είναι ερωτευμένος, το σώμα του βιώνει πραγματικές αλλαγές. Από πλευράς νευροχημείας, το ερωτικό φαινόμενο περιγράφεται ως διακρινόμενο σε τρεις φάσεις: τη φάση της Λαγνείας, τη φάση της Έλξης και τη φάση της Προσκόλλησης. Τα έντονα συναισθήματα που βιώνει ο ερωτευμένος σε κάθε μία από αυτές τις φάσεις οφείλονται σε συγκεκριμένες – ανά φάση – νευροχημικές ουσίες.




Η φάση της Λαγνείας οφείλεται στην παραγωγή τεστοστερόνης στους άντρες και οιστρογόνων στις γυναίκες, γεγονός που τους ωθεί να συνάψουν σεξουαλικές σχέσεις. Η τεστοστερόνη, πρόκειται για μια ορμόνη που αυξομειώνεται ανεβοκατεβάζοντας έτσι και την επιθυμία στο ερωτικό παιχνίδι. Η έλλειψή της είναι και καταλυτική για την εμφάνιση της κατάθλιψης. Πράγμα που συνοδεύεται και από την έλλειψη της επιθυμίας. Στους άνδρες, η ορμόνη τεστοστερόνη που μεταξύ άλλων αυξάνει την επιθετικότητα και τη σεξουαλική ορμή, μειώνεται. Αντίθετα στις γυναίκες, η τεστοστερόνη που συνήθως βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα και είναι υπεύθυνη για τη σεξουαλική ορμή των γυναικών, αυξάνεται. Το γεγονός ότι η τεστοστερόνη μειώνεται στους άνδρες ενώ αυξάνεται στις γυναίκες, ερμηνεύεται ως μια προσπάθεια της φύσης να μειώσει τις διαφορές μεταξύ των δύο. Η μείωση των διαφορών συμβάλλει στη σύναψη στενών και ισχυρών σχέσεων μεταξύ των ερωτευμένων. Ερευνητές μέτρησαν τα επίπεδα τεστοστερόνης στα ερωτευμένα ζευγάρια από ένα μέχρι δύο χρόνια μετά την έναρξη του έρωτά τους και βρήκαν ότι η τεστοστερόνη επέστρεψε στα φυσιολογικά της επίπεδα.

Η ερωτική έλξη είναι καθαρά θέμα βιοχημικών μεταβολών στο σώμα μας. Η φάση της Έλξης χαρακτηρίζεται από παραγωγή φαινυλεθυλαμίνης που απελευθερώνει ντοπαμίνη και σεροτονίνη, νευροδιαβιβαστές που ευθύνονται για τη ρύθμιση συναισθημάτων χαράς, ευτυχίας και ενθουσιασμού. Το αποτέλεσμα είναι ένα αίσθημα ευδαιμονίας. Τα προβλήματα προσωρινά εξαφανίζονται, το ίδιο και αισθήματα άγχους ή στρες, και κάποιες φορές παρατηρείται και αναλγητική δράση. Αξίζει επίσης να σημειωθεί εδώ πως, χημικά, τα αποτελέσματά της σεροτονίνης στην ερωτική τρέλα, είναι παρόμοια με τα συμπτώματα ανθρώπων με ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, πράγμα που μπορεί να εξηγήσει γιατί οι ερωτευμένοι δεν μπορούν να σκεφτούν τίποτε άλλο. Το ερωτικό πάθος, το «κουμαντάρει» η ορμόνη ντοπαμίνη. Είναι ο νευροδιαβιβαστής που έχει άμεση πρόσβαση στο κέντρο «επιβράβευσης – ικανοποίησης» του εγκεφάλου. Ανάλογα με την ποσότητα της ντοπαμίνης έχουμε και την μεγαλύτερη ή μικρότερη αίσθηση της ηδονής.
Στο στάδιο της καταπληκτικής εκείνης περίοδου που αισθανόμαστε πραγματικά ερωτοχτυπημένοι και δεν μπορούμε να σκεφτούμε τίποτα άλλο τρεις βασικοί νευροδιαβιβαστές, η αδρεναλίνη, η ντοπαμίνη και η σεροτονίνη, αποτελούν τους κύριους υπαίτιους για τα ακραία, αλλά υπέροχα αισθήματά μας.
Η αρχική κατάσταση κατά την οποία κάποιος αισθάνεται ότι ερωτεύεται συνδέεται με το άγχος που προκαλεί η επικείμενη συνάντηση με το αγαπημένο του πρόσωπο, που επιφέρει αύξηση των επιπέδων αδρεναλίνης και κορτιζόλης στο αίμα του. Αυτός είναι και ο λόγος που αισθανόμαστε την καρδιά μας να χτυπάει δυνατά, να ιδρώνουμε και να στεγνώνει το στόμα μας, όταν συναντηθούμε αναπάντεχα με το πρόσωπο που μας ενδιαφέρει.
Η ντοπαμίνη προκαλεί μία έντονη ορμή προς ευχαρίστηση, η οποία διεγείρει την επιθυμία και την ανάγκη ανταμοιβής, προκαλώντας στον εγκέφαλο τα ίδια αποτελέσματα που έχει η κοκαΐνη. Η αυξημένη έκκριση ντοπαμίνης ευθύνεται για το γεγονός ότι οι ερωτευμένοι νιώθουν μικρότερη ανάγκη για ύπνο και φαγητό, καθώς η προσοχή τους εστιάζεται και αντλεί ευχαρίστηση από τις πιο μικρές λεπτομέρειες της νέας σχέσης.
Ο τρίτος νευροδιαβιβαστής που συνθέτει την εικόνα του ερωτευμένου ατόμου, η σεροτονίνη, είναι μία από τις πιο σημαντικές χημικές ουσίες του έρωτα που μπορεί να εξηγήσει το γεγονός ότι το πρόσωπο με το οποίο είμαστε ερωτευμένοι εμφανίζεται συνεχώς στις σκέψεις μας.
Επίσης, με τη βοήθεια πλέον και μηχανημάτων, όπως ο μαγνητικός τομογράφος, οι επιστήμονες μπορούν να αντλήσουν στοιχεία για τη λειτουργία του εγκεφάλου την ώρα της διέγερσης τους. Έρευνες σε ερωτευμένα ζευγάρια έδειξαν ότι υπάρχει ενεργοποίηση ενός πολύπλοκου συστήματος στον εγκέφαλο, που προσομοιάζει με αυτό που συμβαίνει όταν γίνεται λήψη κοκαΐνης.

Η φάση της Προσκόλλησης έρχεται συνήθως ως μοιραία κατάληξη των δύο προηγούμενων σταδίων. Κατά την φάση αυτή, δημιουργούνται συναισθηματικοί δεσμοί ανάμεσα στο ζευγάρι ενώ οι συσχετιζόμενες χημικές ουσίες εκκρίνονται σε περίοδο από 90 μέρες έως και 3 χρόνια μετά τη φάση της Έλξης. Τα χημικά αυτά συνιστούν η ορμόνες οκυτοκίνη και βασοπρεσσίνη. Μια ηδονή που γίνεται σιγά – σιγά συναίσθημα όταν ενεργοποιείται η ορμόνη του έρωτα που είναι η οκυτοκίνη. Η οξυτοκίνη εκκρίνεται από τον υποθάλαμο στο κεντρικό νευρικό σύστημα και αποθηκεύεται στην υπόφυση. Είναι η ορμόνη της αφής και της αγάπης. Διεγείρει τα άτομα στο να είναι μαζί και να συνυπάρχουν αγαπημένα. Από αυτή την ορμόνη δημιουργείται και η αίσθηση της στοργής.

Η οκυτοκίνη είναι μία ισχυρή ορμόνη που παράγεται στους άντρες και τις γυναίκες κατά τη διάρκεια του οργασμού και ενισχύει το αίσθημα της σύνδεσης, της εγγύτητας και της οικειότητας που δημιουργείται ανάμεσα στο ζευγάρι. Συμβάλλει αποφασιστικά στη δημιουργία των συσπάσεων της μήτρας (οργασμό), την αγγειοδιαστολή (ξάναμμα), και στο θηλασμό (στοργική μητέρα).
Θεωρείται πάντως ως η ορμόνη της προσκόλλησης και της δέσμευσης, δημιουργεί αισθήματα ικανοποίησης, ασφάλειας και ηρεμίας και είναι επίσης εκείνη η οποία βοηθά, μέσω της έκκριση της κατά το θηλασμό, στο να δημιουργηθούν και να εδραιωθούν δεσμοί αγάπης μεταξύ μητέρας και παιδιού. Με παρόμοιο και ανάλογο τρόπο ενεργεί και μεταξύ των ερωτευμένων.
Η βασοπρεσσίνη ενισχύει τη μακροπρόθεσμη δέσμευση του ζευγαριού και επίσης εκλύεται μετά την ερωτική συνεύρεση. Πρόκειται για την ορμόνη που σχετίζεται με τα νεφρά και ελέγχει το αίσθημα της δίψας. Η ίδια αυτή ορμόνη αυξάνει την αφοσίωση του ενός ατόμου στο άλλο και ενισχύει την τάση τους να προστατεύουν το σύντροφό τους από άλλους επίδοξους διεκδικητές.
Σύμφωνα με έρευνα που έγινε το 2004, φέρεται να είναι υπεύθυνη για τη θεμελίωση της πίστης ανάμεσα σε ένα ζευγάρι που έχει εισέλθει στη φάση Προσκόλλησης. Σύμφωνα με τους ερευνητές, κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης συμβαίνει στη γυναίκα έκλυση βασοπρεσσίνης, η οποία κατόπιν συλλαμβάνεται από τον άνδρα μέσω ειδικών υποδοχέων, δίνοντας του αίσθημα πληρότητας και ικανοποίησης, και άρα την επιθυμία να παραμείνει με τη σύντροφο που έχει. Εντυπωσιακό εύρημα αποτελεί το ότι μια γενετική διαφοροποίηση σε έναν από αυτούς τους υποδοχείς βασοπρεσσίνης συνδέεται με το φόβο της δέσμευσης και κατά συνέπεια την απιστία. Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι η βασοπρεσσίνη σχετίζεται με το συναισθηματικό δέσιμο και την ερωτική πίστη στους άντρες.

Και στα δύο φύλα αυξάνεται σημαντικά η κορτιζόνη που είναι η κατ’ εξοχήν ορμόνη του στρες.

O συντονισμός όλων αυτών των ορμονών γίνεται από τον εγκέφαλο με βάση την μνήμη και καθοδήγηση από διάφορα γονίδια.
Όπως αποδεικνύεται, η ερωτική αγάπη και οι ερωτικοί δεσμοί είναι προϊόν νευροχημικών διαδικασιών. Αντίθετα με ό,τι πιστεύουμε και μας κάνει πολύ συχνά να απογοητευόμαστε και να εγκαταλείπουμε, φαίνεται πως η αντίληψη ότι όταν ο έρωτας σβήνει, δεν ξανανάβει, δεν είναι και τόσο σωστή. Το ερωτικό πάθος, αν και λιγότερο έντονο από ό,τι στην αρχή, μπορεί να αναβιώσει ξανά και ξανά σε μια σχέση στην οποία έχει αναπτυχθεί εμπιστοσύνη και οικειότητα. Διότι, επίσης αντίθετα με αυτό που πιστεύεται, δεν είναι η σεξουαλική επιθυμία που τροφοδοτεί το ερωτικό συναίσθημα, αλλά τα τρυφερά συναισθήματα που ξυπνούν την επιθυμία για τον άλλον.

Διαβάστε επίσης

Τι είναι η θρομβοφιλία; Aιτία για εγκεφαλικό, έμφραγμα, θρομβοφλεβίτιδα, αυτόματες αποβολές. Τι συμβαίνει στην εγκυμοσύνη;

των  Γιώργου Μονεμβασίτη *, M.D, Κλεοπάτρα Ζουμπουρλή, μοριακή βιολόγος, medlabnews.gr iatrikanea

Θρομβοφιλία σημαίνει προδιάθεση του αίματος για παθολογική δημιουργία θρόμβου και είναι ένας ιατρικός όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει την υπερπηκτική συνθήκη που επικρατεί σε μια ετερόκλητη ομάδα καταστάσεων και διαταραχών και που δυνητικά μπορεί να οδηγήσει σε θρόμβωση.

Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1965 από τον Egeberg, για να περιγράψει οικογένεια με τάση για θρόμβωση που αργότερα αποδείχθηκε ότι είχαν έλλειψη αντιθρομβίνης. Από τότε μέχρι σήμερα με την ανάπτυξη της βιοχημείας και της μοριακής βιολογίας, συνεχώς προστίθενται νέοι παράγοντες που ενοχοποιούνται για θρομβοφιλική διάθεση.

Η δεσπόζουσα κλινική εκδήλωση της θρομβοφιλίας είναι η φλεβική θρόμβοεμβολική νόσος, η οποία είναι η τρίτη σε συχνότητα αγγειακή νόσος και αποτελεί σοβαρό πρόβλημα δημόσιας υγείας. Άλλες κλινικές εκδηλώσεις είναι οι θρομβώσεις σε ασυνήθεις θέσεις, οι καθ’ έξιν αποβολές καθώς και άλλες επιπλοκές της κύησης όπως γέννηση νεκρού εμβρύου ή αποκόλληση πλακούντα. Σπάνια μπορεί να εκδηλωθεί ως νέκρωση δέρματος σχετιζόμενη με τα κουμαρινικά αντιπηκτικά ή ως νεογνική πορφύρα. Ωστόσο είναι σαφές πλέον ότι η θρομβοφιλία δεν είναι νόσος αυτή καθεαυτή, αφού τα περισσότερα άτομα με θρομβοφιλία δεν αναπτύσσουν θρόμβωση. Γι’ αυτό και η θρομβοεμβολική νόσος γίνεται καλύτερα κατανοητή ως πολυπαραγοντική νόσος, όπου περισσότεροι του ενός γενετικοί ή περιβαλλοντικοί παράγοντες (όπως ο καρκίνος, οι μεγάλες χειρουργικές επεμβάσεις, η λήψη αντισυλληπτικών, ή καταστάσεις όπως η κύηση ή λοχεία) πρέπει να συμπέσουν για να εκδηλωθεί κλινικά η νόσος. 

Στις περισσότερες περιπτώσεις ένας άνθρωπος ενδέχεται να έχει θρομβοφιλία, αλλά να μην υποστεί θρόμβωση ποτέ. Επίσης κάποιος να κάνει θρόμβωση χωρίς να έχει θρομβοφιλία. Η θρομβοφιλία απλώς αυξάνει την πιθανότητα θρόμβωσης σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό.

Περίπου 40% των ασθενών με θρόμβωση έχουν θρομβοφιλία και το 10-15% του υγιούς πληθυσμού
Αφορά εξίσου τις γυναίκες και τους άνδρες. Απλώς η κύηση, σαν επιβαρυντικός παράγων, αφορά μόνο τις γυναίκες. Υπολογίζεται ότι περίπου τα δύο τρίτα των αυτόματων αποβολών του πρώτου τριμήνου της κύησης οφείλονται σε θρομβοφιλική προδιάθεση της εγκύου. 

Ενώ η δημιουργία θρόμβου αποτελεί μια φυσιολογική διαδικασία άμυνας και περιορισμού της αιμορραγίας, στην θρομβοφιλία πυροδοτείται σε θέσεις και στιγμές που κανονικά το αίμα θα έπρεπε να συνεχίζει ανεμπόδιστο την ροή του σε υγρή μορφή. Έτσι, προκαλείται η παθολογική δημιουργία θρόμβου, δηλαδή στέρεου πήγματος αίματος εντός του αγγειακού δικτύου, που δυσχεραίνει ή αποφράσσει την ομαλή αιματική ροή και συνεπώς την τροφοδοσία και οξυγόνωση ιστών και οργάνων (ισχαιμία, στηθάγχη, έμφραγμα, εμβολή, κ.ά.). Η θρόμβωση έχει άλλοτε άλλες συνέπειες (άμεσες, σταδιακές ή μακροχρόνιες)που ο χαρακτήρας και η βαρύτητά τους εξαρτώνται κυρίως από την θέση και το όργανο που προσβάλλεται. 

Με τον όρο «θρομβοφιλία» αναφερόμαστε σε δύο μεγάλες ομάδες καταστάσεων που δημιουργούν προδιάθεση για θρόμβωση. Μπορεί να είναι κληρονομική (συγγενής) ή επίκτητη (εμφανίζεται στη διάρκεια της ζωής).
1 Κληρονομική θρομβοφιλία –Η θρομβοφιλία οφείλεται κυρίως σε κληρονομικά αίτια, δηλαδή σε μεταλλαγές ή πολυμορφισμούς DNA σε γονίδια που κωδικοποιούν ορισμένους παράγοντες πήξεως του αίματος, σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες περιβαλλοντικούς, διατροφικούς και συμπεριφοράς. Έτσι, για παράδειγμα ένας καπνιστής με κληρονομική προδιάθεση θρομβοφιλίας, αυξημένα επίπεδα χοληστερόλης στο αίμα, υπέρταση, και σε συνεχές στρες έχει πολύ περισσότερες πιθανότητες θρομβωτικού επεισοδίου απ' όσες θα είχε με μόνο έναν από αυτούς τους παράγοντες. Έχουν ανακαλυφθεί κάποιες παραλλαγές γονιδίων, που θεωρείται ότι εμπλέκονται στην αυξημένη προδιάθεση για θρόμβωση. Αυτά τα γονίδια ελέγχονται με αιματολογικές εξετάσεις. Τα βασικά είναι ο παράγων VLeiden και η παραλλαγή G20210A της προθρομβίνης. Υπάρχουν και άλλα γονίδια που ελέγχουν άλλες πρωτεΐνες της πήξης και ενδέχεται να αφορούν θρομβοφιλική προδιάθεση.  Εκτός από τα γονίδια υπάρχουν και άλλες αιματολογικές εξετάσεις που αφορούν παράγοντες της πήξης και μπορούν να εξετασθούν όπως οι πρωτεΐνες C, S, η ATIII κλπ.
2 Επίκτητη θρομβοφιλία. Ονομάζουμε μία ομάδα νοσημάτων ή παθολογική παρουσία ουσιών στον οργανισμό , που δημιουργούν αυξημένη προδιάθεση θρόμβωσης, διότι εμπλέκονται άμεσα στον μηχανισμό πήξης.  Κατ, ουσίαν αναφερόμαστε στην παθολογική παρουσία του «αντιπηκτικού του λύκου» και στην παρουσία αντισωμάτων έναντι της καρδιολιπίνης και της β2 γλυκοπρωτείνης. Τα αντισώματα αυτά αποτελούν εργαστηριακό μέρος του λεγομένου «αντιφωσφολιπιδικού συνδρόμου».

Καθώς η θρομβοφιλία είναι μια «μη πάθηση», δηλαδή προδιάθεση που μπορεί να οδηγήσει σε πάθηση, δεν έχει τα γνωστά χαρακτηριστικά των νόσων : συμπτώματα, κλινικά ευρήματα, διαγνωστικές εργαστηριακές εξετάσεις. Με άλλα λόγια, η θρομβοφιλία είναι μια «μη πάθηση – φάντασμα» που κανείς δεν μπορεί να την διαγνώσει από το ιστορικό, την φυσική κατάσταση και τον συνήθη εργαστηριακό έλεγχο. Η θρομβοφιλία δεν φαίνεται πουθενά και δεν δίνει κανένα σημάδι προτού εκδηλωθεί η επιπλοκή της, η θρόμβωση.

Δύο παράγοντες κάνουν επιτακτική την ανάγκη για διάγνωση της θρομβοφιλίας, ειδικά σε ευαίσθητες ομάδες του πληθυσμού: η συχνότητα και η επικινδυνότητα. Ο ένας στους επτά ανθρώπους έχει κάποια μορφή θρομβοφιλίας, δηλαδή στις μισές οικογένειες υπάρχει κάποιος κλινικά σημαντικός προδιαθεσικός παράγοντας. 
Πόσοι και ποιοι από τους ανθρώπους αυτούς θα εκδηλώσουν κάποιας μορφής θρομβωτική επιπλοκή, αλλά και πόσο σοβαρή θα είναι αυτή, είναι ένα θέμα που μελετάται επειδή σχετίζεται με πλειάδα εξωγενών παραγόντων (τρόπος ζωής, ατομικές συνήθειες, άλλα νοσήματα, φαρμακευτικές αγωγές, τραύματα, κακώσεις, κύηση) οι οποίοι πολλαπλασιάζουν τον όποιο κίνδυνο προδιάθεσης υπάρχει. Τελικά πάντως, στις δυτικού τύπου κοινωνίες, ένας στους είκοσι ανθρώπους νοσεί σε κάποια στιγμή της ζωής του από φλεβική θρόμβωση, ενώ η πνευμονική εμβολή (σοβαρή επιπλοκή της θρόμβωσης) αναδεικνύεται σε πρώτη αιτία αιφνίδιου ενδονοσοκομειακού θανάτου.

Οι βασικές όμως αιματολογικές εξετάσεις είναι:

Γενική εξέταση αίματος, μέτρηση του χρόνου προθρομβίνης και του χρόνου ενεργοποιημένης μερικής θρομβοπλαστίνης, Πρωτείνη C, Πρωτείνη S, ATIII, APCR, Ομοκυστείνη, FVIII, LAC, και τα γονίδια VLeiden, FIIG20210A, MTHFR και για την επίκτητη θρομβοφιλία τα αντισώματα καρδιολιπινών.

Οι Πρωτεΐνες S και C (PrS και PrC): αντανακλούν την κατάσταση του ανοσοποιητικού συστήματος. Χαμηλές τιμές τους δείχνουν πιθανή μακροχρόνια εξάντληση του ανοσοποιητικού συστήματος (πιθανό μακροχρόνιο αυτοάνοσο νόσημα) και την αυξημένη πιθανότητα σχηματισμού θρόμβων. 

Το Αντιπηκτικό λύκου (ptt-la): ανιχνεύει την ύπαρξη αυτοάνοσου λύκου που ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου θρομβοτικών επεισοδίων.

Οι Αντικαρδιολιπίνες (αCL IgG, αCL IgM, αCL IgA): είναι αυτοαντισώματα υπεύθυνα για το αντιφωσφολιπιδικό σύνδρομο. Τα συγκεκριμένα αυτοαντισώματα επηρεάζουν τα αγγεία και δίνουν αυξημένη πιθανότητα σχηματισμού θρόμβων.

Η σημειακή μετάλλαξη FV-Leiden (G1691A ή R506Q) αποτελεί τον κυριότερο γενετικό παράγοντα θρομβοφιλίας στο γενικό πληθυσμό. Το μεταλλαγμένο γονίδιο ισοεπικρατεί του φυσιολογικού, γεγονός που οδηγεί σε διαφορική έκφραση της νόσου (ήπια μορφή στους φορείς, 10 φορές βαρύτερη στους ομοζυγώτες). 

Το ένζυμο MTHFR είναι υπεύθυνο για τη δημιουργία του φολικού οξέος που βρίσκεται στην κυκλοφορία του αίματος. Το φολικό οξύ είναι απαραίτητο για τη ρύθμιση της ομοκυστείνης. Ανωμαλίες στο ένζυμο αυτό μπορεί έμμεσα να οδηγήσουν σε αυξημένα επίπεδα ομοκυστείνης. Η μετάλλαξη C677T στο γονίδιο MTHFR μπορεί να προκαλέσει αύξηση στα επίπεδα ομοκυστείνης σε ασθενείς με μειωμένα επίπεδα φολικού οξέος, ειδικά όταν υπάρχει και δεύτερη μετάλλαξη. Η A1298C μετάλλαξη δεν σχετίζεται με αυξημένα επίπεδα ομοκυστείνης απουσία της C677T μετάλλαξης. Αυξημένα επίπεδα ομοκυστείνης στον ορό σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο για cerebrovascular disease, coronary artery disease, myocardial infarction and venous thrombosis. Σε γυναίκες, επιπλοκές της κύησης και αυξημένος κίνδυνος of fetal open neural tube defects έχουν παρατηρηθεί. Η σχέση ανάμεσα σε αυτές τις καταστάσεις και την MTHFR μετάλλαξη είναι αμφιλεγόμενη.

Θρομβοφιλία και εγκυμοσύνη


Η συνύπαρξη και άλλων επιβαρυντικών παραγόντων αυξάνουν την πιθανότητα θρόμβωσης, στην κύηση. Η θρόμβωση αφορά τα αγγεία (φλέβες, αρτηρίες ) της μητέρας και όχι του εμβρύου. Σε ποιο αγγείο θα εκδηλωθεί η θρόμβωση δεν μπορεί να προβλεφθεί. Αν θρομβωθεί φλέβα του κάτω άκρου, τότε η κύηση και το έμβρυο δεν πάσχουν. Αν όμως θρομβωθεί κάποιο αγγείο του ενδομητρίου ή του πλακούντα τότε υπάρχει πιθανότητα αποβολής ή ενδομητρίου θανάτου.
Η εγκυμοσύνη χαρακτηρίζεται από μια κατάσταση υπερπηκτικότητας οφειλόμενη ίσως στη δράση των οιστρογόνων. 
Συγκεκριμένα έχουμε: α) αύξηση των επιπέδων των προπηκτικών παραγόντων, β) μείωση των επιπέδων των φυσιολογικών αντιπηκτικών παραγόντων και γ) μείωση της ινωδόλυσης. Αυτές οι αλλαγές σκοπό έχουν να προστατέψουν την έγκυο από σοβαρή αιμορραγία κατά τη διάρκεια του τοκετού.
Όταν τα αιμοφόρα αγγεία του αναπτυσσόμενου χορίου εισέρχονται στα τριχοειδή του ενδομητρίου, γίνεται ενεργοποίηση της εξωγενούς οδού της πήξης. Αυτό εξηγεί την παρουσία των θρόμβων που ανακαλύπτονται είτε ιστολογικά μετά από μια αποβολή, είτε εξετάζοντας τον πλακούντα μετά τον τοκετό.
Τα επίπεδα των παραγόντων VII, VIII, X και ινωδογόνου αυξάνονται κατά τη διάρκεια της φυσιολογικής εγκυμοσύνης, ήδη από τη 12η εβδομάδα της κύησης. Η αύξηση των παραγόντων πήξης, δεν εξισορροπείται από την αύξηση των αντιπηκτικών παραγόντων (όπως η αντιθρομβίνη III και η πρωτεΐνη C και S). Στην πραγματικότητα τα επίπεδα της πρωτεΐνης S μειώνονται κατά 40-50%. Τα επίπεδα της αντιθρομβίνης III και της πρωτεΐνης C μένουν σταθερά. Η ινωδολυτική λειτουργία διαταράσσεται επίσης, με τα επίπεδα του αναστολέα του ενεργοποιητή του πλασμινογόνου 1 (PAI-1) και του αναστολέα του ενεργοποιητή του πλασμινογόνου 2 (PAI-2) να αυξάνονται προοδευτικά κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Ο PAI-1 παράγεται από τα κύτταρα του ενδοθηλίου και αναστέλλει την απελευθέρωση του ενεργοποιητή του πλασμινογόνου. Ο PAI-2 παράγεται από την τροφοβλάστη και βοηθά στη ρύθμιση της πλακούντιας ανάπτυξης. Επίσης, παρατηρείται ενεργοποίηση της λειτουργίας των αιμοπεταλίων, πράγμα που συντελεί στη προθρομβωτική κατάσταση της εγκυμοσύνης. Παρατηρείται δηλαδή, αύξηση της παραγωγής θρομβοξάνης από τα αιμοπετάλια και μείωση της ευαισθησίας των αιμοπεταλίων στη αντι-συγκεντρωτική δράση της προστακυκλίνης.
Αυτές οι φυσιολογικές αλλαγές περιορίζουν την απώλεια αίματος κατά αφαίρεση του πλακούντα στον τοκετό. Ωστόσο, συμβάλλουν και στον αυξημένο κίνδυνο φλεβικής θρόμβωσης, που παρουσιάζουν γυναίκες με θρομβοφιλία. 
Έχει υποστηριχθεί από μελέτες ότι οι καθ’ έξιν αποβολές αντιπροσωπεύουν μια υπερβολική αιμοστατική αντίδραση στην εγκυμοσύνη, οδηγώντας σε απώλεια του εμβρύου. Εκτός από επαναλαμβανόμενες αποβολές, η θρομβοφιλία μπορεί να προκαλέσει τα ακόλουθα σε μια έγκυο γυναίκα. 
Καθ’έξιν αποβολές ορίζονται 3 ή περισσότερες αποβολές στην σειρά. Περίπου 1- 2% των γυναικών παρουσιάζουν καθ’έξιν αποβολές.
Καθ’έξιν αποβολές μπορεί να οφείλονται σε:
Χρωμοσωμικές ανωμαλίες
Ορμονικές διαταραχές, πχ ανεπάρκεια ωχρινικής φάσης ή νοσήματα θυρεοειδή
Μεταβολικές διαταραχές , πχ πολυκυστικές ωοθήκες ή διαβήτης
 Ανωμαλίες της μήτρας , πχ ουλές στο ενδομήτριο
Λοιμώξεις
Αυτοάνοσες διαταραχές, π.χ αντιφωσφολιπιδικό σύνδρομο (APS-επίκτητη θρομβοφιλία)
Συγγενής (κληρονομική) θρομβοφιλία
Ορμονικές διαταραχές, αποτελούν το αίτιο στο 15-20 % των αποβολών,υπερπηκτικότητα (θρομβοφιλία), αυξημένη προδιάθεση για δημιουργία θρόμβων αίματος, 15-20%, ανωμαλίες της μήτρας 10-15%, χρωμοσωμικές μεταλλάξεις από την μητέρα 2-5 %, και σε 0.5-5 % των περιπτώσεων λοιμώξεις μπορεί να προκαλούν αποβολές.

 Θεραπευτική αντιμετώπιση θρομβοεμβολικής νόσου στην κύηση

Προκειμένου να αποφασίσουμε το είδος της αντιπηκτικής αγωγής που θα δώσουμε για τη θεραπεία ή την προφύλαξη κατά τη διάρκεια της κύησης πρέπει να λάβουμε υπόψιν μας την ασφάλεια του αντιπηκτικού που δίνουμε για το έμβρυο και τη μητέρα, την αποτελεσματικότητα του αντιπηκτικού φαρμάκου και το δοσολογικό σχήμα για τη θεραπεία του οξέος επεισοδίου ή για την προφύλαξη σε γυναίκες υψηλού κινδύνου κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, κατά τον τοκετό αλλά και κατά τον θηλασμό. Ειδικότερα:

α) Ασφάλεια του χορηγούμενου αντιπηκτικού για το έμβρυο και τη μητέρα 

Τόσο η κλασική ηπαρίνη όσο και οι χαμηλού μοριακού βάρους ηπαρίνες δε διέρχονται τον πλακούντα και συνεπώς θεωρούνται ασφαλείς για το έμβρυο. Αντιθέτως, τα κουμαρινικά διέρχονται τον πλακούντα και μπορούν να προκαλέσουν εμβρυϊκές ανωμαλίες και αιμορραγική διάθεση. Οι μητρικές επιπλοκές από τα αντιπηκτικά περιλαμβάνουν την αιμορραγία, την οστεοπόρωση και θρομβοπενία από την ηπαρίνη και τη νέκρωση δέρματος από τα κουμαρινικά. 

β) Αποτελεσματικότητα αντιπηκτικών στην κύηση 

Τόσο η ηπαρίνη όσο και οι χαμηλού μοριακού βάρους ηπαρίνες φαίνεται να είναι αποτελεσματικές στη θεραπεία και την προφύλαξη από θρομβοεμβολικά επεισόδια στην κύηση, με κάποιες επιφυλάξεις για τις γυναίκες με προσθετικές καρδιακές βαλβίδες. Οι χαμηλού μοριακού βάρους ηπαρίνες φαίνεται ότι πλεονεκτούν από την κλασσική ηπαρίνη, γιατί δε χρειάζεται τακτικός αιματολογικός έλεγχος. 

Χειρισμός αντιπηκτικής αγωγής κατά τον τοκετό 

Η ηπαρίνη ή οι χαμηλού μοριακού βάρους ηπαρίνες πρέπει να διακόπτονται 24ώρες προ της πρόκλησης τοκετού ή προγραμματισμένης καισαρικής. Σε γυναίκες υψηλού κινδύνου μπορεί να συνεχισθούν μέχρι 4 - 6ώρες προ του τοκετού. Επί αυτομάτου τοκετού δίνονται ειδικά φάρμακα που προφυλάσσουν από την αιμορραγία. Σημειώνεται ότι στις περιπτώσεις αυτές απαγορεύεται η επισκληρίδιος αναισθησία. Τόσο η ηπαρίνη όσο και οι χαμηλού μοριακού βάρους ηπαρίνες επαναχορηγούνται 12 ώρες μετά τον τοκετό. Όλα τα αντιπηκτικά φάρμακα είναι ασφαλή σε θηλάζουσες μητέρες. 

Οι ασθενείς με θρομβοφιλία σε οποιαδήποτε χρονική περίοδο, εκτός από την περίοδο της εγκυμοσύνης, όπως η ανάπτυξη αθηροσκλήρωσης σε περίπτωση μιας κατάστασης που έλαβαν θεραπεία με ηπαρίνη. Η εγκυμοσύνη, όπως χειρουργική επέμβαση ή αδράνειας θα αυξήσει τον κίνδυνο εμφάνισης αθηροσκλήρωσης σε περιπτώσεις προφυλακτική θεραπεία με ηπαρίνη ξεκινήσει πριν

Βιβλιογραφία
Brouwer JL, Veeger NJ, Kluin-Nelemans HC, Van Der Meer J. The pathogenesis of venous thromboembolism: evidence for multiple interrelated causes. Ann Intern Med. 2006; 145:807–815.
Kahn SR. The post-thrombotic syndrome: progress and pitfalls. Br J Haematol. 2006; 134:357–365.
Centers for Disease Control and Prevention. Venous throm- boembolism in adult hospitalizations-United States, 2007- 2009 MMWR. Morb Mortal Wkly Rep. 2012; 61:401-404.
Geerts WH, Bergqvist D, Pineo GF, et al. Prevention of venous thromboembolism: American College of Chest Physicians Evidence-Based Clinical Practice Guidelines. Chest. 2008; 133:381-453.
Cohen AT, Agnelli G, Anderson FA, et al. Venous throm- boembolism (VTE) in Europe. The number of VTE events and associated morbidity and mortality. VTE Impact As- sessment Group in Europe (VITAE). Thromb Haemost. 2007; 98:756-764.

* Ο Γιώργος Μονεμβασίτης είναι Μαιευτήρας-Γυναικολόγος.
Επ. Καθηγητής Παν/μίου Cornell, H.Π.Α., 
Εξειδικευτής στην Ουρογυναικολογία και Χειρουργική Χαλάρωσης Πυέλου.
Τηλ. 210 8053176 Μαρούσι, τηλ 210 7777787 Δορυλαίου 10-12 Αθήνα

Διαβάστε επίσης
Copyright © 2015-2022 MEDLABNEWS.GR / IATRIKA NEA All Right Reserved. Τα κείμενα είναι προσφορά και πνευματική ιδιοκτησία του medlabnews.gr
Kάθε αναδημοσίευση θα πρέπει να αναφέρει την πηγή προέλευσης και τον συντάκτη. Aπαγορεύεται η εμπορική χρήση των κειμένων